Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Συνειδητά και σχεδιασμένα η πιστωτική κρίση στην Ελλάδα μετατράπηκε σε χρόνια κρίση ρευστότητας, για να ικανοποιηθεί το μεταμοντέρνο πείραμα της συντεταγμένης πτώχευσης και φτωχοποίησης εντός της ευρωζώνης, με κανόνα την εσωτερική υποτίμηση.
Τι σημαίνει αυτό; Παραδόξως, χωρίς πολύ χαμηλή ρευστότητα στην αγορά δεν μπορείς να πετύχεις υψηλή συσσώρευση στο κράτος σε μια εθνική οικονομία σαν την σημερινή στην Ελλάδα, υπό καραντίνα και γενικευμένη αναδιάρθρωση με αναλογικά πολύ σκληρό νόμισμα. Αυτό φαίνεται να αντιφάσκει με τις προϋποθέσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου και την καπιταλιστική λογική των κλασικών οικονομικών. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση που φέρνει αντιμέτωπα τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους με αυτά των κρατών της ευρωζώνης που συντονίζουν την οικονομική τους πολιτική, εστιάζοντας στη διαμόρφωση των γενικών όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου. Πρόκειται για την ίδια αντίφαση που φέρνει επίσης τον έλληνα επιχειρηματία αντιμέτωπο με το ελληνικό κράτος, όπως επίσης και τον εργαζόμενο, καθώς η μειωμένη ρευστότητα οδηγεί υπό τις παρούσες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά σε απολύσεις και δραματική πίεση στη τιμή της εργασίας.
Αυτή τη στιγμή και εξαιτίας της μορφής του προγράμματος της τρόικας η σχέση μεταξύ ρευστότητας και αποδοτικότητας, η σχέση μεταξύ ρευστότητας και κεφαλαιακής διάρθρωσης και η σχέση μεταξύ αποδοτικότητας και κεφαλαιακής διάρθρωσης, που όλες μαζί χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη του ελληνικού κράτους, βρίσκονται σε αντίθεση με τις αντίστοιχες σχέσεις που αφορούν στην ανάπτυξη μιας επιχείρησης. Υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ρευστότητας και της αποδοτικότητας και έτσι όταν εστιάζεις στην αποδοτικότητα του κράτους, σε μια οικονομία που ασφυκτιά από την έλλειψη κυκλοφορίας χρήματος, ενισχύεις την ρευστότητα του κράτους εις βάρος της ρευστότητας της επιχείρησης.
Τι ζητεί ο σοσιαλιστής; Την μεγέθυνση της αποδοτικότητας του κράτους. Τι ζητεί ο φιλελεύθερος (νεοφιλελεύθερος) στην Ελλάδα; Ακριβώς το ίδιο: την αύξηση της αποδοτικότητας του κράτους, με άλλα μέσα ασφαλώς και εις βάρος του εργαζόμενου και του συνταξιούχου. Άρα, και οι δυο, παρά την διαφορά τους, κατατείνουν σε αυτό που θεωρητικά δεν επιθυμούν, για να μην πληγούν οι εργαζόμενοι (οι πρώτοι) και να μην πληγούν οι επιχειρήσεις (οι δεύτεροι): στην υψηλή συσσώρευση στο κράτος που αντιστοιχεί σε χαμηλή ρευστότητα στην αγορά. Ταυτόχρονα υψηλή συσσώρευση σε κράτος και αγορά δεν μπορείς να πετύχεις υπό τις μακροοικονομικές προϋποθέσεις που θέτει το κουαρτέτο. Και γιατί ακολουθεί αυτή τη στρατηγική το κουαρτέτο; Θεωρητικά, για να διορθώσει την αναντιστοιχία συσσώρευσης και ρευστότητας στην ελληνική αγορά, εξαιτίας της διευρυμένης παραοικονομίας, των θαλασσοδανείων και γενικότερα της σοβαρής διαθρωτικής παθογένειας στην οικονομική ανάπτυξη.
Η αγορά ήταν και είναι το πρόβλημα, σε συνθήκες φτηνού και παράλληλα σκληρού νομίσματος, ενώ το πελατειακό κράτος χρησιμοποιούσε την αυξημένη ρευστότητα υπό ευρώ για να ενισχύει τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τους κομματικούς στρατούς στο δημόσιο και ημετέρους στην αγορά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εις βάρος της συσσώρευσης στο κράτος, για μεγέθυνση της ποιοτικής αποδοτικότητάς του.
