Γράφει ο Ηλίας Διακουμάκος
Οι μέρες του Πολυτεχνείου μπορεί να πέρασαν αλλά αποτελούν μία καλή αφορμή για την αποτίμηση της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Με την χώρα να τελεί υπό το καθεστώς ξένης κηδεμονίας και αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης, με κατεστραμμένη την παραγωγική της βάση και με διαλυμένο τον κοινωνικό της ιστό, ένας έντιμος ιστορικός απολογισμός της τελευταίας 40ετίας μοιάζει να είναι επιτακτικός, μήπως και μπορέσουμε να εξηγήσουμε την σημερινή, τραγική μας κατάσταση.
Πρέπει κάποια στιγμή να τεθούν, με ειλικρίνεια, ορισμένα ερωτήματα. Πόσα πραγματικά άλλαξαν, πόσα κερδήθηκαν και πόσα χάθηκαν (η περίπτωση της Κύπρου αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα…)? Δικαιώθηκαν, τελικά, οι αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, όπως, εμμονικά ήθελε η μεταπολιτευτική αφήγηση να υποστηρίζει?
Στις βεβαιότητες του χτες βρίσκονται οι αμφιβολίες του αύριο και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβουμε. Αλλά ας μιλήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα
Ο δημοσιογράφος και η ‘’συνέντευξη’’
Βλέποντας την ιστορική ‘’συνέντευξη’’ του Νίκου Μαστοράκη με τους συλληφθέντες φοιτητές των γεγονότων του Πολυτεχνείου, μία εβδομάδα μετά τα τραγικά γεγονότα της εξέγερσης, θα διαπιστώσει κανείς, ότι ο στόχος του δημοσιογράφου είναι η γελιοποίηση και ο εξευτελισμός των συνεντευξιαζόμενων. Τελώντας υπό διατεταγμένη υπηρεσία, ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης πολύ μεθοδευμένα προσπαθεί να παρουσιάσει την ομάδα των φοιτητών που έχει απέναντι του ως μία θλιβερή συνομοταξία απολίτικων και προβληματικών νεαρών, ‘’τεντιμπόηδων’’ με τους όρους της εποχής, που με τα ανεδαφικά και έξαλλα συνθήματα τους επιχείρησαν να καταλύσουν την έννομη τάξη.
Το ύφος του ανακριτή που έχει ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης όπως και τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των φοιτητών, που μοιάζουν αμήχανα απέναντι στις καταιγιστικές του ερωτήσεις, μοιάζουν γνώριμες, σχεδόν συγκαιρινές.
‘’κάτω το Κράτος’’, ‘’κάτω η εξουσία’’, ‘’κάτω η αστυνομία’’, πολύ ‘’κάτω’’ παρατηρεί φανερά ενοχλημένος σε μία αποστροφή του λόγου του ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης, μάλλον γιατί ήθελε να επισημάνει ενώπιων της σιωπηρής πλειοψηφίας που παρακολουθούσε την εκπομπή του, τον ‘’χαοτικό’’ και το ‘’μηδενιστικό’’ χαρακτήρα των γεγονότων.
‘’τι ζητάγατε μέσα στο Πολυτεχνείο’’ τους ρωτάει κάποια στιγμή, και μπερδεύεσαι λίγο καθώς δεν καταλαβαίνεις αν η ερώτηση, με το ξερό και άμεσο ύφος της, διατυπώνεται από έναν αστυνομικό ανακριτή ή από έναν δημοσιογράφο.
Γιατί γράφονται όλα αυτά, θα ρωτήσει κάποιος. Για να επισημάνουμε ορισμένες αναλογίες με το σήμερα είναι η απάντηση. Το ‘’ήθος’’, το ύφος, και το διατεταγμένο της υπηρεσίας του Νίκου Μαστοράκη θυμίζουν τραγικά τους σημερινούς ιεροεξεταστές της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας.
Και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν τα γεγονότα εκείνου του Νοεμβρίου από τους επικοινωνιακούς διαχειριστές της δικτατορίας δεν διαφέρει σε τίποτα από τον τρόπο που η μεταπολιτευτική δημοκρατία αντιμετώπισε τις δικές της έκρυθμες και οριακές καταστάσεις.
