Με ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας εν Συνόδω καταδίκασε σήμερα, Τετάρτη (12/1) την «αντικανονική και αντιεκκλησιαστική εισπήδηση του Πατριαρχείου της Ρωσίας» -όπως τη χαρακτήρισε- αναφορικά με την απόφαση της Μόσχας να ιδρύσει Εξαρχίες στην Αφρική.
Η Αλεξάνδρεια κατηγορεί ευθέως τη Μόσχα ότι με τις κινήσεις της προχωρά στη δημιουργία «καινοφανών εκκλησιαστικών μορφωμάτων εν Αφρική».
Μέσα από την επίσημη ανακοίνωση που ανέγνωσε το μεσημέρι, με τη λήξη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, από την έδρα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ο Γενικός Πατριαρχικός Επίτροπος Μητροπολίτης Λεοντοπόλεως κ. Γαβριήλ, παρουσία του Μητροπολίτη Τριπόλεως κ. Θεοφύλακτου και του Μητροπολίτη Καμπάλας (Ουγκάντα) κ. Ιερωνύμου, και σύμφωνα με τις αποφάσεις που έλαβε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας υπό την προεδρία του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου, το Δευτερόθρονο Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας κατηγορεί το Πατριαρχείο Ρωσίας για «αήθη εισβολή» που εφάρμοσε «αιφνιδιαστικά», μέσα από την οποία, η Μόσχα επιχειρεί «εξαγορά ιθαγενών Κληρικών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας».
Μάλιστα, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας υποστηρίζει στο επίσημο ανακοινωθέν του ότι σε δηλώσεις επί του θέματος αυτού όπου τάσσονται υπέρ της ρωσικής πλευράς έχουν προβεί κληρικοί που είτε έχουν αυτοαπομακρυνθεί, είτε τους έχει επιβληθεί επιτίμιο είτε είναι αγνώστου προελεύσεως προερχόμενοι, που αυτοχαρακτηρίζονται μεν ως Ορθόδοξοι αλλά ουδέποτε ανήκαν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Στην ίδια ανακοίνωση, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας τονίζει σε έντονο ύφος ότι οι κινήσεις εισπήδησης της Ρωσικής Εκκλησίας στην αφρικανική ήπειρο και αυτή «η προσπάθεια αλλοιώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας» εκπορεύονται από «λόγους εμπαθείς και μεμολυσμένους εκ του καταδικασθέντος ιού του εθνοφυλετισμού» που καταδίκασε η Σύνοδος του 1872.
Μέσα από το ανακοινωθέν, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας τονίζει ότι οι εν λόγω αποφάσεις του Πατριαρχείου της Ρωσίας παραπέμπουν ακόμη και σε «παραμέτρους νέο-αποικιοκρατίας» και «διεκδίκησης παγκοσμίου πρωτοκαθεδρίας» που δε συμφωνούν με την Ορθόδοξη παράδοση, όπως τονίζεται.
Επιστολές στον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους Προκαθημένους
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας του Αλεξανδρινού Θρόνου εκφράζει την «μετ’ εμπόνου εκπλήξεως» διαμαρτυρία της «προς τον Πατριάρχην Ρωσίας και την περί αυτόν Σύνοδον». Η Αλεξανδρινή Εκκλησία επισημαίνει ότι «τα όρια της κάθε αδελφής τοπικής εκκλησίας είναι σαφή, γεωγραφικά και χαρτογραφημένα υπό Οικουμενικών Συνόδων». Στο πλαίσιο αυτό, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας τονίζει ότι «ουδέποτε ενεπλάκη εις τα όρια οιασδήποτε τοπικής αδελφής Εκκλησίας, πολλώ δε μάλλον εις τα της Ρωσικής Εκκλησίας».
