Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Ένα σκάνδαλο από το κοντινό παρελθόν στο οποίο εμπλέκεται και ο Τούρκος Πρόεδρος, έρχεται να ταράξει τα νερά στην Τουρκία. Μάλιστα, όταν είχε έρθει στο φως η υπόθεση αυτή, η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε κάνει τα πάντα προκειμένου να αποτρέψει την αποκάλυψη της, ενώ από ότι φαίνεται περιπλέκονται ακόμα περισσότερο τα πράγματα μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας.
Ο λόγος για την υπόθεση του Ζαράμπ, ενός τουρκοϊρανού μεγιστάνα που συνελήφθη στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Μάρτιο του 2016, ο οποίος δήλωσε ένοχος και δέχθηκε να συνεργαστεί με την αμερικανική δικαιοσύνη, κατέθεσε για τέσσερις ώρες στη διάρκεια αυτής της δίκης που διεξάγεται στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν, στο περιθώριο των αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν.
Φυσικά η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε επανειλημμένως να αποτρέψει την κατάθεση του Ζάραμπ σχετικά με την υπόθεση παραβίασης των κυρώσεων του Ιράν, ενώ μάλιστα κατηγόρησε απευθείας τον Γκιουλέν, ενώ μάλιστα χαρακτήριζε την δίκη και την ομολογία ως «πολιτική συνομωσία».
Η ομολογία Ζάραμπ
Η υπόθεση αυτή ξεκινά γύρω στο 2008 και έχει ως εξής:
Ξεκινάει με την αγορά από την πλευρά της Τουρκίας μεγάλων ποσοτήτων φυσικού αεριού από το Ιράν, με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ, αρκεί τα χρήματα να κατατίθενται σε συγκεκριμένο (ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ) λογαριασμό και να χρησιμοποιούνται από την Τεχεράνη για την αγορά συγκεκριμένων αγαθών.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια η Τουρκία πολλαπλασίασε στον μεγαλύτερο για εκείνη βαθμό των εισαγωγών φυσικού αερίου από το Ιράν, εμπλέκοντας στο σύνολό του το τουρκικό τραπεζικό σύστημα, στο οποίο κατατίθεντο δισεκατομμύρια ως αντίτιμο.
Από τα χρήματα αυτά, ωστόσο, σύμφωνα με τις αμερικανικές κατηγορίες, το μεγαλύτερο μέρος επέστρεφε στο Ιράν, είτε σε χρυσό είτε σε «δέματα», αφού προηγουμένως είχε παρακρατηθεί μεγάλη μίζα από αξιωματούχους της τουρκικής κυβέρνησης.
Βασικός παράγοντας για όλη αυτήν την υπόθεση ήταν ο Ζαράμπ, ο οποίος λειτούργησε ως ενδιάμεσος μεταξύ Τεχεράνης – Άγκυρας. Όταν λοιπόν συνελήφθη από τις αμερικανικές αρχές και ενώ είχαν προηγηθεί οι τουρκικές αντιδράσεις, ο ίδιος δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα.
Στην ομολογία του κατά την διάρκεια της δίκης ανέφερε πως προσέγγισε τον υπουργό στις αρχές του 2012, όταν θέλησε να επιβάλει τον εαυτό του ως μεσάζοντα-κλειδί σε μια πολλά υποσχόμενη συναλλαγή που θα επέτρεπε στο Ιράν να χρησιμοποιήσει τις πωλήσεις υδρογονανθράκων για διεθνείς πληρωμές του, παρά την απαγόρευση που έχει επιβληθεί στις αμερικανικές και διεθνείς τράπεζες να εμπορεύονται με το Ιράν.
Ο Τσαγκλαγιάν δέχθηκε να βοηθήσει τον Ρεζά Ζαράμπ να γίνει ο κύριος μεσάζων για την τουρκική δημόσια τράπεζα Halkbank, υπό τον όρο διαμοιρασμού των κερδών 50/50 με τον ίδιο. Μάλιστα ο Τουρκοιρανός μεγιστάνας εξήγησε ότι έδωσε συνολικά από 45 έως 50 εκατομμύρια ευρώ, συν περίπου επτά εκατομμύρια δολάρια στον υπουργό από τον Μάρτιο του 2012 έως τον Μάρτιο του 2013.