Άλλωστε, και τότε (όπως και σήμερα σε αντίστοιχες περιπτώσεις) τα δύο κόμματα της κατεστημένης αριστεράς στέκονταν με επιφύλαξη, αν όχι με συγκρατημένη απέχθεια, απέναντι στους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου, κάνοντας λόγο για προβοκάτορες που θέτουν σε κίνδυνο της προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ενώ το ίδιο το καθεστώς μιλούσε για πράκτορες της Μόσχας και το κυριότερο, για αναρχικές εκδηλώσεις μίας μικράς μειοψηφίας με σκοπό την ανατροπή της εννόμου τάξεως και της Δημοκρατίας. Σας θυμίζει κάτι?
Από τους ‘’αριστεροχουντικούς’’ της δεκαετίας του ’70, μέχρι τους ‘’γνωστούς – αγνώστους’’ και τους ‘’κουκουλοφόρους’’ του σήμερα, δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
Η μετάβαση από ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, που κυβερνάται δια ροπάλου, όπως ήταν το καθεστώς των συνταγματαρχών, σ ένα συνεναιτικό πλαίσιο πολιτικής διαχείρισης, όπως αυτό της Μεταπολίτευσης, αναδεικνύει τον καταλυτικό ρόλο των ΜΜΕ όσον αφορά την κατασκευή της συναίνεσης.
Η κατασκευή της συναίνεσης, σε αντιδιαστολή με το πλαίσιο της καταναγκαστικής συναίνεσης μέσω της βίας (χούντα), προϋποθέτει την αξιοποίηση των ΜΜΕ ως μέσο αναπαραγωγής, εν είδη φερέφωνου, του κατεστημένου λόγου της εξουσίας. Καθ όλη την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου οι μέθοδοι κατασκευής της συναίνεσης χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν, με όρους εσωτερικού εχθρού, όσοι διατάρασσαν το μεταπολιτευτικού πλαίσιο.
Για να το πούμε λίγο πιο απλά: δεν χρειάζονται σπασμένα κεφάλια όπως τον Νοέμβρη του ’73 (εκτός και αν οι συνθήκες το απαιτούν) αλλά η επικοινωνιακή ανάδειξη του θεμελιακά αντικοινωνικού χαρακτήρα όλων των απεργιακών κινητοποιήσεων και των εξωθεσμικών πρακτικών που εκλαμβάνονται ως απειλή των ‘’κοινών συμφερόντων’’ μίας ενοποιημένης κοινωνίας, διαταράσσοντας με τρόπο ανεπανόρθωτο την κοινωνική ειρήνη.
Και με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο? Με το να παραδίδονται τα πολιτικά υποκείμενα που δεξιώνονται τις συγκρουσιακές/εξωθεσμικές πρακτικές στο δημόσιο μίσος και την δημόσια χλεύη, όπως ακριβώς επιχειρήθηκε από τον Νίκο Μαστοράκη στην εκπομπή για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Και κάτι ακόμα…
‘’οι τριακόσιοι προβοκάτορες του Ρουφογάλη’’ για τους οποίους μιλούσε επίσημα το ΚΚΕ, θέλοντας να παρουσιάσει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ως ένα στημένο γεγονός που αποσκοπούσε στο σαμποτάρισμα της φιλελευθεροποίησης του Μαρκεζίνη, ξεχάστηκαν και η εξέγερση καταξιώθηκε στις συλλογικές συνειδήσεις, αποτελώντας τον γενέθλιο, ιδρυτικό μύθο της Μεταπολίτευσης.
Μαζί με την εξέγερση καταξιώθηκαν και οι ‘’νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες’’. Δεν ήταν πια ‘’αλήτες’’ αλλά ‘’η γενιά του Πολυτεχνείου’’.
Οι νέοι, με τα σακατεμένα πρόσωπα και τα φοβισμένα βλέμματα, που με τόση εμπάθεια ο Νίκος Μαστοράκης πάσχιζε να εξευτελίσει και να εκθέσει στα μάτια της κοινής γνώμης, μεγάλωσαν. Έγιναν πολιτικοί, στελέχωσαν τα κόμματα της Αριστεράς αρχικά και δημόσιους οργανισμούς στην συνέχεια, έγιναν ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι, ορισμένοι από αυτούς πολύ επιτυχημένοι παράγοντες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της ελεύθερης αγοράς.
