Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Πρόσφατα εκδόθηκε από τον ΣΕΒ το νέο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο, το οποίο διαπιστώνει μία κατάρρευση της μεσαίας τάξης λόγω της υπερφορολόγησης, της συρρίκνωσης της αποταμίευσης. Ενδεικτικό στοιχείο της κατάρρευσης της μεσαίας τάξης είναι ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό στην διάρκεια της κρίσης (2009-2014) απώλεσε 4 ποσοστιαίες μονάδες του εισοδήματός του (που μειώθηκε λόγω της ύφεσης κατά 30%) λόγω αύξησης της επιβάρυνσης σε φόρους εισοδήματος, πλούτου κ.λπ. και σε ασφαλιστικές εισφορές.
Αναλυτικότερα, η μεγάλη ύφεση των τελευταίων χρόνων, ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την εφαρμογή των Μνημονίων, οδήγησε σε σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών. Ως νοικοκυριά στην ανάλυση αυτή, λογίζονται οι οικογένειες που έχουν εισοδήματα από εξαρτημένη εργασία (μισθωτοί) καθώς και όσοι έχουν εισοδήματα από ατομικές επιχειρήσεις και ελευθέρια επαγγέλματα. Ως ήταν φυσικό, τα νοικοκυριά προσπάθησαν να κρατήσουν την κατανάλωση σε όσο το δυνατόν υψηλότερο επίπεδο, μειώνοντας την αποταμίευσή τους.
Μάλιστα, το 2012 η αποταμίευση των νοικοκυριών μηδενίζεται και έκτοτε γίνεται αρνητική, που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά στηρίζουν το επίπεδο κατανάλωσής τους όχι πλέον με τρέχουσες αποταμιεύσεις αλλά με ρευστοποίηση πλούτου (συσσωρευμένες αποταμιεύσεις). Η μεγάλη μείωση των καταθέσεων της περιόδου, η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία είναι οι συνηθέστερες μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν από τα νοικοκυριά για να στηρίξουν τη μειούμενη κατανάλωσή τους. Την ίδια περίοδο της προσαρμογής, μειώνονται και οι επενδύσεις που κάνουν τα νοικοκυριά, κυρίως σε κατοικίες ή/και σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
Επενδύσεις ύψους €30,4 δισ. το 2006 καλύπτονταν κατά €11,4 δισ. από αποταμιεύσεις και κατά €19,2 δισ. περίπου από δανεισμό. Το 2014 οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει σε μόλις €5,7 δισ. και ο δανεισμός σε €12,3 δισ., δεδομένης της αρνητικής αποταμίευσης κατά €7 δισ. Ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, η τρέχουσα αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών από 7,5% το 2006 διαμορφώνεται πλέον σε -6,6% το 2015, με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης να έχουν θετικό ποσοστό αποταμίευσης. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έχουν ποσοστό αποταμίευσης 4,3% περίπου (που είναι κάτω από το 1/3 περίπου της αποταμίευσης του μέσου νοικοκυριού στην Ευρωζώνη), με τα νοικοκυριά στην Γερμανία και την Γαλλία να έχουν μεγαλύτερες αποταμιεύσεις από Ιταλία και Ισπανία, με τις τελευταίες να βρίσκονται κάτω του μέσου όρου στην Ευρωζώνη.
Η απόκλιση των ελληνικών νοικοκυριών είναι τεράστια και προοιωνίζεται μείωση του βιοτικού επιπέδου στο μέλλον, καθώς δεν μπορεί να συνεχισθεί η στήριξη της κατανάλωσης και των όποιων επενδύσεων κάνουν τα νοικοκυριά, από τα «έτοιμα», και με το τραπεζικό σύστημα να βρίσκεται σε φάση απομόχλευσης. Βεβαίως, η διέξοδος είναι η ανάπτυξη, αν και θα πάρει αρκετά χρόνια για να επιστρέψει η κανονικότητα στην οικονομία, καθώς τα νοικοκυριά θα προσπαθούν να αναπληρώσουν τις χαμένες αποταμιεύσεις τους, να αποπληρώσουν δάνεια, ληξιπρόθεσμες οφειλές κ.ο.κ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2014 οι μισθωτοί συμμετείχαν κατά 33% στο σύνολο του διαθεσίμου εισοδήματος, οι ατομικές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες κατά 32% και οι συνταξιούχοι κατά 20%, ενώ το 2009 η κατανομή ήταν αντίστοιχα 34%, 31% και 17% αντιστοίχως, όπως αναμενόταν. Είναι, επίσης, σημαντικό να αναφερθεί ότι το εισόδημα περιουσίας των νοικοκυριών από € 10,9 δισ. το 2009 μειώθηκε κατά 28% σε € 7,8 δισ. το 2014. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι οι φόροι και οι εισφορές μειώθηκαν σχεδόν οριακά παρά την τεράστια μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών μεταξύ 2009 και 2014 λόγω της συνεχούς αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης διαμορφώνονται πλέον σε 23,4% του εισοδήματος των νοικοκυριών το 2014, έναντι 19,4% το 2009.
