Ο νέος εμπορικός πόλεμος μόλις κηρύχθηκε. Φαινομενικά αντιπαραθέτει την Ε.Ε. προς την Κίνα, όμως πίσω από την επιφάνεια αποκαλύπτεται ότι μεγαλύτερο θύμα του κινδυνεύει να αποδειχθεί… η Γερμανία.
Εξού και η χώρα του Όλαφ Σολτς κατέβαλε προσπάθειες μέχρι την τελευταία στιγμή στις Βρυξέλλες, ώστε να αποτρέψει τα χειρότερα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Τετάρτη, έπειτα από έρευνα σχεδόν εννέα μηνών για αθέμιτες ενισχύσεις, την προσωρινή επιβολή επιπρόσθετων δασμών, της τάξεως του 17,4% έως 38,1%, στα εισαγόμενα κινεζικά ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα από τον Ιούλιο.
Προτού συμπληρωθεί ένας μήνας από την ανακοίνωση της πρόθεσης των ΗΠΑ να τετραπλασιάσουν τους δασμούς στα κινεζικά ηλεκτροκίνητα στο 100%, οι Βρυξέλλες ανέφεραν πως θα καταπολεμήσουν αυτές που χαρακτήρισαν “υπέρμετρες κρατικές επιδοτήσεις” επιβάλλοντας επιπρόσθετους δασμούς, που θα κυμανθούν από το 17,7% για τα οχήματα της BYD έως το 38,1% για αυτά της SAIC, πέραν των ισχυόντων δασμών 10% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα.
Όσον αφορά τους άλλους κατασκευαστές, αναμένεται να επιβληθεί ένας μέσος δασμός 21%, ανάλογα με το ύψος των δημόσιων επιδοτήσεων που έχουν λάβει.
Προσφυγή στον ΠΟΕ
Η κινεζική αντίδραση ήταν ασφαλώς οργισμένη.
Η ανακοίνωση της Κομισιόν βασίζεται σε “ανακριβή προσχήματα” και δεν θα έχει μόνο οικονομικές συνέπειες για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και θα καθυστερήσει την επίτευξη των στόχων για το κλίμα, δήλωσαν στο κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua πηγές της κινεζικής αυτοκινητοβιομηχανίας και ειδικοί του κλάδου.
Λαμβάνοντας υπόψη “την οικονομική δομή και τα μεγέθη τους, η Κίνα και η Ε.Ε. το καλύτερο θα ήταν να συνεργαστούν σε μείζονα οικονομικά και εμπορικά ζητήματα. Θα ήταν πιο οικονομικά αποδοτικό για την Ε.Ε. να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της Κίνας, προκειμένου να αναπτύξει τη δική της βιομηχανία παραγωγής”, τονίζεται στο άρθρο που μετέδωσε το πρακτορείο “Νέα Κίνα”.
Εκφράζοντας τη “βαθιά ανησυχία και τη λύπη της” για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κινεζική κρατική αυτοκινητοβιομηχανία SAIC Motor κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποφύγει “την τοποθέτηση τεχνητών εμποδίων στο εμπόριο των οχημάτων νέας ενεργειακής τεχνολογίας”, αλλά να υπερασπισθεί ένα ισότιμο εμπορικό περιβάλλον.
Σε επίσημο επίπεδο, η Κίνα ανακοίνωσε δια του εκπροσώπου του υπουργείου Εμπορίου, Χε Γιαντόνγκ, ότι “επιφυλάσσεται του δικαιώματός” της να προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να υπερασπιστεί αποφασιστικά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των κινεζικών επιχειρήσεων”.
Όπως πρόσθεσε ο ίδιος, η απόφαση της Κομισιόν στερείται κάθε “νομικής και πραγματικής βάσης” και “βλάπτει όχι μόνον τα θεμιτά δικαιώματα και συμφέροντα της κινεζικής βιομηχανίας ηλεκτροκίνητων οχημάτων, αλλά θα δημιουργήσει επίσης στρέβλωση των αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ε.Ε.”.
“Σπιράλ προστατευτισμού”
Αλλά δεν ήταν μόνο η κινεζική πλευρά που επεφύλαξε αρνητική υποδοχή στις αποφάσεις της Κομισιόν.
“Αυτή η απόφαση για πρόσθετους εισαγωγικούς δασμούς είναι ο λάθος τρόπος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βλάπτει έτσι τις ευρωπαϊκές εταιρείες και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Ο προστατευτισμός κινδυνεύει να ξεκινήσει ένα σπιράλ: οι δασμοί οδηγούν σε νέους δασμούς, στην απομόνωση και όχι στη συνεργασία”, δήλωσε ο επικεφαλής της BMW.
