Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Παρ’ ότι η φετεινή ανακοίνωση των εισακτέων στα Α.Ε.Ι. & Τ.Ε.Ι. συνέπεσε με ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και τον διορισμό της πρώτης -έστω και υπηρεσιακής- Ελληνίδος πρωθυπουργού, πάλι το θέμα κυριάρχησε στα κοινωνικά δίκτυα με τους ευτυχείς γονείς να μην μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους! Μάλιστα, μέχρι και συγχαρητήριες ανακοινώσεις δημάρχων είδα! Προσωπικώς, αν είχα παιδιά, θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός αν έβλεπα τέτοιες ανακοινώσεις…
Όμως, δεν έχω παιδιά. Ίσως γι’ αυτό δυσκολεύομαι να αντιληφθώ το πάθος των γονιών για την εισαγωγή των παιδιών τους σε πανεπιστήμια τόσο απαξιωμένα όσο τα ελληνικά. Βεβαίως, το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Η κοινωνία μας πάντοτε είχε σε μεγάλη υπόληψη τους τίτλους και αφού τίτλοι ευγενείας -καλώς- δεν υπάρχουν, μένουν μόνον οι ακαδημαϊκοί! Προσωπικώς έχω σε πολύ μεγαλύτερη υπόληψη τους τίτλους ζωής, όσα δηλαδή δημιουργεί, κατακτά και προσφέρει ένας άνθρωπος με την εργασία και την γενικότερη κοινωνική του δράση (στην πραγματικότητα εργασία είναι και αυτή). Αλλά, αφού δεν είμαι πτυχιούχος Α.Ε.Ι. ίσως να είμαι αρνητικώς προκατειλημμένος…
Όμως, ειλικρινώς, ας μου πει κάποιος, πόση αξία μπορεί να έχει το πτυχίο ενός φοιτητή που εισήχθη με μέσο όρο βαθμολογίας 1,13;!!! Ο νέος αυτός θα «σπουδάσει» στο Τμήμα Διοίκησης Οικονομίας και Επικοινωνίας Πολιτιστικών και Τουριστικών Μονάδων του Τ.Ε.Ι. Αμφίσσης, ενώ άλλος, με μέσο όρο βαθμολογίας 3,3 εισήχθη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου! Όπως αναφέρει σχετικό άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φέτος, συνολικώς 106 τμήματα (92 ΤΕΙ και 14 πανεπιστήμια) από τα 463 -δηλαδή το 23%- θα δεχθούν φοιτητές με βαθμό χαμηλότερο του 10!!! Με δυο λόγια, θα υπάρχει σημαντικός αριθμός φοιτητών που κανονικώς δεν θα έπρεπε ούτε το Λύκειο να έχουν τελειώσει.
Ένας καλόπιστος τρίτος θα απορούσε πως κατάφεραν τα παιδιά αυτά να πάρουν απολυτήριο Λυκείου. Εγώ δεν απορώ. Ουδείς εξ όσων έχουν εμπειρία από το εκπαιδευτικό μας σύστημα πρέπει να απορεί γιατί η απάντηση είναι απλή: αφού το Λύκειο έχει μετατραπεί σε δημόσιο φροντιστήριο για την προετοιμασία των μαθητών να συμμετάσχουν στις Πανελλαδικές, έχει χαθεί κάθε ουσιώδης εκπαιδευτική διαδικασία! Καθηγητές και μαθητές, επί 3 χρόνια, αντί να ασχολούνται με την αφομοίωση ουσιωδών γνώσεων και -το κυριότερο- με την ανάπτυξη μηχανισμών αναζητήσεως και προσλήψεως της γνώσεως, αντί να αναπτύσσουν και να καλλιεργούν την κριτική σκέψη, ασχολούνται μόνο με την παπαγαλία αποστήθιση της ύλης των εξετάσεων και την βαθμοθηρία. Αυτά απαιτεί το -εγκληματικό και ισοπεδωτικό- σύστημα εξετάσεων, αυτά επιθυμούν -εν τη αγνοία τους- γονείς και μαθητές, αυτά προσφέρουν -ευχαρίστως- οι καθηγητές!