Συγκριτικά, πάντως, με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ28), η Ελλάδα, παρά την τεράστια αύξηση της φορο-εισφοροεπιβάρυνσης, απέχει ακόμη αρκετά από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27,7%) και από τον συντελεστή επιβάρυνσης της Ιταλίας (26,2%) και της Ιρλανδίας (24,8%), ενώ είναι στο ίδιο επίπεδο με τον αντίστοιχο συντελεστή της Πορτογαλίας (23,2%). Όταν ο συντελεστής επιβάρυνσης διαχωρίζεται σε φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, στην Ελλάδα το 2014 η φορολογική επιβάρυνση είναι 6% (9,7% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 13,6% στην Ιρλανδία και 7,6% στην Πορτογαλία) έναντι 5% το 2009 (9,1% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 10,8% στην Ιρλανδία και 5,2% στην Πορτογαλία).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ήταν μεταξύ των χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη μεγαλύτερη αύξηση της συγκεκριμένης επιβάρυνσης από το 2009 έως το 2014. Όσον αφορά στην επιβάρυνση του διαθεσίμου εισοδήματος από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, το 2014 στην Ελλάδα ο συντελεστής διαμορφώνεται σε 17,5% (18% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 11,2% στην Ιρλανδία και 15,6% στην Πορτογαλία) έναντι 14,4% το 2009 (17,5% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 10,6% στην Ιρλανδία και 15,8% στην Πορτογαλία). Η διαφορά αυτή υποδηλώνει και την προσπάθεια που πρέπει ακόμη να γίνει για την επέκταση της φοροεισφοροδοτικής βάσης με την πάταξη της φοροδιαφυγής /εισφοροδιαφυγής και την αύξηση των εσόδων από την αναπτυξιακή διαδικασία.
Όλοι οι υπολογισμοί γίνονται για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό (που προφανώς αποτελεί μια στατιστική κατασκευή). Στην πραγματικότητα, υπάρχει ακόμη μεγάλη φοροδιαφυγή και παραοικονομία, όπου εργαζόμενοι και επαγγελματίες απασχολούνται χωρίς να καταβάλλονται εισφορές και φόροι εισοδήματος. Έτσι, οι συνεπείς φορολογούμενοι επιβαρύνονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα ποσοστά στο διάγραμμα 4 υποδηλώνουν, συνταξιούχοι απολαμβάνουν συντάξεις για τις οποίες συνεισφέρουν πολύ λιγότερα απ’ αυτά που εισπράττουν, κ.ο.κ. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να αυξηθεί ο μέσος όρος της επιβάρυνσης, αλλά ταυτόχρονα αυτό να γίνει με το να πληρώσουν αυτοί που δεν πληρώνουν τα αναλογούντα σήμερα.
Με το εισόδημα των νοικοκυριών να διαμορφώνεται σε €153,2 δισ. (χωρίς παροχές σε είδος) και το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα των νοικοκυριών σε €74 δισ. περίπου (στο οποίο πληρώνουν €8,7 δισ. σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, ή 11,8% μέσο φορολογικό συντελεστή), το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η φοροδιαφυγή παραμένει τεράστια.
Είναι, συνεπώς, επιτακτική ανάγκη να επεκταθεί η φορολογική βάση ώστε να πάψουν να επιβαρύνονται υπέρμετρα οι μισθωτοί στα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, που είναι η κοινωνική τάξη που στηρίζει ουσιαστικά όλο το κοινωνικό εποικοδόμημα και που η κατάρρευσή της δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η οικονομία ανά τομέα
Βιομηχανική Παραγωγή: Ενισχύεται περαιτέρω η βιομηχανική παραγωγή τον Ιανουάριο του 2016 (+4,6%), με τη μεταποίηση χωρίς τα πετρελαιοειδή να κινείται ανοδικά για τρίτο συνεχόμενο μήνα (+5,5%), ακολουθώντας τη μικρή, αλλά σταθερή, βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών που καταγράφεται από το φθινόπωρο του 2015 και μετά. Μεταξύ των κλάδων της μεταποίησης, η παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά τον Ιανουάριο του 2016 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι στα μη μεταλλικά ορυκτά (+20,1%), ιδίως στον κλάδο των τσιμέντων (+35,8%), στα ποτά (+19%), τον καπνό (+31,3%) και στα χημικά (+15%). Αναφορικά με τους υπόλοιπους κλάδους της βιομηχανίας, στον ηλεκτρισμό και στην παροχή νερού ο σχετικός δείκτης σημείωσε επίσης άνοδο (+6,8% και +1,5% αντίστοιχα), ενώ στα ορυχεία και λατομεία η παραγωγή υποχώρησε κατά – 13,6%.