Από τα εννέα πρόσωπα που κατηγορούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο ένα κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ο πρώην αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Halkbank, Χακάν Ατίλα. Ο Ρεζά Ζαράμπ κατέθεσε πως ο Ατίλα είχε βοηθήσει στην πλαστογράφηση αυτού του παράνομου εμπορίου με τρόπο ώστε η ιρανική προέλευση των χρημάτων να μην μπορεί να εντοπιστεί από τις αμερικανικές τράπεζες, ενώ αποκάλυψε ότι είχε δώσει οδηγίες έτσι ώστε να μην μπορούν να εντοπιστούν οι συναλλαγές αυτές από τις αμερικανικές αρχές.
Σκάνδαλο με οικονομική και πολιτική υφή
Την πολιτική διάσταση της υπόθεσης Ζαράμπ υποδεικνύει η αντίδραση του Ερντογάν στην κατάθεση του κατηγορουμένου για το σκάνδαλο παραβίασης των κυρώσεων, αλλά και των προσπαθειών της τουρκικής κυβέρνησης να συγκαλύψει την κατάθεση. Πέρα όμως από την πολιτική διάσταση έχει δημιουργηθεί και οικονομική διάσταση που απειλεί την οικονομία της χώρας.
Και αυτό γιατί, ο συγκατηγορούμενος του Ζαράμπ από τις αμερικανικές ανακριτικές αρχές είναι ο Μεχμέτ Ατίλα, πρώην στέλεχος της τουρκικής τράπεζας Turkiye Halk Bankasi, που φέρεται να έχει συνεργαστεί μαζί του παραβιάζοντας τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Ο Ζαράμπ κατηγορείται ότι μέσω της Halk Bankasi πραγματοποιούσε συναλλαγές με το Ιράν και τις παρουσίαζε ως εξαγωγές τροφίμων που δεν καλύπτονταν από τις κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης.
Η εμπλοκή, όμως, ενός πρώην τραπεζίτη στην υπόθεση έχει πλήξει την οικονομία της Τουρκίας, ενώ έχει προκαλέσει ομοβροντία προειδοποιήσεων για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Μετά την ελεύθερη πτώση της τουρκικής λίρας που έχει υποτιμηθεί κατά τουλάχιστον 3,8% έναντι του δολαρίου και την εκτίναξη που σημείωσε μέσα στην εβδομάδα το κόστος δανεισμού της Τουρκίας, ο οίκος αξιολόγησης Fitch προειδοποίησε τη γειτονική μας χώρα ότι οι συνεχιζόμενες έρευνες και ανακρίσεις στις ΗΠΑ ενδέχεται να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των τουρκικών τραπεζών.
Η προειδοποίηση συμπίπτει με μια συγκυρία εξαιρετικά πιεστική για την Αγκυρα, καθώς η Ε.Ε. ενδέχεται να συμπεριλάβει την Τουρκία στη μαύρη λίστα των φορολογικών παραδείσων και των χωρών που δεν συνεργάζονται για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Η σχετική ομάδα εργασίας της Ε.Ε., που διερευνά ζητήματα διαφάνειας και φοροδιαφυγής, σκοπεύει να το προτείνει στο συμβούλιο υπουργών Οικονομικών που θα συγκληθεί στις 5 Δεκεμβρίου.
Στην μέγγενη των ΗΠΑ ο Ερντογάν
Οι αμερικανικές αρχές τον κατηγορούν ότι χρησιμοποιούσε το δίκτυο των επιχειρήσεών του για να μεταφέρει χρήματα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ για λογαριασμό των ιρανικών εταιρειών. Παράλληλα, όμως, έχουν υποψίες ότι πολλοί άλλοι αξιωματούχοι της Τουρκίας και στελέχη τουρκικών τραπεζών εμπλέκονται στην υπόθεση και έχουν ενδεχομένως αντλήσει κέρδη δεκάδων εκατ. δολαρίων για να διευκολύνουν το «ξέπλυμα» χρήματος και την παράκαμψη των κυρώσεων κατά του Ιράν.
Η υπόθεση αυτή είναι πολύ σημαντική για την Αμερική καθώς εμπλέκει έστω και έμμεσα τον Ερντογάν σε ένα πολύ μεγάλο σκάνδαλο παραβίασης των κυρώσεων που είχε επιβάλλει η Αμερική στο Ιράν. Το σκάνδαλο αυτό «δένει» διπλωματικά τον Ερντογάν και εμπλέκει το τουρκικό πολιτικό σύστημα με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για την σχέση Άγκυρας – Ουάσινγκτον.