Οι ‘’αλήτες’’, οι κυνηγημένοι και οι καρπαζοεισπράκτορες του σπουδαστικού της ασφάλειας έγιναν κράτος. Το ΕΚΚΕ μετακόμισε στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ εσωτερικού από ένα ισχνό, σχεδόν περιθωριακό, κόμμα της ιντελιγκέντσιας και των εστέτ του Κολωνακίου, μετατράπηκε στον συλλογικό διανοούμενο της Μεταπολίτευσης.
Το Πολυτεχνείο από σύμβολο ελευθερίας και εξέγερσης απέναντι στην τυραννία, την κάθε είδους τυραννία και όχι μόνο της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, (αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος των συμβόλων, να μιλάνε για κάτι ευρύτερο από το συγκεκριμένο και το ειδικό), μετατράπηκε στο ιδεολογικό άλλοθι μίας ολόκληρης γενιάς στην προσπάθεια της να ανελιχθεί και να καταξιωθεί κοινωνικά, επιβάλλοντας συγχρόνως την δική της τυραννία, μίας τυραννίας υποδόριας και ανεπαίσθητης, ‘’γλυκιάς’’ και σχεδόν ακαταμάχητης.
Καμιά φορά σε πιάνει απελπισία όταν συνειδητοποιείς ότι οι νεκροί του Πολυτεχνείου, όχι μόνο έμειναν αδικαίωτοι, αλλά αποτέλεσαν το βάθρο που βρήκαν ορισμένοι, δυστυχώς καθόλου λίγοι, να θεμελιώσουν τις πολιτικές τους καριέρες.
Η ‘’εκφωνήτρια’’, το ‘’θείον βρέφος’’ ο ‘’μεγάλος συγγραφέας’’, ‘’ο εκδότης’’ και τόσοι άλλοι που μπορούμε να αναφέρουμε, δεν αποτελούν εξαιρέσεις ούτε και μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι πιστές απεικονίσεις μίας ολόκληρης γενιάς που σάπισε και μαζί της σάπισε και την χώρα.
Αυτοί που κάποτε όμνυαν στο όνομα της κοινωνικής απελευθέρωσης και ετοιμάζονταν να θάψουν ,οριστικά, τον καπιταλισμό, μετατράπηκαν στους σημερινούς μεταμοντέρνους, σοσιαλφιλελεύθερους ευρωπαϊστές, ‘’της Αριστεράς και της Προόδου’’.
Η ‘’αταξική κοινωνία’’ έγινε ‘’εκσυγχρονισμός’’, η ‘’αγροτιά’’, η ‘’εργατιά’’ και ο ‘’΄Λαός’’ αντικαταστάθηκαν από τα παρασιτικά μεσοαστικά στρώματα της ύστερης μεταπολίτευσης, στα οποία είχε ανατεθεί ο ‘’ιστορικός ρόλος’’ του εξευρωπαϊσμού της χώρας, με τον ίδιο, ακριβώς, μηχανιστικό τρόπο που το προλεταριάτο κάποτε θα έφερνε τον κομμουνισμό (μία ακόμη νεανική ιδεοληψία των σημερινών 60άρηδων της γενιάς του πολυτεχνείου).
Η ‘’επάρατη’’, αυταρχική Δεξιά του μεταπολέμου κάποια στιγμή εξέπνευσε κάτω από το συντριπτικό βάρος των κριμάτων και των αμαρτιών της. Από ένοχη έγινε ενοχική, αδύναμη να ανταποκριθεί στην μάχη της ιδεολογική ηγεμονίας κατά την περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης. Έτσι το ιδεολογικό και στην συνέχεια το πολιτικό κενό, το κάλυψαν οι δυνάμεις της ‘’ανανέωσης’’. Από την επάρατη Δεξιά των εθνικοφρόνων περάσαμε στην μεταπολιτευτική κεντροαριστερά της ‘’προόδου’’, με την γενιά του πολυτεχνείου ν αποτελεί τον σκληρό της πυρήνα.
Ας ευχηθούμε, οι δυνάμεις της ‘’προόδου’’ και του εκσυγχρονισμού της γενιάς του πολυτεχνείου ότι θα έχουν, κάποια στιγμή, την ίδια κατάληξη με την εθνικοφροσύνη των ελλήνων χριστιανών, γιατί τα κρίματα, δυστυχώς, είναι πολλά…