Εργατικό δυναμικό: Στο 24% υποχώρησε το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Δεκέμβριο του 2015, έναντι 25,9% τον αντίστοιχο μήνα του 2014 και 24,4% τον Νοέμβριο του 2015. Το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε στους 3.649 χιλ., ενώ ο αριθμός των ανέργων υποχώρησε στους 1.150 χιλ. περίπου, παρουσιάζοντας μείωση -7% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2014 και -1,7% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2015. Ταυτόχρονα, το Δ’ 3μηνο του 2015 ο δείκτης απασχολουμένων στο λιανικό εμπόριο σημείωσε αύξηση σε σύγκριση με το αντίστοιχο 3μηνο του 2014 +0,9%, ενώ ο μέσος ετήσιος δείκτης αυξήθηκε κατά +2,1%. Σημειώνεται ότι, μαζί με τον δείκτη απασχολουμένων στο λιανικό εμπόριο, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε για πρώτη φορά τους δείκτες ωρών εργασίας και μισθών και ημερομισθίων στο λιανικό εμπόριο, για το Δ’ 3μηνο του 2015. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτών των δεικτών, οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν κατά +1,1% το Δ’ 3μηνο του 2015 και κατά +0,8 συνολικά το 2015, οι μισθοί και τα ημερομίσθια υποχώρησαν κατά -2,6% και -0,1% αντίστοιχα.
Τιμές: Μείωση -0,5% σημείωσε ο ΔΤΚ τον Φεβρουάριο του 2016 έναντι μείωσης -0,7% τον προηγούμενο μήνα, κλείνοντας τρία έτη συνεχούς αποπληθωρισμού. Αν και ο ρυθμός μείωσης των τιμών περιορίστηκε κατά το Β’ 6μηνο του 2015, αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των φόρων, ιδίως του ΦΠΑ, καθώς ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή με σταθερούς φόρους από τον Αύγουστο του 2015 μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 κινείται στο επίπεδο από -1,5% έως -2,1%. Σημειώνεται πάντως ότι τον Φεβρουάριο του 2016 ο πυρήνας πληθωρισμού (ΕνΔΤΚ χωρίς διατροφή, ποτά, καπνό και ενέργεια) σημείωσε αύξηση (+0,5%) για πρώτη φορά μετά από 44 μήνες.
Οικοδομική δραστηριότητα: Ανάκαμψη παρουσίασε η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα τον Δεκέμβριο του 2015, έπειτα από έξι μήνες πτωτικής πορείας, με σημαντική αύξηση του όγκου που αντιστοιχεί στις άδειες που εκδόθηκαν κατά +67,3%. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη θετική πορεία κατά τους πρώτους μήνες του 2015, κυρίως σε τουριστικές περιοχές, συνέβαλε στη συγκράτηση της υποχώρησης στο -0,2% στο σύνολο του έτους. Αντίθετα, κατά το Δ’ 3μηνο του 2015 ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές σημείωσε πτώση -10,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο 3μηνο του 2014 και -2,4% συνολικά κατά το 2015.
Εν κατακλείδι, το νέο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ φέρνει στην επικαιρότητα ένα πρόβλημα που υπάρχει από την αρχή της οικονομικής κρίσης, που δεν είναι άλλο από την οικονομική δυσκολία στην οποία έχει εισέλθει η μεσαία τάξη λόγω των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια. Θα πρέπει να υπάρχει ισοβαρής καταμερισμός των φόρων, αλλά και εφόσον μειώνονται τα εισοδήματα θα πρέπει να ακολουθείται από μία μείωση των τιμών της αγοράς τουλάχιστον σε ότι αφορά τα τρόφιμα, αλλά και οτιδήποτε είναι αναγκαίο για την σωστή διαβίωση των ανθρώπων. Δεν γίνεται να υπάρχει άνοδος τιμών με την ταυτόχρονη μείωση των μισθών και των συντάξεων.