Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Η χώρα μας βρίσκεται σε μια δύσκολη, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά εποχή, όπου πλέον οι κίνδυνοι είναι κάτι παραπάνω από ορατοί, καθώς η ύπαρξη ευθέων απειλών είναι μια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν πρέπει να αγνοηθεί και σε καμία περίπτωση να υποβαθμιστεί από όλους τους ανώτερους πολιτειακά παράγοντες δεδομένης και της σύγκρουσης που βιώνει η πατρίδα μας στα ανοιχτά μέτωπα στα οποία έχει εισέλθει εδώ και καιρό.
Η νούμερο ένα απειλή και οι δορυφόροι
Κατά κοινή ομολογία, η νούμερα ένα απειλή για την Ελλάδα την δεδομένη χρονικά στιγμή ακούει στο όνομα Τουρκία και, δυστυχώς, βρίσκεται σε μεγαλύτερο βαθμό ετοιμότητας από εμάς. Η ετοιμότητα αυτή δεν έχει να κάνει με το σθένος και την ομοψυχία, στοιχεία τα οποία διαθέτουν οι Ένοπλες Δυνάμεις μας σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλά έχει να κάνει σε επίπεδο επιχειρησιακής ετοιμότητας και κυρίως σε πολεμικές επενδύσεις και εξοπλιστικά προγράμματα, στον τομέα εκείνο δηλαδή όπου το Μνημόνιο έχει επιφέρει σαρωτικές και επικίνδυνες αλλαγές για την χώρα μας.
Είναι αλήθεια πως η χώρα μας ανέκαθεν δεν έδειχνε να προτιμά την πρόληψη αντί της καταστολής σε όλα τα θέματα που την αφορούν και όχι μόνο στο τμήμα της ασφάλειας της χώρας μας. Ανέκαθεν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, “επένδυαν” στον κακοσχηματισμένο και κακομαθημένο δημόσιο τομέα αντί της σίγουρης και ασφαλής ετοιμότητας αυτών που ονομάζουμε contigency plans, που θα αποτελούσαν ίσως και ένα ανάχωμα στην σημερινή άναρχη κατάσταση που επικρατεί.
Η Τουρκία την τελευταία διετία και με τις πρόσφατες εξαγορές πολεμικών μέσων, παρά το εμπάργκο που τις τελευταίες ημέρες της επιβλήθηκε από την Αυστριακή κυβέρνηση, δείχνει μια “επεκτακτική πολιτική εξοπλισμών” την οποία και θα ήθελε να μετουσιώσει και σε εδαφική ο Πρόεδρος της Ταγίπ Ερντογάν. Έχω αναφερθεί κατά καιρούς αλλά και πρόσφατα σχετικά με τα όσα λέει και ίσως να σκέφτεται ο “Σουλτάνος” Ερντογάν και αφορούν την χώρας μας, αλλά δυστυχώς όπως και εγώ αλλά και πολλοί άλλοι δεν έχουμε εισακουστεί μέχρι στιγμής. Αντ’αυτού η Ελλάδα υφίστατο έναν άνευ προηγουμένου εξευτελισμό, ο οποίος δείχνει να κλιμακώνεται αλλά και να μεγεθύνεται μέρα με την μέρα.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα αβεβαιότητας και αδιαλλαξίας έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τους μικρούς και διαχρονικά σαθρούς δορυφόρους της Τουρκίας, όπου με κάθε ευκαιρία δείχνουν τις όχι και τόσο φιλικές διαθέσεις τους. Παρομοιάζοντας τους, θα μπορούσα να αναφερθώ σε αυτούς σαν “κοράκια”, όπου οσμίζονται ένα πληγωμένο θήραμα και παραμονέυουν στην γωνία για να τσιμπήσουν ότι υπόλλειμα θα έχει μείνει. Αυτό ακριβώς είναι όπου πρέπει να διαφυλάξουμε αυτήν την ύστατη στιγμή. Την προστασία αλλά και την μη δυνατότητα για “λεηλασία” και κατασπάραξη των ζωτικών για την χώρα μας συμφερόντων. Την ίδια την πατρίδα μας και τον λαό που δυνοπαθεί οικονομικά αλλά και κοινωνικά.
Επιτακτική ανάγκη ή άδικος κόπος;
Υπό αυτό το πρίσμα, όπου εκτενώς νομίζω αναφέρθηκα και πιο πάνω, προκύπτουν δύο συμπεράσματα και τα οποία μας παρουσιάζονται και με την μορφή ερωτήσεων. Είναι αναγκαία μια σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας ή άδικος κόπος; Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσω να υπεραμυνθώ πως είναι αναγκαία μια σύσταση ενός τέτοιου συμβουλίου, γεγονός που κατά την γνώμη μου θα ενίσχυε τόσο την πρόληψη όσο και την συστηματική και οργανωμένη λύση μελλοντικών προβλημάτων που απαιτούν γενναία υπερήψωση του εθνικού έναντι του κομματικού φρονήματος.
