Γράφει ο Ανδρέας Γ.Μπανούτσος
Την Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015 η νέα Ελληνική κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δια του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη συμφώνησε στο Eurogroup με τους εταίρους-δανειστές την τετράμηνη παράταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της Ελλάδος συνοδευόμενη από μια σειρά δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης. Πολλά ειπώθηκαν το προηγούμενο διάστημα και κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης της νέας κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ για το ύφος και την αποτελεσματικότητα αυτής της διαπραγμάτευσης, το κατά πόσον η διαπραγμάτευση αυτή γινόταν από θέση ισχύος ή αδυναμίας κλπ. Η ουσία είναι ότι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ήταν κατώτερο των προσδοκιών των Ελλήνων πολιτών που επέλεξαν στις εθνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 να στηρίξουν το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που υποσχόταν το τέλος των Μνημονίων και της λιτότητας, τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του Δημοσίου Χρέους και την υιοθέτηση ενός Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δεν ήταν ικανοποιητικό για τις Ελληνικές προσδοκίες. Ο βασικότερος λόγος θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς είναι η μη ισχυρή διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος έναντι των εταίρων-δανειστών. Πολλοί και ιδιαίτερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποστήριξαν ότι είναι ανώφελο να διεκδικεί η κυβέρνηση από τους εταίρους και τη Γερμανία εκπτώσεις στις απαιτήσεις του προγράμματος και ελάφρυνση του δημοσίου χρέους διακινδυνεύοντας μια ενδεχόμενη ρήξη μαζί τους που ως συνέπεια θα είχε την έξοδό της χώρας από την ευρωζώνη. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Διαπραγματευόταν η Ελληνική κυβέρνηση από θέση αδυναμίας ή δεν χρησιμοποίησε σωστά όλα τα διαπραγματευτικά της χαρτιά; Θα αναρωτηθεί ο καλόπιστος αναγνώστης μα ποια μπορεί να ήταν τα χαρτιά αυτά; Το σημαντικότερο κατά τη γνώμη του γράφοντος διαπραγματευτικό χαρτί της Ελληνικής κυβέρνησης ήταν και είναι το ζήτημα των Γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η διεκδίκηση της επιστροφής του λεγόμενου Κατοχικού Δανείου. Δυστυχώς όπως αποδείχθηκε το χαρτί αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και ως εκ τούτου δεν ασκήθηκε καμία ουσιαστική πίεση στη Γερμανική κυβέρνηση προκειμένου να υποχωρήσει από τις άκαμπτες θέσεις της. Ας δούμε όμως διεξοδικά και σε αριθμούς τι συνεπάγονται για την Ελληνική οικονομία οι διεκδικήσεις αυτές και γιατί πρέπει να υπάρξει ένα αρραγές εθνικό μέτωπο στο ζήτημα αυτό. Την Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015 η Επιτροπή που είχε συστήσει ο πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας με επικεφαλής τον πρώην Γενικό Δ/ντη Θησαυροφυλακίου Παναγιώτη Καρακούση παρέδωσε στην Ελληνική κυβέρνηση έκθεση 160 σελίδων στην οποία τεκμηριώνονται νομικά οι οφειλές της Γερμανίας από το αναγκαστικό δάνειο της Κατοχής. Σύμφωνα με τους πλέον συντηρητικούς υπολογισμούς η οφειλή της Γερμανίας από το αναγκαστικό δάνειο προσεγγίζει τα 11 δις. Ευρώ. Η έκθεση αυτή αποτελούσε ένα σοβαρό εργαλείο στα χέρια της Ελληνικής κυβέρνησης και απορεί κανείς γιατί δεν τέθηκε έστω και ανεπίσημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους. Γιατί αποτελεί προσβολή στη μνήμη των θυμάτων της Γερμανικής Κατοχής και των Ελλήνων πολιτών να μας “κουνάει το δάχτυλο” ο κ. Σόιμπλε λέγοντας πως