Ενώ, την ίδια στιγμή, εκφράζει την έντονη πικρία του για το γεγονός που όπως λέει δέχεται «ανάδελφο κτύπημα υπό των ομοδόξων Ρώσων». Για όλο αυτό το θέμα, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αναμένεται να αποστείλει άμεσα επιστολές προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και όλους τους Προκαθημένους των κατά τόπους Εκκλησιών, κάνοντας αναφορά σε «λοιμική σύγχυση» που διασπείρεται στους πιστούς Αφρικανούς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η λεγόμενη αυτή «εισπήδηση του Πατριαρχείου της Ρωσίας στην Αφρική» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία «πνευματική πανδημία», όπως δήλωσε εκτός των εργασιών της Συνόδου ένας εκ των Ιεραρχών της Αλεξανδρινής Εκκλησίας.
Η ανακοίνωση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας καταλήγει λέγοντας ότι θα εφαρμοστούν «πιστά και άμεσα» οι θείοι και εκκλησιαστικοί κανόνες της Εκκλησίας προς τους παραβάτες.
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης:
«ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022
Ἐν ὀνόματι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ συνήχθημεν ἐν τῇ Μεγάλῃ Πόλει τῆς Ἀλεξανδρείας προσκλήσει τῆς Α.Θ.Μ. τοῦ Πάπα καὶ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεοδώρου Β΄ καὶ μετ’ αἰσθήματος εὐθύνης πρὸς τὸ ποίμνιόν της καὶ τὴν μακραίωνην ἱστορικὴν αὐτῆς Ἀποστολικὴν πορείαν, ἡ Ἱεραρχία τοῦ Παλαιφάτου καὶ Πρεσβυγενοῦς Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, κατόπιν συνεδριάσεως αὐτῆς, ἐξετασαμένης πολλαπλῶς καὶ πολυτρόπως τὰς κανονικὰς παραμέτρους τῆς ἀντικανονικῆς καὶ ἀντιεκκλησιαστικῆς εἰσπηδήσεως τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσσίας πρὸς δημιουργίαν καινοφανῶν «ἐκκλησιαστικῶν μορφωμάτων ἐν Ἀφρικῇ», ἀνακοινώνει τὰ ἑξῆς:
Ἤδη τὰ δύο τελευταῖα ἔτη, ἐκ τοῦ γεγονότος τῆς ἀναγνωρίσεως ἐκ μέρους τοῦ Μακαριωτάτου Πάπα καὶ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεοδώρου Β’, τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, ἐδέχθημεν αἰφνιδιαστικῶς τὴν ἀντικανονικὴν καὶ ἀήθη εἰσβολὴν καὶ εἰσπήδησιν τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας διὰ μεθόδων ἀπαδουσῶν τῇ ἐκκλησιαστικῇ πράξει καὶ παραδόσει, ἥν ἐσεβάσθησαν πάντες οἱ ἀοίδιμοι προκάτοχοι τοῦ Πατριάρχου Ρωσσίας κ. Κυρίλλου, πρὸς ἐξαγορὰν ἰθαγενῶν Κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου ἡμῶν, ὡς ἄμεσον ἐπιβολὴν ἀντιποίνων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἐκβιασμοῦ ἤ ἐκδικήσεως ἡμῶν. Ἤδη, μετὰ ἀπὸ τῆς 29ης Δεκεμβρίου 2021 ἐξαγγελίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχομεν πλέον τὰς ἐπισήμους ἀποφάσεις καὶ ἐξ αὐτῶν δηλώσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας καὶ συνεντεύξεις στελεχῶν αὐτῆς, περί ὅλως ἀντικανονικῆς ἱδρύσεως «Ἐξαρχίας», βάσει ἐσωτερικῶν αὐτῆς «καταστατικῶν» καὶ οὐχὶ κανονικῶν διατάξεων, ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ Πατριαρχείου ἡμῶν, ἀποτελουμένης ὑπό κληρικῶν αὐτοαπομακρυνθέντων, εἴτε ἐν ἐπιτιμίοις διατελούντων καὶ λοιπῶν ἀγνώστου προελεύσεως αὐτοχαρακτηριζομένων μὲν ὡς Ὀρθοδόξων, ἀλλ’ οὐδέποτε ἀνηκόντων εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας.
