Σε δύσκολες εποχές σαν αυτή που ζούμε, όπου η βαρβαρότητα στις διαφορετικές μορφές της μοιάζει να κυριαρχεί, η ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα, αποτελεί διαφυγή από τον οπτικό θόρυβο, μία διέξοδο σ’ έναν κόσμο ευγενικό και στοχαστικό, που επιτρέπει να ηρεμήσουμε και να αναμετρηθούμε μ’ αυτά που έχουν πραγματικά σημασία. Μετά την μεγάλη έκθεση έργων του στο Μουσείο Γουλανδρή την περασμένη άνοιξη, μία μικρότερη φιλοξενείται αυτές τις μέρες στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αλίμου σε επιμέλεια Γιώργου Μυλωνά. Ήταν η αφορμή για να συναντήσουμε αυτό τον σπουδαίο ζωγράφο, αυτόν τον σοφό άνθρωπο.
Συνέντευξη στην Ματίνα Καλτάκη (τηλεοπτικό βίντεο στο ΤΕΧΝΕΣ, Παρασκευή 10.3.2023)
Εξήντα χρόνια ο Σωτήρης Σόρογκας υπηρετεί την «ιερή», όπως λέει, τέχνη της ζωγραφικής, υπενθυμίζοντας πόσα της οφείλει, που του έδωσε τρόπο να υπάρξει, λύτρωση στις κακές μέρες, ευφορία στις καλές. Στα 86 του, θυμάται την γιαγιά του, τους παλιούς ανθρώπους, που άνοιγαν το παράθυρο κάθε πρωί και έκαναν το σταυρό τους για την καινούργια μέρα.
«Αυτήν την στάση θα έπρεπε να έχουμε όλοι μας επειδή το δώρο της ζωής είναι μοναδικό, ανεπανάληπτο και συναρπαστικό στο μεγαλείο του, στο μυστήριό του, στην πολυπλοκότητά του.
Έχω συνείδηση ότι είμαι ένας πάρα πολύ μεγάλος άνθρωπος και καμιά φορά σκέφτομαι πώς τα καταφέρνω ακόμα να διατηρώ όλες μου τις συνήθειες, όλες μου τις αγάπες και τον τρόπο ζωής όπως τα περασμένα χρόνια. Δεν κρύβω ότι δυσκολία υπάρχει, στο περπάτημα, στις κινήσεις, η κούραση είναι ευκολότερη, αλλά αυτά δεν με πειράζουν, με πειράζει η προοπτική της απώλειας, το αναπόφευκτο που είναι αξεπέραστο από όλους μας. Αυτή η σκέψη, ωστόσο, του βιολογικού τέλους, είναι η τροφοδοτούσα τα πάντα για δημιουργική ζωή, για να ξαναδούμε τον κόσμο με άλλα μάτια, για να σεβαστούμε την ζωή. Τουλάχιστον έτσι βιώνω εγώ τις μέρες μου.
Γεννημένος το 1936, ο Σωτήρης Σόρογκας είναι παιδί μιας εποχής δύσκολης και ταραγμένης.
«Η γιαγιά μου η Εριφύλλη ήταν Μικρασιάτισσα. Ήρθαν εδώ το 1914, με τους πρώτους διωγμούς, τότε που καλούσαν στον στρατό τους νέους ελληνικής καταγωγής και τους εξόντωναν. Ήταν δεν ήταν 18 χρόνων κι είχε ήδη δύο παιδιά, όταν ήρθαν στην Αθήνα, όπου δεν ήξεραν κανέναν. Απέκτησαν άλλα έξι παιδιά εδώ. Όταν ήμουν σε θέση πια να σκέφτομαι τις καταστάσεις, δεν μπορούσα να μην εντυπωσιάζομαι από το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων που έζησαν μέσα στην φτώχεια – για την αντοχή τους, το πάθος που είχαν για την ζωή. Η γιαγιά μου δεν είχε πάει σχολείο, ωστόσο είχε μία έμφυτη σοφία που νομίζω ότι κυκλοφορεί στο αίμα της φυλής μας.
«Κάποτε δίσταζα να μιλήσω για τον Ελληνισμό, υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει μία ιδεολογική τρομοκρατία, εύκολα μπορεί να σε χαρακτηρίσουν εθνικιστή. Όμως γιατί είναι κακό να πει κάποιος ότι άλλο οι Έλληνες, άλλο οι Τούρκοι, άλλο οι Αλβανοί. Είναι όπως στη φύση, δεν είναι όλα τα λουλούδια το ίδιο.
Ούτε και για τη συνέχεια του Ελληνισμού μπορείς να μιλήσεις εύκολα αλλά θεωρώ απόδειξή της το ότι στην γλώσσα του Ομήρου υπάρχουν οι λέξεις «Θάλασσα», «Ουρανός», «Θεός», κι αυτό είναι ένα στοιχείο της ιδιαιτερότητας του έθνους μας.
«Πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου εξαρτημένος ιδεολογικά από τον κομμουνισμό. Ήμουν δογματικός, έλεγα «Αυτός δεν είναι καλός άνθρωπος, είναι δεξιός», πράγματα δηλαδή ανατριχιαστικά. Ήταν οι καιροί τέτοιοι, δημιουργούσαν ακραία πόλωση, μεσολάβησε, βλέπετε, και ο Εμφύλιος, αυτή η κατάρα.
«Μεγάλωσα σ’ ένα φτωχικό σπίτι στον Άγιο Αρτέμη – τρεις οικογένειες και ένα ραφτάδικο στην ίδια αυλή. Ο πατέρας μου ήρθε από την Ήπειρο δώδεκα, δεκατριών χρόνων να δουλέψει αρτεργάτης σε φούρνο. Οι Ηπειρώτες τότε είχαν παράδοση στο ψωμί. Ήταν κάτι σαν άγιος – τίμιος, ειλικρινής, εργατικός, αγαπούσε τα παιδιά, εμάς όλους. Ο Νίκος Πλουμπίδης, ηγετικό στέλεχος της εθνικής αντίστασης και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ ήταν ο καθοδηγητής του. Οι δύο μου θείοι ήταν επίσης κομουνιστές.
Η οικογένειά μου μου μετάγγισε το αίσθημα της δικαιοσύνης για τον άνθρωπο, τον εργάτη που αδικείται, το σεβασμό στην γυναίκα και στους αδύναμους. Ο θείος μου ο Τάκης, μαραγκός στο επάγγελμα, είχε φτάσει στο βαθμό του λοχαγού του ΕΛΑΣ, τον έφερναν οι αντάρτες με τρίκυκλη μοτοσυκλέτα.
Ο άλλος μου ο θείος, ο Λευτέρης, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ήταν ράφτης και καθοδηγητής στην ΕΠΟΝ. Ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος στην ζωγραφική, ζωγράφιζε και ο ίδιος και μου έδινε και μένα τα κραγιόνια του.
Oι σπουδές στην ΑΣΚΤ και ο Μόραλης
«Όταν γύρισε από το Μακρονήσι, κι ερχόταν να τον δει ο φίλος του, ζωγράφος Μπάμπης Τσιμιγκάτος, του είπε «Ο ανιψιός μου ζωγραφίζει, για δες, κάνει τίποτα;». Τότε αυτός ο πολύ συμπαθής άνθρωπος, ας είναι καλά, του είπε «Οπωσδήποτε, θα τον πάω στο φροντιστήριο του Σαραφιανού, που προετοιμάζει για την Σχολή Καλών Τεχνών».
Πριν απ’ αυτό πήγαινα για χημικός, στο φροντιστήριο του Μαντά στην Κάνιγγος, αλλά δεν ήμουν καλός μαθητής. Ένας καθηγητής μου, που έβλεπε ότι προσπαθούσα να είμαι συνεπής, θυμάμαι, μου είπε «Είσαι καλό παιδί, δεν λείπεις ποτέ αλλά έχεις ελλείψεις. Τι θέλεις να γίνεις;» «Ζωγράφος αλλά δεν έχει τέτοιο σχολείο», του απάντησα. «Πώς δεν υπάρχει, εδώ δίπλα είναι» μου είπε εκείνος.
Ο πατερούλης με ρώτησε «Θέλεις να γίνεις ζωγράφος; Να πας!». Κι έτσι πήγα στου Σαραφιανού και κει γνώρισα όλους τους μετέπειτα συναδέλφους μου. Πέρασα στην ΑΣΚΤ και με την κρατική υποτροφία που πήρα μπόρεσα να την τελειώσω. Ήταν 1.000 δραχμές, θυμάμαι, μεγάλο δώρο για μένα, μπορούσα να αγοράζω τα χρώματά μου και να πληρώνω το εισιτήριό μου πήγαινε-έλα στο Άγιο Αρτέμη, όπου μέναμε.
«Από τους δασκάλους μου στην ΑΣΚΤ ξεχωρίζω τον Μόραλη. Σαράντα χρόνια που δίδαξα και γω στην Σχολή Αρχιτεκτόνων στο Πολυτεχνείο, αυτά που μου έμαθε εκείνος δίδασκα. Ήταν μαγικός ο τρόπος που ο Μόραλης μετέδιδε την γνώση του για το χρώμα, το σχήμα, την σύνθεση, για τους άξονες, τις σχέσεις του φωτός.
