Γράφει ο Ceteris Paribus
Οι περισσότεροι πρωθυπουργοί που «ορκίστηκαν» ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, τελικά έκαναν εκλογές νωρίτερα ή και πολύ νωρίτερα. Από την άλλη, σπανίως μια κυβέρνηση στέργει στο αίτημα της αντιπολίτευσης για πρόωρες εκλογές, εκτός αν έχει χάσει τελείως τον έλεγχο των εξελίξεων. Στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής κρίσης, οι εκλογές γίνονται είτε εξαιτίας της κορύφωσης ενός πολιτικού αδιεξόδου είτε ενόψει ενός τέτοιου αδιεξόδου. Ο «κανόνας» αυτός θα καθορίσει πότε θα γίνουν οι επόμενες ελληνικές εκλογές.
Η εφαρμογή του «κανόνα» παραπέμπει σε εκλογές πιθανότατα το φθινόπωρο του 2018: Τότε θα έχει ωριμάσει και θα είναι ακόμη «ζεστά» τα αποτελέσματα απ’ ό,τι μπορεί να ισχυριστεί η κυβέρνηση ότι είναι επίτευγμά της. Ταυτόχρονα, τότε θα ωριμάζει ένα αδιέξοδο που δεν θα είναι ακόμη ορατό, αλλά που θα είναι με ενοχλητικό τρόπο πασιφανές το 2019.
2018: «Θρίαμβος» πληρωμένος με… αίμα και δάκρυα
Η κυβερνητική «αφήγηση» (έχω εξηγήσει γιατί ο όρος αυτός παραπέμπει σε υποβιβασμό της πολιτικής σε επικοινωνιακό τέχνασμα), ανεξάρτητα από το πόσο πειστική είναι, είναι απλή και εύληπτη: Κάνουμε πράγματα οδυνηρά για τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Ωστόσο, εξαντλούμε τα περιθώρια να τα περιορίσουμε και -κυρίως- εξαντλούμε τα περιθώρια για τη στήριξη των πλέον αδύναμων. Ως προς το πρώτο σκέλος της, αυτή η «αφήγηση» είναι αυταπόδεικτη: Πράγματι, η κυβέρνηση συμφωνεί, νομοθετεί και υλοποιεί επώδυνα μέτρα. Όλες οι πολιτικές ελπίδες του κυβερνώντος κόμματος εξαρτώνται από το πόσο πειστική θα γίνει αυτή η «αφήγηση» ως προς το δεύτερο σκέλος της. Από αυτό εξαρτώνται απόλυτα τόσο η εκλογική του επίδοση όσο και η πολιτική του επιβίωση.
Τούτων δοθέντων, η πολιτική αξιοπιστία και η εκλογική ισχύς του κυβερνώντος κόμματος θα δοκιμαστούν το 2018 από μια οξεία αντίφαση: μόνο με ακόμη περισσότερο «αίμα και δάκρυα» η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει τους «θριάμβους» που χρειάζεται. Για να έχει ευτυχή κατάληξη το πολιτικό πρότζεκτ της «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια, απαιτούνται πολύ καλές αποδόσεις στα δημόσια έσοδα μέχρι και τον Μάιο-Ιούνιο που θα κλείσει η σχετική συμφωνία, μέχρι το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο, αλλά και μέχρι την προκήρυξη εκλογών, ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να εξαγγείλει ότι τον επόμενο Δεκέμβριο θα ξαναμοιράσει «κοινωνικό μέρισμα». Μόνο έτσι θα μπορεί να ισχυριστεί ότι «Έβγαλα τη χώρα από τα μνημόνια, νομοθέτησα το αναπόφευκτο, κάνω το καλύτερο για τους κοινωνικά αδύναμους και ανοίγω το δρόμο για τις ‘‘καλύτερες μέρες’’». Η γαρνιτούρα της εξόδου στις αγορές με «λογικό» επιτόκιο θα κάνει το μείγμα πιο εύγευστο (κι εδώ πράγματι, για την κυβέρνηση -κι όχι για την οικονομία- δεν είναι απαραίτητο το QE).