Διὰ τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν διαπιστοῦται προσπάθεια ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας εἰς πολλάς ἐπιμέρους παραμέτρους αὐτῆς, ἀλλά κυρίως εἰς τὸ ζήτημα τῶν ὁρίων τῆς διοικητικῆς διαρθρώσεως τῶν δομῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἀφετηρίαν κίνητρα μακρὰν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Μετὰ λύπης κατανοοῦμεν ὅτι ταῦτα πάντα προέρχονται ἀπὸ λόγους ἐμπαθεῖς, καὶ μεμολυσμένους ἐκ τοῦ καταδικασθέντος ἐκ τῆς Συνόδου τοῦ 1872 «ἰοῦ τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ».
Δὲν ἀπουσιάζει βεβαίως καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων τὸ κοσμικὸν πνεῦμα, παραπέμπον ἀκόμη εἰς παραμέτρους «νεο-αποικιοκρατίας» καὶ διεκδικήσεως παγκοσμίου πρωτοκαθεδρίας, γνωρίμους παλαιόθεν εἰς τὴν ταλαίπωρον τῆς Ἀφρικῆς Ἤπειρον, μὴ συμφωνουσῶν μὲ τὸ θυσιαστικὸν ἐν τῇ διακονίᾳ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν καθαγιασμένης Παραδόσεως.
Ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Θρόνου, μετ’ ἐμπόνου ἐκπλήξεως διαμαρτύρεται πρὸς τὸν Πατριάρχην Ρωσσίας καὶ τὴν περὶ αὐτὸν Σύνοδον. Ἐκπλήξεως μὲν διότι δι’ ἡμᾶς «ἑπομένους τοῖς Ἁγίοις Πατράσιν ἡμῶν», τά ὅρια τῆς κάθε ἀδελφῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφῆ, γεωγραφικὰ καὶ χαρτογραφημένα ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἀξιοσέβαστα. Διαδηλοῦμεν δὲ ὅτι ἐν τῇ πράξει οὐδέποτε ἐνεπλάκημεν εἰς τὰ ὅρια οἰασδήποτε τοπικῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ δὲ μάλλον εἰς τὰ τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο δὲ, ὄχι μόνον διότι ἀλλοιώνεται τοιουτοτρόπως τὸ μήνυμα τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ διότι ἀγωνιζόμενοι ἐπὶ αἰῶνας καὶ συμβιοῦντες μετὰ διαφόρων ὁμολογιῶν καὶ Θρησκειῶν ἐν πνεύματι ἀλληλοσεβασμοῦ καὶ κατανοήσεως, δεχόμεθα ἀνάδελφον κτύπημα ὑπὸ τῶν ὁμοδόξων Ρώσσων.
Θεωροῦμεν ὅτι δι’ αὐτῶν τῶν μεθόδων παραβιάζεται βαναύσως ἔτι ἅπαξ ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί δὴ εἰς τὸ εὐαίσθητον πεδίον τῆς ἐν Ἀφρικῇ Ἱεραποστολῆς, τὸ ὁποῖον «τρέφεται» ὑφ’ ἡμῶν «ὡς νήπιον διὰ γάλακτος καὶ οὐχὶ διὰ στερεᾶς θεολογικῆς τροφῆς», κατὰ τὴν Παύλειον ἔκφρασιν, ἥτις ἀποτελεῖ δι’ ἡμᾶς γνώμονα καὶ μέτρον, διέπον τὸ Ἀποστολικὸν ἡμῶν ἔργον.
Πρὸς τοῦτο ἀπεφασίσθη ὅπως:
Α) Ἐνημερωθῶσιν τὸ Σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι διὰ τῶν Προκαθημένων αὐτῶν, διὰ παραδοθησομένων Πατριαρχικῶν Γραμμάτων, ἅτινα θά περιγράφουν τὴν ἐπιπεσοῦσαν «λοιμικὴν» σύγχυσιν εἰς «τὰ ἐξ ἡμῶν ἐν Χριστῷ γεννηθέντα τέκνα», τούς πιστοὺς Ἀφρικανούς, συνεπείᾳ τῶν ἐμφανῶν καὶ ἀφανῶν δράσεων ἐντεταλμένων προσώπων τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, καὶ
Β) Ἡ πιστὴ καὶ ἄμεσος ἐφαρμογὴ τῶν προβλεπομένων, παρὰ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων Ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν, πρός τούς παραβάτας».