Τάση αποκλιμάκωσης δείχνουν από το πρωί οι τιμές στην αγορά πετρελαίου μετά το ιστορικό υψηλό των 7 ετών. Η αγορά φαίνεται να προεξοφλεί ότι οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία δεν θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην αγορά του «μαύρου χρυσού» ενώ οι traders φαίνεται να βρήκαν μία χαραμάδα ευκαιρίας για να ρευστοποιήσουν τα κέρδη των προηγούμενων 24ωρων.
Η τιμή του Μπρεντ Βορείου Θάλασσας υποχωρεί περί 0,60% δηλαδή 0,55 σεντς, στα 96,26 δολάρια το βαρέλι, ενώ αυτή του αργού καταγράφει απώλειες 0,64% ή 0,60 σεντς, στα 91,38 δολάρια το βαρέλι. Το απόγευμα της Τρίτης τα συμβόλαια παράδοσης Μαρτίου του αμερικανικού West Texas Intermediate στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης ενισχύονται κατά 2% και βρίσκονταν στα επίπεδα των 93 δολαρίων/βαρέλι, ενώ παρόμοια εικόνα κατέγραφε και το ευρωπαϊκό Brent Απριλίου, το οποίο ενισχύεται κατά 1,5% στα 96,82 δολάρια/βαρέλι.
Οι τιμές χθες επιδόθηκαν σε υψηλές πτήσεις, εν μέσω ανησυχιών ότι οι κυρώσεις της Δύσης προς τη Ρωσία θα επιφέρουν πλήγμα στις προμήθειες στον ενεργειακό κλάδο, ωστόσο η Ουάσιγκτον κατέστησε σαφές, ότι οι κυρώσεις δεν θα επηρεάσουν τις ρωσικές εξαγωγές που αφορούν την ενέργεια.
Αντίθετα η αγορά φυσικού αερίου παραμένει σε νευρικότητα με την τιμή στο Χρηματιστήριο της Ολλανδίας (δείκτη TTF) να ξεκινά την διαπραγμάτευση στα 81€/MWh ενώ νωρίτερα η τιμή είχε αναρριχηθεί στα 83.3 €/MWh.
Ανάλογη είναι η εικόνα και στην τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην εσωτερική αγορά της Κίνας όπου άγγιξε ιστορικό υψηλό επί τη βάσει των εξαιρετικά χαμηλών θερμοκρασιών, με τους εισαγωγείς να ενδέχεται να αυξήσουν τις προμήθειες από την αγορά spot, πιέζοντας έτσι περαιτέρω την παγκόσμια προσφορά.
Η μέση εθνική τιμή για το αέριο, το οποίο μεταφέρεται μέσω φορτηγών σε εργοστάσια ή πρατήρια ανεφοδιασμού, πραγματοποίησε ράλι σχεδόν 80% τον περασμένο μήνα, στα 8,114 γουάν ανά τόνο την Τρίτη, σύμφωνα με το Χρηματιστήριο Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Σαγκάης. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυσικού αερίου στον κόσμο, οπότε οι χρηματιστηριακές τιμές του LNG χρησιμεύουν ως μια εικόνα της κατάστασης της προσφοράς και της ζήτησης στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Εάν λοιπόν η Κίνα αυξήσει τις αγορές από την αγορά spot, η κατάσταση όσον αφορά την προσφορά αερίου στην Ευρώπη, που βρίσκεται αντιμέτωπη με χαμηλά αποθέματα και την ρωσοουκρανική κρίση, θα επιδεινωθεί.
Πάντως το γεγονός ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας από ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν ήταν όσο σκληρές όσο ανέμεναν οι αγορές και το γεγονός ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε ότι η Ρωσία παραμένει ανοιχτή σε διπλωματικές λειτουργούν σχετικά καθησυχαστικά για τους επενδυτές.
Υπό τις συνθήκες αυτές οι αγορές τουλάχιστον το πετρέλαιο απομακρύνεται ελαφρά από τα 100 δολάρια – επίπεδα που είχε προσεγγίσει σε απόσταση αναπνοής. Ωστόσο τα πιο δυσμενή σενάρια μιλούν για τιμές ακόμα και 140 δολάρια το βαρέλι.
Capital Economics: Έως τα 140 δολάρια το πετρέλαιο
«Οι επιπτώσεις σε οικονομία και αγορές από έναν πόλεμο ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία θα εξαρτηθούν βεβαίως από την ένταση και την έκταση της σύγκρουσης και την απάντηση της Δύσης» γράφει ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος της CE.. «Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ο αντίκτυπος σε χώρες πέραν της Ουκρανίας και της Ρωσίας θα είναι περιορισμένος. Η πιο σοβαρή επίπτωση θα είναι η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων φέτος» συμπληρώνει.
Στις υπόλοιπες οικονομίες το πλήγμα θα έρθει μέσω τεσσάρων καναλιών: εμπόριο, χρηματοοικονομικοί δεσμοί, αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη και άνοδος των τιμών ενέργειας. Η Γερμανία είναι η ευρωπαϊκή οικονομία με τους πλέον στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, αλλά και πάλι οι εξαγωγές της προς ρωσικό έδαφος αντιστοιχούν μόλις στο 2% του συνόλου των γερμανικών εξαγωγών. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επίσης φροντίσει να περιορίσουν αισθητά την έκθεσή τους στη Ρωσία μετά την κρίση του 2014.
Στο μέτωπο της ενέργειας όμως οι επιπτώσεις θα είναι πιο σοβαρές. Στο δυσμενές σενάριο η CE βλέπει τις τιμές να εκτινάσσονται στα 120 με 140 δολάρια το βαρέλι.
Οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν την ανιούσα. Εάν αυτό συμβεί θα προσθέσει 2% στον πληθωρισμό των ανεπτυγμένων οικονομιών, με την Ευρώπη να βιώνει τις πιο επώδυνες συνέπειες. Η εξέλιξη αυτή θα εντείνει τις πιέσεις για αποφασιστική αύξηση των επιτοκίων – κάτι που με τη σειρά του θα πυροδοτήσει ρευστοποιήσεις στις αγορές μετοχών και θα οδηγήσει τους επενδυτές στα ασφαλή καταφύγια του χρυσού και των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Πηγή: ertnews.gr