Η αξία της δημοσιογραφικής πληροφορίας για τον αποδέκτη της, όπως και κάθε πληροφορίας άλλωστε, έγκειται στην χρησιμότητά της όσον αφορά…

Ο τίτλος του σημερινού άρθρου είναι το κεντρικό σλόγκαν της νέας επικοινωνιακής στρατηγικής του ΕΟΤ. Όπως έγραψα και στο χθεσινό «υστερόγραφο» επικροτώ τη βασική λογική, αυτή δηλαδή της απλότητας και της ευθύτητας του μηνύματος.

Οι μέρες που θα ακολουθήσουν είναι εξαιρετικά κρίσιμες για την τύχη και το μέλλον της Ελλάδας. Οι πολίτες είδαν στη μέχρι σήμερα θητεία της τρικομματικής συγκυβέρνησης πολύ «διαβούλευση», αλλά κανένα φως και καμία ελπίδα.

Στην αρχή όταν είδα τον Βαξεβάνη σε αυτοσχέδιο βίντεο στο YouTube λίγο πριν από τη σύλληψή του, σκέφτηκα «τι άλλο να κάνει ένας άνθρωπος για να πουλήσει το περιοδικό του!».

Για το εάν κόπηκε η εκπομπή του Αρβανίτη στη δημόσια τηλεόραση o ελληνικός λαός δεν δίνει δεκάρα τσακιστή. Θα φύγει από κει και θα βρει «τηλεοπτική στέγη» σε κάποιο ιδιωτικό «συστημικό» κανάλι.

Την ώρα που η ελληνική οικονομία βιώνει τη μεγαλύτερη ύφεση στα μεταπολεμικά δεδομένα και ενώ τα νοικοκυριά έχουν πρωτοφανείς απώλειες στο εισόδημά τους και την αγοραστική τους δύναμη, οι τιμές καλπάζουν!

Έρχονται στιγμές που τα γεγονότα ξεπερνούν τους όποιους σχεδιασμούς επί χάρτου και είναι η ώρα για τα μεγάλα «ΟΧΙ». Η πολιτική ηγεσία της χώρας βρίσκεται σήμερα ακριβώς σε αυτό το σταυροδρόμι. Έχει αποδειχθεί πως η λογική του «χαμηλού πήχη» και του «ναι σε όλα» δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο σε ένα βασανιστικό παιχνίδι καθυστερήσεων με το χρόνο.

Το γεγονός πως η Χρυσή Αυγή εκμεταλλεύεται τα κενά και την αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος είναι μια εύκολη διάγνωση, που μπορεί να την κάνει ο καθένας πίνοντας τον φραπέ του.

Οι δυο τελευταίες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν τρία βασικά στοιχεία. Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει στην πρώτη θέση στην πρόθεση ψήφου και η Χρυσή Αυγή είναι τρίτο κόμμα.

Ελληνικές εφημερίδες δεν διαβάζω. Τις λίγες φορές που το κάνω είναι για να διαβάσω πίσω από τις «γραμμές». Παρακολουθώ ας πούμε εδώ και χρόνια τη σχέση που έχουν στελέχη της Καθημερινής ( με γνώση ή άγνοια της ιδιοκτησίας της, δεν το ξέρω…) με το δικό μου χώρο, την αγορά της επικοινωνίας.