Του Ετιέν Μπαλιμπάρ*
Πού, πότε και πώς διαμορφώθηκε η έννοια του ρατσισμού; Φαίνεται ότι η απαρχή της βρίσκεται σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μεταξύ του 1933 και του 1934, στο οποίο ο Μάγκνους Χίρτσφελντ παρουσίασε τη «φυλετική θεωρία» ως τη βάση αυτού που ο Χίτλερ εννοούσε ως φυλετικό πόλεμο. Η λέξη, λοιπόν, γεννήθηκε στη Γερμανία, σε επαφή με το πρώτο της αντικείμενο: το ρατσισμό του κράτους των ναζί συνεπικουρούμενο από το μύθο της Άριας φυλής, που αρχικά στρεφόταν εναντίον των Εβραίων, αλλά και άλλων «υποδεέστερων» ανθρώπων και λαών.
Σύντομα, το 1938, ο όρος εμφανίστηκε και στα αγγλικά, στη μετάφραση του βιβλίου του Χίρτσφελντ. Μέσω διαφορετικών θεωρητικών συνεισφορών, απέκτησε το σύνηθες, διεθνές του νόημα, δηλαδή την προκατάληψη ότι υπάρχουν εκ γενετής ανισότητες μεταξύ ομάδων ανθρώπων.
Ένας γάλλος φιλόσοφος που ασχολήθηκε ενδελεχώς με αυτά τα ερωτήματα, ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, εντόπισε αυτό που αποκάλεσε τις δύο «ασύμμετρες εμφανίσεις» της λέξης «ρατσισμός» στη Γαλλία. Η πρώτη, μια σχετικά επεισοδιακή εμφάνιση (1895 – 1897), αντιστοιχούσε στην ίδρυση της «Γαλλικής Δράσης» και στη δημιουργία της «ολοκληρωτικής εθνικιστικής» εφημερίδας της γαλλικής άκρας δεξιάς, «La Libre Parole». Οι υποστηρικτές αυτού του ρεύματος σκέψης, το οποίο προπαγάνδιζε ενεργά τον αντισημιτισμό στη Γαλλία, αλλά επίσης διατηρούσε στενές σχέσεις με αποικιακά εδάφη, ονόμαζαν τους εαυτούς τους «ρατσιστές», με την έννοια ότι αντιπροσώπευαν τη «γαλλική φυλή», που έπρεπε να διατηρηθεί και να αμυνθεί ενάντια στον εκφυλισμό. Στη συνέχεια, μεταξύ 1925 και 1935, οι όροι «ρατσισμός» και «ρατσιστής» ξαναεμφανίστηκαν, λαμβάνοντας ένα ευρύτερο νόημα, υποδηλώνοντας τη θεωρία του γερμανικού φασισμού και αντιστοιχώντας στο επίθετο – κλειδί, «vφlkisch» (=εθνοτικός).
Η αγγλοσαξονική χρήση του όρου συνέπεσε με αυτό το νόημα, υπό την επιρροή του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Αλλά στη Γαλλία, η εθνικιστική αναφορά παρέμεινε η αποφασιστική: ο λόγος που χαρακτηρίζει το γερμανικού τύπου «ρατσισμό» είναι πλήρως οργανωμένος γύρω από τη διαφορά που τον χωρίζει από το γαλλικό «εθνικισμό». Ο τελευταίος προβάλλεται ως «οικουμενικός» και με «πολιτιστική» βάση εντελώς ξένη στη γερμανική «φυσική» παράδοση, που βασίζεται στην υποτιθέμενη βιολογική ακεραιότητα των «φυλών». Συνεπώς, συναντάμε από τις απαρχές του αντιρατσισμού στη Γαλλία, μια ιδεολογία που είναι η ίδια ξενοφοβική και ουσιοκρατική.
