Όταν ξεκίνησε η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (τρόπος του λέγειν δηλαδή), η τιμή του ηλεκτρικού στην χονδρική, ήταν ακριβότερη από την τιμή λιανικής. Πλήρης ανατροπή δηλαδή των κανόνων του εμπορίου, όπου η τιμή χονδρικής με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ασκούνται πολιτικές dumping, είναι η χαμηλότερη. Έτσι όπως ήταν φτιαγμένο το σύστημα της αγοράς, προκειμένου να ευνοεί το μονοπώλιο της ΔΕΗ, αυτή η στρέβλωση δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία, αφού παραγωγός και λιανοπωλητής ήταν ένας και μοναδικός.
Όταν μπήκαν στο παιχνίδι και άλλοι παραγωγοί, η δομή του συστήματος επιτρέπει κάθε είδους χειραγωγήσεις, ώστε η τιμή χονδρικής να διαμορφώνεται σε χαμηλά επίπεδα, ώστε οι ανεξάρτητοι παραγωγοί να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, αφού υποχρεωτικά πουλούν μόνο στη χονδρική αγορά. Μετά ήρθε η κρίση που μείωσε δραματικά τη ζήτηση ηλεκτρικού και μαζί με την κρίση η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και κυρίως των φωτοβολταϊκών.
Έτσι φέτος έχουμε την εξής εικόνα. Όλες οι συμβατικές μονάδες (λιγνίτες, φυσικό αέριο) υπολειτουργούν, μεγάλο μέρος της ζήτησης καλύπτεται από τις ΑΠΕ, με υψηλό όμως κόστος που επιβαρύνονται οι καταναλωτές, ενώ οι τιμές χονδρικής έχουν καταρρεύσει. Για παράδειγμα χθες Πέμπτη , επί 17 ώρες η τιμή χονδρικής ήταν -0- (μηδέν). Επί μία ώρα η τιμή ήταν 15 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες και τις υπόλοιπες έξι μεταξύ 30 και 39 ευρώ. Δηλαδή μεσοσταθμικά κάτω από 10 ευρώ, όταν το κόστος στην ηλεκτροπαραγωγή κυμαίνεται, σύμφωνα με τα όσα διατείνεται η ίδια η ΔΕΗ, μεταξύ 40 και 80 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες. Η εικόνα σύμφωνα με τους ειδικούς θα επαναλαμβάνεται όλο το αμέσως επόμενο διάστημα, όσο δηλαδή η ζήτηση παραμένει χαμηλή, οι ΑΠΕ, λόγω ηλιοφάνειας καλύπτουν μεγάλο ποσοστό της ζήτησης και κυρίως ισχύει το σημερινό στρεβλό σύστημα υπολογισμού της τιμής ηλεκτρικού στην χονδρική.
Πιστεύουμε ότι οσονούπω θα σκάσει και αυτή η βόμβα, λόγω των οικονομικών ελλειμμάτων που έχουν δημιουργηθεί στους λογαριασμούς διαχείρισης των διαχειριστών. Οπότε τα τηλεπαράθυρα θα γεμίσουν από «ειδικούς» και περί τα ενεργειακά και την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι θεωρίες συνωμοσίας για τα «μεγάλα συμφέροντα» θα δίνουν και θα παίρνουν. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι, κατά πόσο είναι λογικό (και θεμιτό) υπό παρόμοιες συνθήκες, να συνεχίζουν να λειτουργούν μονάδες ηλικίας άνω των 40 ετών οι οποίες επιπλέον έχουν βαθμούς απόδοσης ακόμη και κάτω από 28%, ενώ το κυριότερο προϊόν τους είναι το διοξείδιο του άνθρακα. Για να καταλάβουμε δε τι σημαίνει βαθμός απόδοσης, αρκεί να πούμε ότι από τις 100 θερμίδες που εισέρχονται στη μονάδα με τη μορφή καυσίμου (λιγνίτης ή φυσικό αέριο δεν έχει σημασία), μετατρέπονται σε ηλεκτρική ενέργεια μόνο οι 28. Οι υπόλοιπες «χάνονται» με τη μορφή θερμότητας, σκόνης, εσωτερικών απωλειών.
Τελικά είμαστε πολύ «λάρτζ» (για να μην πούμε τι πραγματικά είμαστε).