Όπως έχουμε εξηγήσει στο προηγούμενο άρθρο μας, ήδη το πρόγραμμα θα είχε καταρρεύσει -όπως και η επιχείρηση «κοινωνικό μέρισμα»- χωρίς την υπεραπόδοση όχι των εσόδων γενικώς, αλλά των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης ειδικώς: πάνω από 4 δισ. ευρώ εισπράχτηκαν από οφειλές προηγούμενων ετών το 2017 για να εξασφαλιστεί το «κοινωνικό μέρισμα», χάρη στον εκβιασμό της γενίκευσης των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης, αλλά και χάρη στην άμεση εισπρακτική τους απόδοση. Το 2018 τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης θα πρέπει να πάρουν διαστάσεις «κοινωνικής μάστιγας» για να αποφευχθεί κάποιο «ατύχημα» στη συμφωνία για την «καθαρή έξοδο» αλλά και για να μπορεί η κυβέρνηση να εξασφαλίσει «κοινωνικό μέρισμα» για τον επόμενο Δεκέμβριο. Χωρίς αυτά τα δύο, δεν υπάρχει ούτε «αφήγηση» ούτε σενάριο για αξιοπρεπή εκλογική επίδοση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ζήσει ή θα πεθάνει με αυτή την αντίφαση…
Η «κατάλληλη στιγμή»
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το 2018 οι δανειστές θα συναινέσουν στην απόδοση «κοινωνικού μερίσματος». Με το «μεταμνημονιακό» πλαίσιο συμφωνημένο, με την Ελλάδα εκτός προγράμματος και με το στοίχημα της εξόδου στις αγορές να αποκτά υπαρξιακή σημασία, δεν θα κάνουν στον Αλέξη Τσίπρα πολιτικά «δώρα» ελαφρά τη καρδία.
Το γεγονός αυτό, από μόνο του, θα μπορούσε να καθορίσει το χρόνο των εκλογών. Αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελπίζει σε συναίνεση των δανειστών στη απόδοση «κοινωνικού μερίσματος», τότε μπορεί μόνο να ελπίζει στην επίτευξη επιδόσεων που θα κάνουν πειστική την εξαγγελία του, ώστε τυχόν μη απόδοσή του να βαρύνει την επόμενη κυβέρνηση…
Επιπλέον, από 1/1/2019 θα αρχίσει να υποσκάπτει τα κυβερνητικά ποσοστά η συμφωνημένη ήδη νέα, δραστική μείωση των συντάξεων. Αν για εκατομμύρια ανθρώπους το βασικό τους άγχος είναι το «μαστίγιο» της εφορίας, για άλλους τόσους η βασική ελπίδα είναι η σύνταξη του παππού και της γιαγιάς – από την οποία δεν ζουν μόνο οι ίδιοι, αλλά και εξαρτώμενα (από αυτούς!) μέλη.
Με βάση τα σημερινά διαθέσιμα στοιχεία, λοιπόν, όλες οι λογικές αναγωγές παραπέμπουν σε εκλογές στα τέλη του επόμενου φθινοπώρου και αφού πρώτα πραγματοποιηθεί η πλέον θριαμβευτική από την προ της κρίσης περίοδο έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις εκλογές – για να στεφανώσει το success story της «καθαρής εξόδου».
Εξακολουθούν βέβαια να «παίζουν» και τα άλλα δύο σενάρια: Η συμφωνία για την «καθαρή έξοδο» να είναι τόσο βαριά, ώστε να υποχρεώσει την κυβέρνηση σε άμεση προσφυγή στις κάλπες -σενάριο αστάθειας πριν την έξοδο από το πρόγραμμα, που με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι μάλλον απίθανο. Πιστεύω μάλιστα, πως όσο πιο «βαριά» είναι η συμφωνία, τόσο πιο κοντά έρχονται οι εκλογές το φθινόπωρο.
Το άλλο σενάριο είναι οι εκλογές στο διάστημα από την άνοιξη έως το Σεπτέμβριο του 2019 (με πλήρη εξάντληση της τετραετίας!). Είναι το δεύτερο πιθανότερο. Η κυβέρνηση θα καταφύγει σε αυτό αν οι κοινωνικές και πολιτικές (δημοσκοπικές) συνέπειες από το «αίμα και δάκρυα» του 2018 είναι τόσο δυσμενείς, ώστε να μην εξασφαλίζουν αξιοπρεπή εκλογική επίδοση. Σε αυτή την περίπτωση, θα αναγκαστεί να στραφεί σε μια τακτική «μεταμνημονιακής ανταρσίας» παίρνοντας μονομερή μέτρα υπέρ των αδυνάτων… Αλλά γι’ αυτό είναι πρόωρο να μιλήσουμε αυτή τη στιγμή.