Υπήρχε μια συνέχεια άλλοτε στην ΑΣΚΤ. Ήξερες ότι ο Μόραλης ήταν μαθητής του Κόντογλου, είχε διδαχθεί απ’ αυτόν αγιογραφία, την κατασκευή της εικόνας. Από τον Κόντογλου είχε διδαχθεί ο Μόραλης αυτά που μας έλεγε για τα χρώματα και την θερμοκρασία τους – «Θα βάζετε τα σκούρα χρώματα από κάτω και θα ανεβαίνετε στα ανοιχτότερα» και «Θα είναι κάτω τα θερμά και τα ψυχρά από πάνω». Αυτήν την μεθοδολογία ακολούθησα και γω, η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Αλλά και ο Εγγονόπουλος, και ο Τσαρούχης κοντά στον Κόντογλου σπούδασαν».
Η ζωγραφική ως λυτρωτική δύναμη
Ρωτώ τον Σωτήρη Σόρογκα πώς βλέπει την σύγχρονη τέχνη. Δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευσή του.
«Ελάχιστοι ακολουθούν ακόμα την ζωγραφική – οι περισσότεροι εικαστικοί έχουν γυρίσει την πλάτη σ’ αυτήν την ιερή τέχνη, την οποία εγώ θαυμάζω και πιστεύω ότι έχει ιδιότητες μαγικές, να αφηγηθεί ιστορίες, να μεταγγίσει αίσθημα μέχρι δακρύων. Οι περισσότεροι κυνηγούν το εύκολο, τον εντυπωσιασμό.
Έπειτα δεν υπάρχει κριτική σκέψη απέναντι στο έργο τέχνη. Στήνει κάποιος μια σπασμένη καρέκλα κι έρχεται ο υφυπουργός Πολιτισμού και υμνεί το «έργο τέχνης», παραθέτοντας σκέψεις που δεν αφορούν τον ίδιο το έργο αλλά την ιστορία του.
«Ο Ζαν Κλαιρ, ένας σημαντικός μελετητής και ο ιστορικός τέχνης, έχει πει ότι η σύγχρονη τέχνη είναι ό,τι πιο βάρβαρο υπάρχει, ό,τι πιο χυδαίο, φτηνό, απνευμάτιστο. Μαζεύουν τα σκουπίδια απέξω και γεμίζουν μ’ αυτά τα μουσεία με τέτοια σκουπίδια. Και ο Σαλβαντόρ Νταλί άλλοτε είχε πει ότι κάποια στιγμή δεν θα ξέρουν πού να τα πετάξουν, στην Σαχάρα».
«Εγώ στέκομαι στην άλλη πλευρά, είναι αντίθετος στον διάχυτο εκβαρβαρισμό των πάντων. Το ζήτημα δεν είναι η επιλογή κάποιων υλικών που προσιδιάζουν μ’ αυτό που θέλουμε να πούμε. Αλλά το πώς η ύλη που χρησιμοποιείς, θα μορφοποιηθεί σε κάτι άλλο. Αυτό είναι τέχνη, η μετάλλαξη του έργου από υλικής σε πνευματικής τάξεως φαινόμενο.
«Αγάπησα την ζωγραφική γιατί βρήκα σ’ αυτήν παρηγοριά. Όταν με κορόιδευαν επειδή ήμουν τόσο ψηλός, κλεινόμουν στο ατελιέ μου και ζωγράφιζα και διέκοπτα την έξω βαρβαρότητα μ’ έναν κόσμο μαγικό, ενδιαφέροντα, ο οποίος με ταξίδευε. Της χρωστάω πολλά, πώς είναι δυνατόν να την προδώσω;
«Καθένας ζωγράφος επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράσει αυτό που θέλει να πει – την εξομολόγησή του. Θυμάμαι τον Μόραλη: έβαζε σ’ ένα μοντέλο, την Έφη, της οποίας τα μαλλιά της κατάμαυρα, ένα κόκκινο κουρελάκι και μόλις το τοποθετούσε, πράγματι η σύνθεση έλαμπε. Τις διδαχές του Μόραλη ακολούθησα όταν σ’ ένα γκρίζο φόντο με πέτρες (μου αρέσει το γκρίζο, το χαμηλόφωνο) έβαλα ένα κόκκινο παπαρουνάκι – και πράγματι σα να έλαμπε τότε ο κόσμος. Μας μιλούσε για την οικονομία των μέσων, πώς με το λίγο, να πεις πολλά και για την γκρίζα γκάμα, που μπορούσε να αναδείξει πολύ περισσότερο την έκταση ενός χρώματος.
