Στη δεκαετία του 1950, μια ρωμαϊκή νεκρόπολη βρέθηκε στο κέντρο της Βαρκελώνης, που χρονολογείται από τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. Η τοποθεσία, που ονομάζεται Plaça de la Vila de Madrid, ανασκάφηκε ξανά μεταξύ 2000 και 2003, όταν ανακαλύφθηκε ένα ταφικό συγκρότημα περίπου 500 τετραγωνικών μέτρων. Αυτός ο ομαδικός τάφος, που περιείχε τα λείψανα 66 ανθρώπων, είχε στηθεί για να θάβει σκλάβους ή ελεύθερους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα.
Πληρώνοντας ένα μηνιαίο φόρο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, οι Ρωμαίοι στα χαμηλότερα κλιμάκια μπορούσαν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς ταφές. Προβλήματα προέκυπταν, ωστόσο, όταν οι συγγενείς έπρεπε να κάνουν τα υποχρεωτικά τελετουργικά συμπόσια μπροστά στους τάφους, γιατί δεν μπορούσαν όλοι να γιορτάσουν τον νεκρό όπως υπαγόρευε η παράδοση.
Στη νεκρόπολη, εκτός από ανθρώπινα λείψανα, βρέθηκαν και μερικά οστά ζώων, επιβεβαιώνοντας ότι όντως πραγματοποιήθηκαν οι ταφικές τελετές που απαιτούσε ο νόμος -όπως συμπόσια και προσφορές. Οι προσφορές, τα συμπόσια και οι θυσίες ζώων γίνονταν για την παροχή τροφής και προστασίας στους θεούς. Οι αρχαιολόγοι έχουν επίσης ανακαλύψει αγγεία και φυτά μέσα στους τάφους.
Σε μια μελέτη για το ακαδημαϊκό περιοδικό Plos One, με τίτλο «Food for the Soul and Food for the Body: Studying Food Patterns and Funerary Tables in the Western Roman Empire», οι συγγραφείς εξηγούν ότι «η ηλικία, το φύλο, οι προσφορές και η διατροφή των θαμμένων εμφανίζουν κάποιες διαφορές που υποδηλώνουν ότι οι ανισότητες που υπήρχαν στη ζωή είχαν παραμείνει και στις ταφικές τελετουργίες».
Η ανάλυση έδειξε ότι το 30% των ζώων που ταυτοποιήθηκαν ήταν χοίροι, 27,1% βοοειδή, 24,3% κατσίκες και 10% κοτόπουλα. Υπολείμματα ελαφιών, λαγών, κουνελιών και αλεπούδων έχουν επίσης τεκμηριωθεί. Συχνά αυτά ήταν ηλικιωμένα ζώα που θυσιάζανε για να μειωθεί το κόστος του τελετουργικού .
“Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, διότι υποδηλώνει ότι σφαγιάστηκαν μόνο ζώα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς […], επομένως η οικονομική επιβάρυνση της σφαγής θα μπορούσε να ελαχιστοποιηθεί.”
Οι Ρωμαίοι άνδρες δεν έτρωγαν τις ίδιες πηγές πρωτεΐνης – οι άνδρες έτρωγαν γενικά περισσότερο κρέας.
«Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι κοινωνικοπολιτισμικές προτιμήσεις στα τρόφιμα διέφεραν μεταξύ των φύλων ή ότι περισσότεροι άνδρες από γυναίκες είχαν πρόσβαση σε πόρους πλούσιους σε πρωτεΐνες, ίσως λόγω εθίμων, κοινωνικής θέσης, πλούτου ή ιατρικών συμβουλών».
Οι Ρωμαίοι γιατροί συμβούλευαν «να τρώνε διαφορετικά είδη τροφίμων ανάλογα με τη διάθεσή». Οι άνδρες, πίστευαν, ότι ήταν «ζεστοί και ξηροί», γι’ αυτό τους συμβούλευαν να τρώνε «κρύο και υγρό» φαγητό, όπως ψάρια. Οι γυναίκες, από την άλλη, ήταν «κρύες και υγρές», οπότε έπρεπε να τρώνε «ζεστό και ξηρό φαγητό σαν τη βρώμη».
Εν ολίγοις, η μελέτη αποκαλύπτει ότι, «αν και οι προσφορές και τα συμπόσια ορίζονταν από το νόμο, δεν μπορούσαν όλοι να αντέξουν οικονομικά τις πολυτελείς ή πλούσιες προσφορές. Η παρουσία υπολειμμάτων πτηνών και μερίδων πλούσιων σε κρέας υποδηλώνει ότι οι συγγενείς του θανούντος προσπάθησαν να τηρήσουν το νόμο όσο το δυνατόν πιο πιστά». Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι φτωχοί δεν έτρωγαν όπως οι πλούσιοι ούτε μετά θάνατον.