Αρχικά μια τέτοια ενέργεια θα είχε ουσιαστικό και πραγματικό περιεχόμενο, μόνο εάν συνοδευόταν από ρηξικέλευθες τομές και αρμοδιότητες. Η σύσταση του για παράειγμα θα φανέρωνε σε μεγάλο βαθμό την προταιρεότητα του εθνικού από του κομματικού συμφέροντος, πράγμα που από μόνο του θα έθετε τις βάσεις για μια πιο αρμονική, γρήγορη αλλά και ευρέως αποδεκτή λύση των εκάστοτε προβλημάτων εθνικής ασφάλειας.
Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η ταχεία ενημέρωση αλλά και δράση της χώρας μας σε ουσιώδη ζητήματα εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πολιτικής να μας τοποθετεί πλέον σε ρόλο κύριου δρώντα και όχι απλώς παρατηρητή, που με την σειρά του θα μας έδινε το πλεονέκτημα για πιο αποτελεσματικά μέσα και λύσεις στα προβλήματα που θα ανέκυπταν.
Με την Τουρκία αλλά και τις χώρες δορυφόρους της, όπως την Αλβανία και τα Σκόπια, να “αλωνίζουν” στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής προβάλλοντας αλυτρωτικές διαθέσεις για περιοχές τις οποίες νομίμως δεν έχουν κανέναν δικαίωμα, η θέση της Ελλάδας οφείλει να δυναμώνει μέρα με την μέρα και να δημιουργέι εκείνες τις προϋποθέσεις που θα την αναδείξουν σε ρόλο ηγεμόνα στην περιοχή των βαλκανίων αλλά και στις καρδιές των Ελλήνων όπου ζούνε σε αυτές τις χώρες και που δυστυχώς υφίσταντο τρομακτικές πιέσεις και διώξεις ακόμη και σήμερα.
Η δομή, τα μέλη και ο χαρακτήρας του Συμβουλίου
Ένα θέμα το οποίο σηκώνει μεγάλη κουβέντα και το οποίο δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω, είναι εκείνο της δομής, των μελών αλλά και του χαρακτήρα του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας. Προκειμένου να μην πέσουμε στην παγίδα του να ιδρύσουμε ακόμη έναν “αργό, άναρχο αλλά και αναποτελεσματικό δημόσιο φορέα”, θα πρέπει να θέσουμε εξ’αρχής κάποιες βάσεις αλλά και απαράβατους κανόνες.
Αρχικά η σύνθεση του θα πρέπει να απαρτίζεται από μέλη τα οποία να έχουν μια σημαντική πείρα στον τομέα τόσο των Διεθνών Σχέσεων όσο και στα τμήματα της Εξωτερικής πολιτικής και της Ασφάλειας επίσης. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να είναι άτομα τα οποία, κατά κανόνα, θα πρέπει να μην έχουν εμπλακεί σε φαινόμενα ανομίας και παραβατικότητας κατά την διάρκεια της ζωής τους και φυσικά να αποτελούν πρόσωπα κοινής επιλογής από όλους τους κομματικούς σχηματισμούς εντός της Βουλής. Είναι αυτή η συναίνεση η οποία δίνει τον νομιμοποιητικό χαρακτήρα στην προσπάθεια και που δίχως αυτήν δυστυχώς το εγχείρημα δεν θα μακροημερεύσει εάν και όποτε ξεκινήσει.
Ακόμη δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και σε καμία περίπτωση να υποβαθμιστεί ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων και της εκάστοτε ηγεσίας όπου βρίσκεται υπό και άνω του ΓΕΕΘΑ, καθώς αυτό θα είχε επίσης αρνητικά αποτελέσματα στην συνολική προσπάθεια διότι θα είχαμε ενάν ευθή παραγκωνισμό του άμεσα αρμόδιου για την φύλακη των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας, πράγμα που αργά ή γρήγορα θα μετουσιωνόταν σε συνολική δυσαρέσκεια.
Δεν θα μπορούσα να μην κλείσω αυτό το άρθρο λέγοντας πως η ανάγκη ίδρυσης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας πρέπει και αποτελεί έναν μονόδρομο για την χώρα μας, εάν θέλει συντονισμένα και συντεταγμένα να αποκτήσει ρόλο δρώντα και όχι παρατηρητή στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Και μην ξεχνάτε, Έλληνες, μόνο η συναίνεση θα μας οδηγήσει στο πραγματικό φως, μακριά από τα σκοτεινά μονοπάτια που βιώνουμε, ίσως σε μια νέα εποχή μακρυά από κινδύνους και αφερέγγυους συμμάχους.