Η φθορά, εγγενές στοιχείο της ύπαρξης και της εξέλιξης
«Από πολύ παλιά με γοήτευαν τα ερείπια. Ακόμα και τα πρώτα σπουδαστικά μου έργα ήταν μελέτες ερειπίων. Θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει ένα εγκαταλειμμένο χωριό έξω από το Λαύριο, η Πλάκα, όπου άλλοτε έμεναν εργάτες των λατομείων. Στους τοίχους των ρημαγμένων σπιτιών εξείχαν ξύλα φθαρμένα, σκουριασμένες αλυσίδες εκεί που άλλοτε ήταν το χασάπικο, ένα παράθυρο που έχασκε, με το παραθυρόφυλλο να κρέμεται, και από μέσα το μαύρο να επιβάλλεται απειλητικό και μυστηριώδες -όπως συμβαίνει με όλα τα μαύρα, που φέρουν το μυστήριο αυτού που δεν μπορείς να ερευνήσεις. Σκεφτείτε το σκοτεινό βάθος ενός πηγαδιού.
Από κει εκκινεί ο διαρκής διάλογος στα έργα μου του μαύρου με το άσπρο: πώς από μια ρωγμή στον τοίχο, στον βράχο, βγαίνει το μαύρο στο φως που καταυγάζει τα πάντα. Επεξεργαζόμενος ζωγραφικά αυτήν την ιδέα-εικόνα, κατέληξα ότι μπορεί το μαύρο να βγει έξω με «μη ζωγραφικό» τρόπο, λ.χ. με δυο άγριες πινελιές. Δεν ήταν αυτός όμως ο δικός μου τρόπος, εμένα μου άρεσε η μετάβαση η μυστηριακή, όταν δεν ξέρεις πότε γίνεται η μεταλλαγή. Όλη αυτή η αναζήτηση προχωρούσε παράλληλα με τα διαβάσματά μου.
Η ποίηση, ένας άλλος «ζωγραφικός» τρόπος
«Το έχω ξαναπεί, βρήκα μεγάλη συγγένεια στα ποιήματα του Σεφέρη που μιλούσε για «αγγελικό και μαύρο φως», για αγγελική και μαύρη μέρα. Δηλαδή ταύτιζε το φως και με το άσπρο και με το μαύρο. Κι έγραψε και για το ψηφιδωτό της Γέννησης στην Μονή του Δαφνιού, όπου δεν ξέρεις αν το Θείο Βρέφος βγήκε από το μαύρο της σπηλιάς ή αν το μαύρο θα τον ρουφήξει πίσω. Ο Σεφέρης είχε πει ότι αυτή η σπηλιά ήταν από τα πιο μαύρα που είχε δει στη ζωή του. Ό,τι κάνει η ζωγραφική με τα υλικά της, το κάνει η ποίηση με τις λέξεις.
«Mε την 1η μου γυναίκα, φτιάχναμε για να ζήσουμε βυζαντινά, διορθώναμε παλιές εικόνες. Aυτό με βοήθησε πάρα πολύ γιατί προσπαθώντας να βρω το χρώμα της Παναγίας στο πρόσωπο ή στο χέρι της, αργότερα μπόρεσα να ζωγραφίσω τη σκουριά, σκουριά. Ήταν τόσο δύσκολη τότε η ζωή. Θυμάμαι κάναμε τις εικόνες με τον κρόκο του αυγού, ακολουθώντας την βυζαντινή παράδοση και μετά τηγανίζαμε τα ασπράδια και τα τρώγαμε. Τέτοια φτώχεια.
«Οι πιο τρυφεροί, οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι αποσύρονται. Ο ένας γράφει, ο άλλος ζωγραφίζει, ο τρίτος βρίσκει έναν φίλο και ζούνε μαζί, ο τέταρτος το ρίχνει στο ποτό. Ο καθένας ψάχνει να βρει την λύτρωσή του. Εγώ την βρήκα στη ζωγραφική και στο διάβασμα. Κι ένας από τους λόγους που λυπάμαι που θα πεθάνω είναι που δεν θα μπορώ να διαβάσω ξανά, και βλέπω στην βιβλιοθήκη μου ότι έχω ακόμη άκοπα βιβλία από το πάθος μου να συγκεντρώνω όσα περισσότερα καλά βιβλία μπορώ».
——————————–
Ο Σωτήρης Σόρογκας αυτήν την εποχή συγκεντρώνει προς έκδοση (από τις εκδόσεις Καστανιώτη) τα κείμενα που έχει γράψει κατά καιρούς για την τέχνη του και τους ζωγράφους που αγαπά – όπως επίσης τις πολλές συνεντεύξεις που έχει δώσει στη διάρκεια του βίου του. Θα μας δώσει δηλαδή κι άλλες αφορμές στο μέλλον, εκτός των ζωγραφικών έργων του, για να γίνουμε καλύτεροι, πιο ευαίσθητοι άνθρωποι.
Πηγή: ertnews.gr