Όμως, η ορθή διαδικασία αναζητήσεως της αληθούς γνώσεως (η μεταγνώση, όπως την θέλει η σύγχρονη ορολογία) και, κατά συνέπεια, η ανάπτυξη κριτικής σκέψεως, είναι το μόνον ασφαλές υπόβαθρο για τη δημοκρατία, αλλά και η μόνη ασφαλής μέθοδος για την ανάπτυξη! Εδώ και 40 χρόνια, ήδη από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, η εκπαιδευτική διαδικασία έχει πάψει να παράγει παιδεία[1]. Μόνος στόχος είναι η εισαγωγή στα Α.Ε.Ι. και η απόκτηση του πολυπόθητού πτυχίου, ως συμβόλου κοινωνικής ανόδου, ακριβώς όπως το ακριβό αυτοκίνητο, το σπίτι σε καλή περιοχή, το εξοχικό, οι διακοπές στη Μύκονο κλπ.
Η σωρεία ρυθμίσεων και αλλεπάλληλων μεταρρυθμίσεων -ων ουκ έστιν αριθμός!- που εισήγαγαν οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., απλώς επιβεβαίωσαν την τάση αυτή και έκαναν την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Κάθε υπουργός παιδείας (διαβάζεται και ως αστείο…) θεωρούσε υποχρέωση του να μεταρρυθμίσει το σύστημα που κληρονόμησε από τον προκάτοχό του. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να απαριθμήσει αυτές τις -κατ’ όνομα μόνο- μεταρρυθμίσεις. Άλλωστε, δεν είχαν την ελάχιστη ουσιώδη διαφορά μεταξύ τους, αλλά μόνο μία βασική ομοιότητα: κάθε νέα ρύθμιση οδηγούσε την εκπαίδευση σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα!
Το αποτέλεσμα της τραγικής εκπαιδευτικής πολιτικής του φαύλου και ανίκανου πολιτικού συστήματος της μεταπολιτεύσεως τα ζούμε καθημερινώς! Σημαντικό ποσοστό των αποφοίτων του Λυκείου, είναι «λειτουργικώς αναλφάβητοι», δηλαδή γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση, αλλά αδυνατούν να καταλάβουν και να χρησιμοποιήσουν σύνθετες έννοιες, οι οποίες όμως είναι απαραίτητες για την κατανόηση του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Με δυο λόγια, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των συμπολιτών μας δεν μπορεί να κατανοήσει τις πραγματικές αιτίες όσων συμβαίνουν γύρω μας, αδυνατεί να αντιληφθεί τους απλούς νόμους της ιστορικής εξελίξεως και το νόημα του πολιτισμού.
Μοιραίως, οι άνθρωποι αυτοί ρέπουν προς απλοϊκές ερμηνείες των πάντων και με ευκολία καταλήγουν να πιστεύουν -με το φανατισμό της άγνοιας- ανόητες θεωρίες συνωμοσίας, να γίνονται θρησκόληπτοι ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να είναι εντελώς αδιάφοροι για τις κοινωνικές εξελίξεις. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν το ιδανικό ακροατήριο για τα πολιτικά άκρα αφού, για τον απλοϊκό τρόπο σκέψεως τους, οι ολοκληρωτικές και ισοπεδωτικές αντιλήψεις -δοσμένες κυρίως μέσω πατριωτικών και θρησκευτικών συμβόλων κλπ.- μοιάζουν απολύτως φυσιολογικές και δίκαιες. Στις επόμενες εκλογές, τα δύο άκρα θα λάβουν ποσοστό που -αθροιστικώς- θα ανέλθει ίσως και άνω του 20%! Μην ψάχνουμε αλλού τις αιτίες, απλώς ας αναρωτηθούμε για την ποιότητα της παιδείας μας…
[1] Είναι απορίας άξιο πως ο -κατά τα λοιπά- εξαίρετος και έντιμος Γεώργιος Ράλλης αποδέχθηκε το ρόλο του «εκτελεστή» της δημοσίας εκπαιδεύσεως! Ο άνθρωπος που εξέφραζε τον εκσυγχρονισμό σε μια εποχή που ο όρος ήταν εκτός πολιτικού λεξιλογίου, ο άνθρωπος που εξέφραζε τον πολιτικό πολιτισμό και την μετριοπάθεια, έγινε -άγνωστο γιατί- ο εισηγητής μιας εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως που άνοιξε τον δρόμο για την κατάρρευση της παιδείας. Όμως, μην ξεχνάμε και την καταστροφή που επέφεραν οι πλέον γνωστοί διάδοχοί του: Ελευθέριος Βερυβάκης, Απόστολος Κακλαμάνης, Γεώργιος Παπανδρέου, Γεώργιος Σουφλιάς, Γεράσιμος Αρσένης, Μαριέτα Γιαννάκου κα.