Προβληματισμοί, συζητήσεις, διαβουλεύσεις, αντιπαραθέσεις, εξαγγελίες, νομοθετήσεις, νομοσχέδια, ανακοινώσεις: Το φαινόμενο της οπαδικής βίας στην Ελλάδα, έχει περάσει από όλα τα στάδια των συζητήσεων και έχει επιδεχθεί διάφορες παρεμβάσεις από τους θεσμικούς παράγοντες τις τελευταίες δεκαετίες. Από τη δολοφονία του Χαράλαμπου Μπλιώνα, ωστόσο, έως και εκείνη του Άλκη Καμπανού, μεσολάβησαν 32 χρόνια κατά τα οποία η βία, ουδέποτε εξασθένησε…
Τελικώς, σήμερα (21/2), σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά την άγρια δολοφονία του άτυχου 19χρονου υποστηρικτή του Άρη, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μία σειρά διατάξεων που αυστηροποιούν το νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης της οπαδικής βίας. Θυμίζουμε ότι μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε ποινή από 2 έως 5 έτη σε διακεκριμένες περιπτώσεις επικίνδυνων δραστών και ποινή τουλάχιστον έξι μηνών για όσους έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους κατά τη διάρκεια του αθλητικού αγώνα. Επιπροσθέτως, ανακοινώθηκε η αναστολή λειτουργείας Λεσχών Φιλάθλων πανελλαδικά έως τις 31/7, αλλά και η απαγόρευση διάθεσης μεμονωμένων εισιτηρίων στις θύρες οργανωμένων οπαδών.
«Θεωρώ τα νέα μέτρα, μέτρα επικοινωνιακού χαρακτήρα, γιατί ουσιαστικά η κοινωνία τα ακούει και έτσι αισθάνεται ότι θα είναι ασφαλής», μεταφέρει ωστόσο στο GRTimes ο καθηγητής στο Τμήμα Οργάνωσης και Διαχείρισης Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Παντελής Κωνσταντινάκος, ο οποίος στο παρελθόν έχει καταθέσει τις δικές του προτάσεις σε αυτοδιοικητικούς θεσμούς, προκειμένου το ζήτημα να επιλυθεί.
Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινάκο, «η οπαδική βία, δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα του αθλητικού θεάματος των αγώνων, αλλά απόρροια μίας κοινωνικής κρίσης όπου τα αδιέξοδα της νέας γενιάς δεν μπορούν να καλυφθούν στην καθημερινότητά τους. Οπότε, το πρόβλημα δε λύνεται με την καταστολή και τους νόμους, αλλά με τη “θεραπεία”, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να βρούμε αντίδοτα. Η καταστολή είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε τελικά. Εάν μετρήσουμε πόσοι νόμοι έχουν θεσπιστεί από το 1983 μέχρι σήμερα και πόσες προσαρμογές έχουν συμβεί πάντα προς την καταστολή, θα δούμε ότι το φαινόμενο τελικά δεν αντιμετωπίστηκε. Δεν έδειξε ότι λύθηκε. Τι θα λύσουν αυτά τα μέτρα, λοιπόν; Θα βάλουμε άλλους δέκα φυλακή. Κι έπειτα;».
«Θα έπρεπε να αναλάβουν ειδικές επιτροπές-Υπάρχουν όπου υλοποιούνται τέτοια προγράμματα»
Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι νέοι στρέφονται στη βία καθώς οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται. «Η νέα γενιά δεν εκτονώνεται με άσκηση, άθληση, ψυχαγωγία. Πρέπει να δημιουργήσουμε αντίδοτα για την εκτόνωση των νέων», όπως λέει, συμπληρώνοντας ότι «για μένα το ζήτημα ήταν, είναι και θα είναι πολιτικό. Δε θέλουν τα κόμματα να το διαχειριστούν. Τα κοινωνικά φαινόμενα δεν αντιμετωπίζονται μόνο κατασταλτικά. Είναι το τελευταίο μέτρο αυτό, αλλά πρέπει να προλαβαίνουμε, να μη φτάνουμε στην παραβατικότητα.
Θα έπρεπε να αναλάβουν ειδικές επιτροπές, που θα ασχολούνται με τον αθλητισμό και τους παραμέτρους του. Αυτό το μοντέλο χρειαζόμαστε, ένα μοντέλο που θα οικοδομείται από την τοπική αυτοδιοίκηση και την περιφέρεια και θα φτάνει μέχρι ένα κεντρικό εκτελεστικό όργανο, το οποίο θα συντονίζει και θα υποστηρίζει».
Όπως μάλιστα προσθέτει ο ίδιος, στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, «υπάρχει ένα κεντρικό όργανο το οποίο συντονίζει. Το φαινόμενο της οπαδικής βίας έχει πλέον εξαλειφθεί σε αυτές τις χώρες. Εκεί, υλοποιούνται συνέχεια μεικτά προγράμματα άσκησης, πολιτισμού, αθλητισμού, αναψυχής και υπάρχει δημόσια και ιδιωτική συνεργασία».
Στην Ελλάδα, «έτρεχε» ένα πρόγραμμα το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων την απασχόληση των νέων σε τέτοιου είδους δημιουργικούς τομείς, ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Κωνσταντινάκος, «στην πορεία μειώθηκαν οι χρηματοδοτήσεις και η υποστήριξη και σιγά – σιγά άρχισε να εξασθενεί, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί τελείως».
Και όπως καταλήγει ο ίδιος ο καθηγητής, «στην Ελλάδα καταργήθηκε ό,τι υποστηρικτικό πρόγραμμα είχε μείνει και μαζί με την οικονομική κρίση, την ανεργία και το lockdown των τελευταίων δύο ετών, η εκτονωτική διαδικασία ακολουθεί μία άσχημη πορεία και συνεχίζεται αυτό το φαινόμενο…».