Γράφει η Αντιγόνη Καψάλη
Ξεκίνησα να γράφω, ενώ καθόμουν μόνη κοιτώντας τον καφέ που είχε κρυώσει και το μισοφαγωμένο μου κρουασάν. Μια μελαγχολική Δευτέρα στην καρδιά της συμπρωτεύουσας. Περίμενα το τηλεφώνημα ενός αλήτη, ενώ καθόμουν σαν λαίδη σκεπτόμενη το νόμισμα που θα αναγκαζόταν εκείνος να πληρώσει. Άρχισα να σκέφτομαι τι είχα κάνει στους προηγούμενους αλήτες που βρέθηκαν στον δρόμο μου. Δεν είχα ούτε το μπλοκ μαζί, που συνήθως κρατώ τις σκέψεις μου. Έτσι, ξεκίνησα να γράφω στο εσωτερικό του βιβλίου που είχα πάνω μου.
Τι τραγική ειρωνεία! Στις πρώτες κενές σελίδες του πασίγνωστου βιβλίου του Λεοπόλδου Μάζοξ, “Σκληροί Έρωτες”, στο βιβλίο του συγγραφέα του οποίου το όνομα συνδέθηκε με τον όρο του μαζοχισμού, εγώ σκόπευα να αποτυπώσω τις σκέψεις μου από της σκληρές μου εκδικήσεις… Όταν άρχισα να προβληματίζομαι, σκεπτόμενη το μαζοχιστικό στοιχείο του χαρακτήρα μας, που μας ωθεί να μπλέκουμε σε καταστάσεις που ξέρουμε εξαρχής ότι είναι τελειωμένη υπόθεση πριν καν ξεκινήσουν. Καταστάσεις και πρόσωπα που πάνω τους μοιάζει να κρέμεται ταμπέλα από κόκκινο νέον που αναβοσβήνει με αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης. Όμως, εμείς επιλέγουμε να στρέψουμε την προσοχή μας στο «πολλά υποσχόμενο ψέμα», που στέκεται καμαρωτά μπροστά μας και λέμε “μωρέ δεν γ……αι, εγώ θέλω να το ζήσω”. Ναι, αυτός ο γνώριμος πια μαζοχισμός που διαθέτουμε έχει κάνει την εμφάνιση του, νιώθουμε ήδη εκείνες τις μικρές άσπρες πεταλουδίτσες μέσα στα σωθικά μας, σε κάθε κοίταγμα έστω και τυχαίο βλέμμα και ακούμε τις εκκωφαντικές τσιρίδες τους καθώς χορεύουν σε ρυθμούς του πιο τρελού τσα τσα τσα.
Φτάνοντας στο τέλος του υποσχόμενου ψέματός μας, ο μαζοχισμός ξανακάνει την εμφάνιση του μεταμορφώνοντας μας σε μικρούς “προμηθείς”, μας τιμωρεί που παίξαμε με την φωτιά, μεταμορφώνοντας εκείνες τις αθώες λευκές πεταλουδίτσες σε μικρούς μαύρους αετούς που λίγο λίγο μας βγάζουν το λάδι. Είναι εκείνος ο μαζοχισμός που έχει φροντίσει από νωρίς να βγάλει από τη μέση τον εγωισμό και που αρχικά μας έδωσε αυτό το τρυφερό «push» να μπούμε στην αδιέξοδη κατάσταση, ενώ τώρα «μας τα γυρνάει» και μας ωθεί σε «νέες περιπέτειες», στο δεύτερο επίπεδο , στον απώτερο σκοπό του, σε μια καινούρια μαζοχιστική κατάσταση. Στην κατάσταση της εμμονής, όπου είναι αδύνατο να σκεφτούμε οτιδήποτε άλλο πέρα από εκείνον ή εκείνη. Οι σκέψεις που εναλλάσσονται είτε αφορούν το πώς θα επαναφέρουμε το ψέμα στο οποίο ζούσαμε -για να συνεχίσουμε να το ζούμε με την ησυχία μας- είτε το πώς θα τραβήξουμε την προσοχή του/της, ή το πώς θα καταστρέψουμε πάση θυσία το πρόσωπο που μας πλήγωσε (αγνοώντας συνειδητά ότι λόγος που βρισκόμαστε σ᾽ αυτή τη θέση είναι επειδή αμελήσαμε να δώσουμε την απαιτούμενη προσοχή εξαρχής).
Αυτό το κείμενο έχει να κάνει με ένα παράδειγμα του μαζοχισμού όταν μπλέκεται στα χωράφια των αισθημάτων, που είμαι σίγουρη όμως ότι εμφανίζεται σ᾽ όλους τους τομείς της ζωής μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταφέρνουν πότε να νικήσουν αυτό το ισχυρό μαζοχιστικό συναίσθημα σε καμία φάση της ζωής τους. Κάνουν τη μια σχέση μετά την άλλη ακολουθώντας τον εσωτερικό τους μαζοχισμό και βαφτίζοντας τον «ένστικτο». Κάνουν κύκλους αυτοπαγιδεύοντας τον εαυτό τους ξανά και ξανά. Και όμως μπορούμε να του ξεφύγουμε ακόμα και όταν βρισκόμαστε στη δεύτερη φάση της παγίδας του, κάπου εκεί ανάμεσα στις εμμονές μας. Αρκεί να αναρωτηθούμε αν τελικά αξίζει, αν άξιζε εξαρχής κι εν τέλει να σκεφτούμε πως «καμιά φορά αξίζει να ξεχνάμε τι νιώθουμε και να θυμόμαστε τι αξίζουμε» .