Του Βασίλη Νιτσιάκου
Στην κοινωνία της νεοτερικότητας η κατάσταση είναι διαφορετική. Τα κοινά όλο και περισσότερο γίνονται λιγότερο κοινά. Και αυτό δεν είναι παρά συνέπεια των νέων ηθών που προτάσσουν το ατομικό του συλλογικού, το ιδιωτικό του δημοσίου.
Η σχέση της κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον στις κοινότητες του προβιομηχανικού παρελθόντος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι, εκτός της οικολογικής διάστασης άπτεται και της διαχείρισης των κοινών. Εάν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια οικολογική συνείδηση, μπορούμε να αναφερθούμε σε μια βιωματική αειφορία, μια στάση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που δεν είναι ληστρική αλλά διέπεται από θεσμικές πρακτικές τέτοιους που διασφαλίζουν την επιβίωση και αναπαραγωγή της κοινότητας μέσω της μη εξάντλησης των φυσικών πόρων από τους οποίους εξαρτάται.
Αυτές οι πρακτικές μπορεί να είναι και θρησκευτικού χαρακτήρα, με την μορφή του καθαγιασμού ενός σημαντικού κοινού φυσικού πόρου, ώστε να αποτρέπεται η ανεξέλεγκτη χρήση του, ακόμα και η ιδιοποίησή του. Τέτοιοι πόροι είναι το νερό και τα δάση.
Στην περίπτωση του νερού, ιδιαίτερα σε τόπους όπου υπήρχε έλλειψη, ήταν συνήθης πρακτική διασφάλισης της κοινής πρόσβασης ο καθαγιασμός, κατά κανόνα με την αφιέρωση της πηγής σε έναν Άγιο, συνήθως δρακοντοκτόνο. Πρόκειται για τα γνωστά ως «αγιάσματα», που μάλιστα η αφιέρωση σε Αγίους τους προσδίδει ακόμα και θαυματουργές ιδιότητες.
Σε τούτο το άρθρο θα αναφερθούμε στην περίπτωση των δέντρων, του δάσους. Πρόκειται για τα καθαγιασμένα με διάφορους τρόπους μικρά ή μεγάλα δάση, κατά κανόνα αφιερωμένα κι αυτά σε κάποιον προστάτη Άγιο. Είναι συνήθως γνωστά ως «βακούφικα», αλλά απαντώνται και με ονομασίες όπως «κουρί», «αφορισμένο», «κεφαλάρι» κ.λπ. Αυτά τα δάση, πέρα απο το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν ως πρακτικές της λαϊκής λατρείας και βέβαια από την αισθητική τους αξία, έχουν αξιόλογο ενδιαφέρον από οικολογική αλλά και από τη σκοπιά της διαχείρισης των κοινών.
Τα «βακούφικα» είναι συνήθως δασύλλια ανάντι των οικισμών, τα οποία συγκρατούν τα νερά και προστατεύουν το έδαφος από κατολισθήσεις, ρυθμίζουν ταυτόχρονα και το μικροκλίμα του τόπου. Ο καθαγιασμός τα καθιστά ιερά και ως εκ τούτου προστατευόμενα. Η παραβίαση της απαγόρευσης ξύλευσης ή άλλης καταστροφικής παρέμβασης συνεπάγεται υπερφυσικού χαρακτήρα τιμωρίες, σύμφωνα με τοπικές δοξασίες, οι οποίες ενισχύονται και αναπαράγονται στην τοπική προφορική παράδοση με συγκεκριμένα παραδείγματα «ιερόσυλων» που τιμωρήθηκαν από τον Άγιο προστάτη.
Πρόκειται για πολύ συνειδητή επιλογή της κοινότητας, προκειμένου να προστατεύσει ένα ωφέλιμο δάσος, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όταν συνδυάζεται με «αφιερώσεις» ιδιοκτησιών που εφάπτονται του συγκεκριμένου δάσους. Κάποιες φορές μάλιστα δημιουργούνται τέτοια ιερά δάση με την οικειοθελή παραχώρηση ιδιοκτησιών. Είναι μια «οικολογική» πρακτική με σημερινούς όρους, η οποία ωστόσο μας δείχνει πώς η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον διαμεσολαβείται από την κοινωνία. Θα μπορούσαμε να πούμε είναι προέκταση του ήθους που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις σε μια κοινότητα.
Πίσω από τις πρακτικές αυτές εντοπίζεται το κοινοτικό πνεύμα, η αίσθηση του «κοινού ανήκειν» και η βιωματική επίγνωση των ορίων των φυσικών πόρων και των αναγκαίων προϋποθέσεων αναπαραγωγής των υλικών και συμβολικών μέσων επιβίωσης του κοινωνικού συνόλου.
Στην κοινωνία της νεοτερικότητας η κατάσταση είναι διαφορετική. Τα κοινά όλο και περισσότερο γίνονται λιγότερο κοινά. Και αυτό δεν είναι παρά συνέπεια των νέων ηθών που προτάσσουν το ατομικό του συλλογικού, το ιδιωτικό του δημοσίου.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο In.gr