Στον «πάτο» της Ευρώπης βρίσκεται η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, κάτι που δημιουργεί ανησυχία, αλλά και ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που αξιοποιεί η ελληνική κυβέρνηση τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις επιστήμες, την έρευνα και την καινοτομία, η οποία διεξάγεται σε ετήσια βάση (Science, Research and Innovation Performance of the EU, SRIP 2024), αποτυπώνει την ύπαρξη προβλημάτων αναφορικά με την ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, μεταξύ 25 χωρών-μελών της ΕΕ , η Ελλάδα κατατάσσεται στην 24η θέση, έχοντας ως τελευταία τη Ρουμανία. Στην αξιολόγηση αυτήν εξετάζονται δείκτες όπως η «Οικονομική ανεξαρτησία», η «Κατάρτιση και ικανότητες», η «Χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα», η «Διακυβέρνηση», η «Ικανότητα παραγωγής» και τέλος η «Κοινωνική εξέλιξη και συνοχή». Αξίζει να επισημανθεί ότι στη συγκεκριμένη μελέτη δεν περιλαμβάνονται η Μάλτα και το Λουξεμβούργο.
Σχετικά με τα επιμέρους στοιχεία, ο σύνθετος δείκτης για την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τους ερευνητές, ανέρχεται σε 0,28 (με άριστα το 1), έχοντας ως πρώτη σε ανθεκτικότητα οικονομία τη Σουηδία (0,78) και τελευταία τη Ρουμανία (0,25). Η χώρα μας παρουσιάζει πολύ χαμηλές τιμές, στη «Χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα» (0,09) και στην «Κατάρτιση & Ικανότητες» (0,20).
Το πρόβλημα του brain drain προϋπήρχε της κρίσης
Η έκθεση δείχνει ακόμη ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο πρόβλημα στο brain drain κατά την περίοδο 2000-2020. Μάλιστα, στην έκθεση SRIP 2024 φαίνεται ότι το brain drain δε σημειώθηκε μόνο κατά τη δεκαετία της της κρίσης (2010-2020), αλλά και πριν από αυτήν.
Πάντως, το πρόβλημα για την Ελλάδα διογκώθηκε κατά την τελευταία 10ετία και ο σχετικός δείκτης υποχώρησε στο 0,6, ήτοι πολύ κάτω της μονάδας, που οι εισροές και οι εκροές ερευνητών και ακαδημαϊκών σε μια χώρα ισορροπούν. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι πολύ λίγες είναι οι χώρες της ΕΕ που έχουν θετικό πρόσημο στις εισροές μείον τις εκροές επιστημόνων. Μεταξύ αυτών η Σουηδία, η Ιρλανδία, η Δανία, η Αυστρία, το Βέλγιο και Πορτογαλία.
Η Πορτογαλία είναι η χώρα της ΕΕ που φαίνεται να έχει κάνει μεγάλα βήματα στους τομείς και τις βιομηχανίες εντάσεως γνώσης. Σύμφωνα με την έκθεση SRIP 2024, η Πορτογαλία εμφανίζει τη μεγαλύτερη αύξηση στην απασχόληση μηχανικών και τεχνολόγων (high skilled workers) ως ποσοστό των απασχολουμένων σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η χώρα αυτή έχει σχεδόν διπλασιάσει (+82%) το ποσοστό των υψηλής κατάρτισης απασχολουμένων στο σύνολο των απασχολούμενων στη χώρα.
Η χώρα μας είναι η τελευταία στην αύξηση αυτήν, ενώ επιπλέον το 2022 η Ελλάδα είναι η χώρα με χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στις βιομηχανίες εντάσεως γνώσης (περίπου 3% του συνόλου των απασχολουμένων). Το παραπάνω λαμβάνει χώρα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Έρευνα και Καινοτομία
Από εκεί και πέρα, παρά το ότι η Ελλάδα ανήκει στις χώρες τρίτης ταχύτητας στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, κατά την έκθεση,είναι μια χώρα «Μέτριας Καινοτομίας (Moderate Innovator)», ανεβάζοντας ταχύτητα από τη νέα χιλιετία και μετά
Ως εκ τούτου, αν και ο μέσος όρος αύξησης του δείκτη της έρευνας και καινοτομίας (Research & Innovation, R&I) στην ΕΕ ανήλθε στο 35%, στην Ελλάδα η αύξηση αυτή ήταν περίπου 42%. Η απόσταση, επομένως, από τον μέσο όρο της Ευρώπης μίκρυνε, αλλά ο βηματισμός ήταν πολύ μικρός για να καλύψει τη διαφορά που τη χωρίζει από τις άλλες περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες σε Έρευνα και Καινοτομία.
Σύμφωνα πάντα με την ίδια έρευνα, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται επίσης να διαδραματίσει ρόλο στην μείωση του χάσματος καινοτομίας. Μια σειρά από χώρες με ασθενέστερες επιδόσεις στην καινοτομία απολαμβάνουν υψηλά κατά κεφαλήν επίπεδα των πόρων του Ταμείου RRF όσο και των (Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Λετονία, Κροατία, Εσθονία, Τσεχία και Πολωνία. Ωστόσο, η κατά κεφαλήν ένταση των πόρων που παρέχονται στο πλαίσιο των RRF είναι επίσης σχετικά σημαντική σε μερικές ιδιαίτερα καινοτόμες χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία και Δανία), ενώ εμφανίζεται μέτρια στις ορισμένες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες (και λιγότερο καινοτόμες) χώρες (Ρουμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία).
Πηγή ot.gr