Ο Πάνος Νάτσης πρωταγωνιστεί φέτος στην παράσταση Manji στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και μιλά στο RP για το ιδιαίτερο αυτό έργο, τη σημασία του, τους συντελεστές, τα κοινωνικά ταμπού, αλλά και τα καλλιτεχνικά του σχέδια για τη νέα σεζόν.
– Manji: Τί σημαίνει; Ποια είναι η δική σου «μετάφραση» για το έργο, μέσα από τον ρόλο που ερμηνεύεις;
Manji είναι η Ιαπωνική σβάστικα. Συμβολίζει τον κύκλο της ζωής, τη δίνη. Κάπως έτσι μας παρουσιάζει ο Τανιζάκι τους χαρακτήρες στο έργο του, παρασυρμένους δηλαδή σε μία δίνη η οποία μοιραία τους κατευθύνει σε καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να ελεγξούν.
Έτσι κάπως, και ο χαρακτήρας που υποδύομαι (Κόταρο), ένας χαρακτήρας “ακλόνητος και σταθέρος στις αρχές του”, όπως μας λέει χαρακτηριστικά στην αφήγησή της η Σόνοκο, έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις πρωτόγνωρες σε αυτόν. Στην προσπάθειά του να τις ελέγξει έρχεται σε σύγκρουση με το αξιακό του σύστημα και, τελικά, μπαίνει κι αυτός σε αυτή τη δίνη που θα τον αλλάξει σε βαθμό που δεν θα είναι αναγνωρίσιμος ούτε από την σύζυγό του (Σόνοκο).
-Πώς προσεγγίσατε το Manji; Πες μας δυο λόγια για τη συνεργασία επί σκηνής αλλά και τη σκηνοθεσία του έργου;
Το μυθιστόρημα του Τανιζάκι έχει την μορφή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης της Σόνοκο. Από την δική της φωνή ακούμε όλο το ιστορικό του έρωτά της με τον Μίτσουκο. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, λοιπόν, ότι είχαμε να διαχειριστούμε ένα τέτοιο κείμενο και όχι ένα αμιγώς θεατρικό. Στη διαδικασία των προβών έπρεπε εμείς να επιλέξουμε ποιες σκηνές θα “φωτίσουμε”, πως θα διαχειριστούμε τις τόσες διαφορετικές χρονικότητες του έργου, ποια υποκειμενική (ποιού χαρακτήρα) θα επιλέξουμε την κάθε στιγμή για να ξαναζωντανέψουμε την ιστορία μέσα από την αφήγηση της Σόνοκο. Δουλέψαμε πολύ, η Βαρβάρα Νταλιάνη είναι μια σκηνοθέτιδα η οποία βλέπει τους ηθοποιούς ως συνδημιουργούς κ αυτό έκανε την συνεργασία μας ακόμη πιο ενδιαφέρουσα για μένα προσωπικά. Οι υπόλοιποι συνεργάτες είναι όλοι τους πολύ ταλαντούχοι και εξαιρετικοί επαγγελματίες. Ελπίζω να ξανασυνεργαστούμε και είμαι σίγουρος ότι θα δούμε πολύ όμορφες δουλειές από αυτούς τους ανθρώπους.
– Έχει το έργο κοινωνικό αντίκτυπο στη σημερινή Ελλάδα;
Σίγουρα μιλάμε για δύο συντηρητικές κοινωνίες. Η κάθε μία με τον τρόπο της. Θέλω να πω πως μπορεί η σχέση μεταξύ δύο γυναικών να μην είναι κατακριτέα στην Ιαπωνία του 1920 (αν αυτές οι γυναίκες είναι ανύπαντρες) και πάλι, όμως, μιλάμε για μια κλειστή κοινωνία όπου η θέση της γυναίκας είναι συγκεκριμένη.
Παρόλα αυτά, η παράσταση δεν επικεντρώνεται τόσο στις διαφορές και τις ομοιότητες των δύο κοινωνιών όσο στο ότι τα πάθη αυτά είναι πανανθρώπινα και παρόμοιες καταστάσεις μπορούν να συμβούν στον οποιοδήποτε. Ο Τανιζάκι θέτει το θέμα του διαφορετικού, του μη φυσιολογικού, όμως, όχι για να τονίσει την διαφορετικότητα των χαρακτήρων του σε σύγκριση με το τι θεωρείται αποδεκτό από την Ιαπωνική κοινωνία το 1920, αλλά το πως αυτά τα πρόσωπα θα διαχειριστούν τις καταστάσεις και τα συναισθήματά τους.
Σε μια “φυσιολογική” (κοινωνικά) σχέση δύο ανθρώπων η υγεία αυτής της σχέσης καθορίζεται από τις σκέψεις, τις επιθυμίες των ατόμων που είναι μέσα σε αυτή. Και πολλές φορές απαιτούνται θυσίες και αποδεικνύεται δύσκολο να διατηρηθεί αυτή η σχέση. Όταν, λοιπόν, μιλάμε για τρία η και τέσσερα πρόσωπα… τα συναισθήματα συγκρούονται, καχυποψία, σκέψεις που περιπλέκουν ακόμη περισσότερο μια “δύσκολη” κοινωνικά κατάσταση. Το θέμα, λοιπόν, είναι αν μπορεί να γίνει λειτουργική μια τέτοια σχέση και πως αυτό θα επηρεάσει τα πρόσωπα. Με λίγα λόγια, η διαχείριση του “διαφορετικού” όχι τόσο η σύγκρισή του με κάτι άλλο ή η κατανόησή του.
–Ποια είναι τα σχέδια σου για το άμεσο μέλλον;
Αυτή την Δευτέρα και την Τρίτη είναι οι 2 τελευταίες παραστάσεις του Manji. Άμεσα ξεκινάμε πρόβες για το “‘Ήχος του όπλου” της Λούλας Αναγνωστάκη στο altera pars (Θα ανέβει τον Οκτώβρη). Αυτά για το άμεσο μέλλον.
Ο Πάνος Νάτσης γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1991 και είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Καρόλου Κουν. Έγινε γνωστός μέσα από τις ταινίες 3000 (2016) και Mary Wants a Purple Dress (2015).