Κάνει καλά το κουαρτέτο; Όχι, ασφαλώς! Δεν γινόταν, ωστόσο, διαφορετικά από τη στιγμή που υπήρξε η απόφαση – την οποία αποδέχτηκε μάλιστα με ανακούφιση το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας – η πιστωτική κρίση στην Ελλάδα να μην αντιμετωπισθεί με ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά μέσα, ούτε με μια κλασική μέθοδο πτώχευσης του κράτους, αλλά με την μετατροπή της σε κρίση ρευστότητας, έτσι ώστε να υπάρξει βίαιη σε βαθμό σοκ αναδιάρθρωση της συσσώρευσης, για επανεκκίνηση της καπιταλιστικής διαδικασίας από αρκετά χαμηλότερο επίπεδο, σε ορθολογική βάση. Και ως πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας, είχαμε το παράδοξο της αυξημένης συσσώρευσης του κράτους εν τω μέσω γενικευμένης κρίσης ρευστότητας και εις βάρος της συσσώρευσης του έλληνα ατομικού καπιταλιστή. Σε άλλη περίπτωση θα είχαμε κανονική πτώχευση του κράτους, την οποία, εκτός από ένα μικρό μέρος εκ των αριστερών και ένα ακόμη μικρότερο εκ των δεξιών, όλοι έτρεμαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Να, λοιπόν, γιατί η κρίση ρευστότητας, οδηγεί σε αυτό που πολλοί σήμερα διαπιστώνουν ως πολιτικοοικονομικό τέλμα ή αδιέξοδο, εντός του οποίου όλα, μα όλα είναι ρευστά! Είναι επειδή ο ασθενής (κράτος και αγορά), εξαιτίας ακριβώς της χρόνιας διαθρωτικής παθολογίας της χώρας αντέστρεψε σχιζοφρενικώς τη λογική που θα υπηρετούσε ορθολογικώς το συμφέρον του. Οι «άνθρωποι της αγοράς» σαν παλαβοί κραύγαζαν «πάση θυσία στο ευρώ», ενώ ήταν ένα εθνικό νόμισμα που θα τους έδινε ανάσα, όταν στην Ελλάδα επιβλήθηκε από την ευρωζώνη κατάσταση οικονομικής πολιορκίας με δραματικό περιορισμό της ροής του ευρώ, ενώ μέρος εκ των κρατιστών προπαγάνδιζε – επίσης ανορθολογικά, αν λάβεις υπόψιν το «στενό συμφέρον» τους – υπέρ της δραχμής!
Είδες πως γίνεται, αναγνώστη μου, τα παράδοξα να κυριαρχούν σε μια χώρα όπου ακολουθήθηκε ένα απολύτως παράδοξο μοντέλο «οικονομικής διάσωσης», μετά από μια γενιά απολύτως παράδοξης οικονομικής ανάπτυξης; Το ευρώ, το οποίο στην πραγματικότητα και υπό τις συνθήκες της συντεταγμένης πτώχευσης, θα υπηρετούσε τη λογική των κρατιστών – αν φυσικά δεν συνδεόταν με μνημόνια υποτελείας – αντιμετωπίσθηκε φετιχιστικά από τους «ανθρώπους της αγοράς» και τους πολιτικούς φορείς που διατείνονται πως τους εκφράζουν! Άφησε δε το τραγικό, καθώς ήταν οι ίδιοι που συνέδεσαν το ευρώ με τον ευρωπαϊσμό και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας!
Δυστυχώς, τα παράδοξα έρχεται η στιγμή που πληρώνονται σε αυτή τη ζωή! Έχουν κόστος! Και το κόστος από τη τεχνητή ασφαλώς έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, με την υπερσυσσώρευση να εντοπίζεται αντανακλαστικά στο κράτος, πληρώνουν και θα πληρώσουν ακόμη πιο ακριβά εκτός από τους άθλιους των αθλίων, τους εργαζόμενους, όλοι ανεξαιρέτως οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες, ίσως και ένα μέρος εκ των μεγαλοεπιχειρηματιών. Αυτό προκαλεί μια δραματική πολιτική ρευστότητα στην Ελλάδα, την οποία μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί οι κομματικές ηγεσίες, αλλά και ξένοι παράγοντας που εμπλέκονται στη κρίση. Η νέα τάξη πραγμάτων, όπως διαμορφώνεται στην Ελλάδα θα είναι απολύτως ρευστή την επόμενη περίοδο: η χαρά και το μέλλον, δηλαδή, κάθε τυχοδιώκτη!