η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις υποχρεώσεις της και την ίδια στιγμή η χώρα του να είναι ο μεγαλύτερος μπαταξής του 20ου αιώνα. Και αυτό γιατί η Γερμανία δεν χρωστάει στην Ελλάδα μόνο το Κατοχικό Δάνειο. Σύμφωνα με τη Διασυμμαχική Επιτροπή του Παρισιού αναφορικά με τις μεταπολεμικές αποζημιώσεις η Γερμανία χρωστούσε σε τιμές του 1945 7 δις. Δολάρια στην Ελλάδα. Βάσει αναγωγής που έχει κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, τα χρήματα αυτά σε σημερινές τιμές ισοδυναμούν σε 162 δις Ευρώ δίχως τους τόκους όπως αποκάλυψε ο Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μανώλης Γλέζος. Παρά τις κατά καιρούς Γερμανικές αιτιάσεις ότι δεν τίθεται θέμα καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων ή επιστροφής του Κατοχικού Δανείου λόγω παραγραφής, η Γερμανία φαίνεται να ξεχνά τις διατάξεις των άρθρων 17,5 και 2 της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 περί εξωτερικών Γερμανικών χρεών που ορίζουν ότι η Γερμανία αναλαμβάνει την υποχρέωση μετά την επανένωσή της ( άρθρο 5, παρ.2) όχι μόνο να ρυθμίσει τις εξωσυμβατικές αποζημιωτικές υποχρεώσεις της (οφειλές από αδικοπραξίες των στρατευμάτων κατοχής) αλλά και να εκδώσει εκείνες της νομοθετικές διατάξεις και να λάβει εκείνα τα διοικητικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής. Σε κάθε περίπτωση σημειώνουν έγκυροι νομικοί κύκλοι, για ζητήματα πολεμικών επανορθώσεων δεν τίθεται ούτε υπάρχει θέμα παραγραφής. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι παρά τις προαναφερθείσες διατάξεις η Συμφωνία του Λονδίνου ήταν εξόχως ευεργετική για την τότε Δυτική Γερμανία μιας και προέβλεπε διαγραφή του συμβατικού της χρέους σε ποσοστό 62,6% ενώ παράλληλα προέβλεπε πως η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα ξεπερνούσε το ένα εικοστό των εξαγωγών της. Δηλαδή, θα κατέβαλε ποσά που δεν ήταν ανώτερα του 5% των εσόδων της από το εξαγωγικό Γερμανικό εμπόριο. Χωρίς να διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ή να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό για την αποπληρωμή του. Η βασική αρχή ήταν πως η Γερμανία υποχρεωνόταν να αποπληρώσει το χρέος, που απέμεινε μετά τη διαγραφή, διατηρώντας ένα επίπεδο ανάπτυξης, που θα την καθιστά ικανή να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και να βελτιώνει παραλλήλως το βιοτικό επίπεδο του λαού της. Θα επέστρεφε στη φερεγγυότητα χωρίς ο δρόμος αυτός να περνά μέσα από τη φτώχεια του λαού της. Επιπλέον, αν η εκπλήρωση αυτών των όρων υπερέβαινε τις πραγματικές δυνατότητές της, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία, με επιμέρους διαπραγματεύσεις.
Δηλαδή με απλά λόγια η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος προέβλεπε ακριβώς αυτά που αρνείται να παραχωρήσει στην καθημαγμένη από την οικονομική κρίση Ελλάδα η Γερμανία σήμερα και βέβαια δεν μπορεί κανείς παρά να θυμηθεί τη ρήση του Αρίσταρχου του Θετταλού “Ουδείς επικινδυνοδέστερος Εχθρός, από τον Ευεργετηθέντα Αχάριστον”. Ανεξάρτητα βέβαια από το γεγονός της Γερμανικής αχαριστίας η νέα Ελληνική κυβέρνηση με τη στήριξη σύσσωμης της αντιπολίτευσης οφείλει να χρησιμοποιήσει τα προαναφερθέντα επιχειρήματα στη συνέχεια της εθνικής διαπραγμάτευσης έτσι ώστε να πετύχει μια ουσιαστική απομείωση του δυσβάστακτου και μη βιώσιμου Ελληνικού Δημόσιου Χρέους.
Πηγές
http://www.thetoc.gr/politiki/article/posa-mas-xrwstaei-telika-i-germania
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=27721&subid=2&pubid=112389372
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=665957