Αμφίσημος λόγος
Αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας, που εδώ απλοποιώ με ακραίο τρόπο, ρίχνει φως στην αμφισημία που μπορεί, σε ένα ορισμένο βαθμό, να χαρακτηρίσει τον αντιρατσιστικό λόγο όσο και το ρατσιστικό. Η αμφισημία του ρατσισμού είναι εμφανής στο γεγονός ότι βασίζεται στην εξιδανίκευση του εαυτού (η κυρίαρχη φυλή) και παράλληλα στην υποτίμηση του άλλου (εκφυλισμός, υπάνθρωπος, πρωτόγονος). Την ίδια αμφισημία συναντάμε και στη σχέση μεταξύ ρατσισμού και οικουμενισμού. Υπερβάλλοντας με ένα σχεδόν μυστικιστικό τρόπο στην αυταπάτη της απόλυτης μοναδικότητας και της οριστικής ανωτερότητας ενός έθνους ή ομάδας εθνών, που θεωρούν τους εαυτούς τους τον «εκλεκτό λαό», ο ρατσισμός βρίσκεται παραδόξως σε αναλογία με τον οικουμενισμό, εφόσον ο οικουμενισμός αναζητά να εγγράψει αυτή την ανωτερότητα στο πλαίσιο ενός σχήματος οικουμενικής ιστορίας ή φυσικής εξέλιξης όλης της ανθρωπότητας.
Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο ίδιος ο αντιρατσισμός, όταν υιοθετείται στο πλαίσιο του εθνικισμού -την ιδεολογία που έχει κυριαρχήσει στην εποχή μας-, μερικές φορές φανερώνει τέτοια αμφισημία. Και ό,τι ισχύει για τη γαλλική αποκήρυξη του «γερμανικού ρατσισμού», μέσα σε κλίμα εθνικιστικού ρεβανσισμού, ισχύει επίσης για την αποκήρυξη του ναζισμού από ορισμένες εκ των νικηφόρων δυνάμεων του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, όπως και για την απόρριψη του αποικιακού ρατσισμού από τους εθνικισμούς ορισμένων απελευθερωτικών κινημάτων.
Είναι η έννοια της «φυλής» η οποία, λόγω της εξαιρετικής πολυσημίας της, εξασφαλίζει το πέρασμα από τη μία ρατσιστική περίπτωση στην άλλη, από τη μια αντιρατσιστική στρατηγική στην άλλη. Οι φυλές δεν υπάρχουν, αλλά το σημαίνον «φυλή» υπήρξε για μια ολόκληρη εποχή ο άξονας για ένα όραμα της ιστορίας και για τη σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών αντιλήψεων του κόσμου. Όποιες κι αν είναι οι αντιστροφές του νοήματος ορισμένων λέξεων κατά τη διάρκεια εναλλασσόμενων ιστορικών συγκυριών, αυτές οι αντιστροφές υπονοούν εξίσου την ίδια διερώτηση, που υποδηλώνει η λέξη «φυλή», της σχέσης μεταξύ βιολογικής κληρονομιάς και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας. Είναι ακριβώς αυτό το ερώτημα που σήμερα μοιάζει να έχει εκλείψει, αν και φαίνεται πιο πιθανό να έχει μετατοπιστεί σε άλλους όρους.