“Οι αντισταθμιστικοί δασμοί γενικά δεν είναι κατάλληλοι για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας μακροπρόθεσμα και τους απορρίπτουμε. Το χρονοδιάγραμμα της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι επιζήμιο για την τρέχουσα χαμηλή ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα στη Γερμανία και την Ευρώπη. Οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της απόφασης υπερτερούν σε σχέση με τα ενδεχόμενα οφέλη για την ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία”, αναφέρει ανακοίνωση της Volkswagen.
Από την πλευρά της η Stellantis ανακοίνωσε ότι “ως παγκόσμια εταιρεία, πιστεύει στον ελεύθερο και θεμιτό ανταγωνισμό σε ένα παγκόσμιο εμπορικό περιβάλλον και δεν υποστηρίζει μέτρα που συμβάλλουν στον παγκόσμιο κατακερματισμό”.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκαν οι γαλλικές αντιδράσεις. “Η αγορά της Ε.Ε. είναι η πιο ανοιχτή στον κόσμο. Ωστόσο, στο πλαίσιο του ιστορικού μετασχηματισμού που αντιμετωπίζει, ο τομέας δεν χρειάστηκε ποτέ περισσότερο ίσους όρους ανταγωνισμού. Να υπάρχει ανταγωνισμός, ναι, αλλά θεμιτός ανταγωνισμός. Οι κατευθυντήριες γραμμές των Ευρωπαϊκών Αρχών υπέρ των πλήρως ηλεκτρικών οχημάτων από το 2035 μας οδηγούν σε ενίσχυση της απαίτησης υπεράσπισης των ευρωπαϊκών συμφερόντων έναντι κάθε πιθανής μη ανταγωνιστικής πρακτικής”, σχολίασε η Plateforme Αutomobile που συνασπίζει τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία.
Με άλλα λόγια, η Γαλλία με το διαρκώς μειούμενο μερίδιο αγοράς στη διεθνή αυτοκινητοβιομηχανία ενθαρρύνει τις κινήσεις της Κομισιόν, ενώ η Γερμανία προσβλέπει σε μεταφορά τεχνογνωσίας από την Κίνα, δεδομένων των δεσμών που της προσφέρει η αντοχή της στις εξαγωγές ενδιάμεσων αγαθών (μηχανολογικού εξοπλισμού κ.ο.κ.). Και όλα αυτά καλύπτονται από μια συζήτηση γύρω από τον ρόλο των κρατικών ενισχύσεων, όταν η Κίνα αποκτά ούτως ή άλλως σαφή υπεροχή στον χώρο της τεχνολογικής καινοτομίας, λόγω των εκατομμυρίων μηχανικών που παράγει κάθε χρόνο το εκπαιδευτικό της σύστημα.
Χρηματοπιστωτικές κυρώσεις και από την G7
Κοντά σε αυτά έρχονται και οι γεωπολιτικές περιπλοκές. Η Ομάδα των Επτά (G7) μόλις δεσμεύθηκε, σύμφωνα με το προσχέδιο συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής της Απουλίας, να λάβει μέτρα κατά των κινεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που βοήθησαν τη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters, οι ηγέτες της Βρετανίας, του Καναδά, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών αναφέρθηκαν επίσης σε κυρώσεις κατά οντοτήτων που συνέβαλαν ώστε η Ρωσία να παρακάμψει τις πετρελαϊκές κυρώσεις, βοηθώντας την στη μεταφορά πετρελαίου.
Ως προς τις επικείμενες κυρώσεις, τονίζεται πως θα περιοριστεί η πρόσβαση ατόμων και οντοτήτων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας, στα χρηματοπιστωτικά συστήματα των χωρών των G7.
Επιπλέον, στο εμπορικό σκέλος, προέκυψαν ανησυχίες σχετικά με την υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα (overcapacity) της Κίνας, η οποία καταγγέλλεται ότι στρεβλώνει τις αγορές. Το προσχέδιο δήλωσης τονίζει πως η G7 δεν προσπαθεί να βλάψει την Κίνα ή να ανακόψει την οικονομική ανάπτυξή της, όμως θα “συνεχίσει να προβαίνει σε ενέργειες προκειμένου να προστατεύσουμε τις βιομηχανίες μας από αθέμιτες πρακτικές”.
ΠΗΓΗ: capital.gr