Ιστορικές αφετηρίες
Η ιστορία και η κριτική του «ρατσισμού» έχουν χάσει την αθωότητά τους: ξέροντας ότι είναι οι ίδιες ιστορικά και ιδεολογικά προσδιορισμένες, βρίσκονται στη θέση να αντιμετωπίζουν τα αντίποινα και τα εκτυφλωτικά αποτελέσματα της ίδιας της γλώσσας που χρησιμοποιούν. Εν τω μεταξύ, καθώς ο ορισμός του ρατσισμού αποκρυσταλλώνεται, δύο μεγάλες διαμάχες εξελίσσονταν παράλληλα. Η πρώτη αφορούσε τη σχέση μεταξύ «ρατσισμού» και «αντισημιτισμού» και η δεύτερη, τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο σύγχρονος «ρατσισμός» προέκυψε. Αν και η πρώτη διαμάχη κάθε άλλο παρά έχει λήξει, μια σχετική συναίνεση κυριαρχεί στη δεύτερη, συγκλίνοντας στο τέλος του 15ου αιώνα, τη στιγμή της «ανακάλυψης» της Αμερικής. Πρόκειται πράγματι για τη στιγμή εκκίνησης εξευρωπαϊσμού του κόσμου, αλλά και της έναρξης σχηματισμού απόλυτων μοναρχιών (εμβρυακή φάση του έθνους – κράτους), εκκοσμίκευσης του αντισημιτισμού και εξημέρωσης της αριστοκρατίας που ανέπτυξε την ιδεολογία της «καθαρότητας του αίματος».
Μπαίνω στον πειρασμό να σχεδιάσω ένα μεθοδολογικό μάθημα από την τρέχουσα συζήτηση γύρω από την έννοια του «ρατσισμού». Ιστορικά, δεν υφίσταται κάποιος ρατσισμός που εμφανίστηκε στη Δύση μια δεδομένη στιγμή και πρέπει σε κάποια άλλη στιγμή να εξαφανιστεί. Υπάρχουν πολλές διαδοχικές απεικονίσεις τού ρατσισμού, στενά συνδεδεμένες με τις συγκρούσεις μεταξύ πολιτισμών και με βίαιες πολιτικές πρακτικές (ιδιαίτερα με την κρατική βία). Καθεμία από αυτές τις απεικονίσεις εκφράζει τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς που ενυπάρχουν στη μεγάλη προσπάθεια της καθολικής κυριαρχίας: είτε πρόκειται για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Χριστιανισμό, την ευρωπαϊκή διεύρυνση, τους εθνικισμούς, την παγκόσμια αγορά, ή ίσως μεθαύριο τη «νέα τάξη πραγμάτων».
Κάθε ένα από τα παραπάνω αφήνει ένα ίχνος που συμβάλλει στη σύνθεση ενός νέου «ρατσισμού», που πάντα προκύπτει ως «νεορατσισμός». Έτσι, περάσαμε από το θεολογικό αντι-ιουδαϊσμό στον κοσμικό αντι-σημιτισμό, από το βιολογικό ρατσισμό στον πολιτιστικό ρατσισμό, από την αποικιακή βία στο μετα-αποικιακό διαχωρισμό σε λαούς του Νότου. Είτε μας αρέσει είτε όχι, πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για μαρτυρία του γεγονότος ότι τα σχήματα κυριαρχίας, διαχωρισμού και εγχώριου αποκλεισμού είναι ισχυρά εργαλεία ταυτοποίησης -του εαυτού και του άλλου- και, συνεπώς, ιστορικής και συλλογικής μνήμης.
Τελικά, οι αμφισημίες και θεωρητικές αδυναμίες του αντιρατσισμού προφανώς δεν εγείρουν αμφιβολίες για την αναγκαιότητά του. Όπως οι διακυμάνσεις του ρατσιστικού λόγου, που νομιμοποιούν τις διακρίσεις και το διαχωρισμό, δεν μπορούν να αποκρύψουν την αναλογία μεταξύ όλων αυτών των πρακτικών, έτσι η συνέχεια του αντιρατσισμού βρίσκεται, σε μια τέτοια εποχή, βασισμένη στη συνείδηση της ασυμβατότητας του ρατσισμού με την ελευθερία, καθώς και της απαράδεκτης άρνησης ότι είναι εγγενής στην ανθρωπότητα.
* Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ είναι γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος και ο πιο γνωστός μαθητής του Λουί Αλτουσέρ. Το κείμενό του αυτό δημοσιεύτηκε στις 31 Ιουλίου 2014, στο «Eutopia, Institute of ideas».