Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Το διαρκές πραξικόπημα εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας συνεχίζεται ενώπιον των τελεσιγραφικών, αντικοινοβουλευτικών και σαφώς αντισυνταγματικών διαδικασιών για την ρύθμιση της εσωτερικής έννομης τάξης, είτε στο πλαίσιο των προαπαιτούμενων για ένα τρίτο μνημόνιο, που επιζητεί εναγωνίως η κυβέρνηση Τσίπρα, είτε στο πλαίσιο μιας νέας συμφωνίας «γέφυρα» με την τρόικα, την οποία υποστηρίζουν όσοι θεωρούν πρόχειρη και επιπόλαιη την τρέχουσα διαδικασία, μη-προσφέρουσα λύση με βιώσιμα (αναπτυξιακά) χαρακτηριστικά στην ελληνική κρίση.
Το μοναδικό βέβαιο συμπέρασμα από το αποτέλεσμα του πρόσφατου δημοψηφίσματος είναι πως ο ελληνικός λαός στην πλειονότητά του αρνείται αυτή την συγκεκριμένη διαδικασία επιβολής μέτρων επί μέτρων εσωτερικής υποτίμησης στο πλαίσιο ενός χυδαίου εκβιασμού από τους εταίρους- δανειστές της χώρας: ή δέχεστε την στρατηγική και την πολιτική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτός διακονείται από την τρόικα που έχει μετατραπεί σε «κουαρτέτο», ή αποχωρείτε από την ευρωζώνη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ωστόσο η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και ο ίδιος προσωπικά μετέτρεψαν αυτό το ΟΧΙ σε ΝΑΙ. Αποδέχθηκαν, δηλαδή, καί τον εκβιασμό καί την ίδια ακριβώς μεθοδολογία της τρόικας, στην οποία άσκησαν προεκλογικώς (πριν από λίγους μήνες δηλαδή) έντονη κριτική και σε ο, τι αφορά στον πολιτικό της χαρακτήρα (αντιδημοκρατική, αντικοινωνική) και σε ο, τι αφορά στην αποτελεσματικότητά της (βιώσιμη λύση χωρίς περαιτέρω κοινωνική και κεφαλαιουχική καταστροφή), ενώ σήμερα συνεχίζουν ως κυβέρνηση να μην την αποδέχονται ως δική τους επιλογή. Συμφωνούν πως πρόκειται για μία ταξικού χαρακτήρα αυταρχική παρέμβαση που καταλύει την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας στην Ελλάδα, αλλά παρόλα αυτά έπαψαν να χαρακτηρίζουν την διαδικασία που την αποκρυσταλλώνει σε πολιτική πρακτική ως πραξικόπημα, που εκτός από το θεμέλιο της Ελληνικής Δημοκρατίας, προσβάλει και τις αρχές και τους κανόνες της σύγχρονης ευρωπαϊκής νομιμότητας!
Γιατί; Μα, επειδή η ίδια η κυβέρνηση είναι ο κεντρικός φορέας αυτού του πραξικοπήματος, συνεπικουρούμενη από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων εκείνων που υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται το νεοφιλελεύθερο δόγμα: Η δημοκρατία πρέπει να υποχωρεί ενώπιον της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Οι περισσότεροι, μάλιστα, από αυτούς τους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν πως το «σοκ και δέος» που επιβλήθηκε από την τρόικα – την οποία οι ίδιοι έφεραν στα ελληνικά πράγματα για να περισωθούν από την πτώχευση του κράτους και για να διασκεδάσουν τις ευθύνες τους – δεν επέφερε μέσα σε έξι χρόνια το οικονομικό αποτέλεσμα που προέβλεπαν με απόλυτη βεβαιότητα, διότι δεν υπήρξε αποφασιστικότητα στην αποδημοκρατικοποίηση. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Πως δεν εξοβελίστηκαν με σαρωτικό τρόπο ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, οι λεγόμενες ελευθερίες του ανθρώπου, μπροστά στην οικονομική ελευθερία.
Το παράδοξο στην προσέγγιση των τελευταίων είναι πως εμφανίζονται ανακόλουθοι ως προς την πολιτική οικονομία της ελευθέριας αγοράς που υποστηρίζουν. Εάν πράγματι αυτό ήθελαν, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν εκτός ευρωζώνης. Και θα ήταν εκτός, διότι θα είχε πτωχεύσει κανονικά, ορθόδοξα και ορθολογικά, μη μπορώντας να υποτιμήσει το νόμισμά της και μη μπορώντας να δανειστεί από την αγορά. Θα έβγαινε, λοιπόν, αναγκαστικά από την ευρωζώνη για να αντιμετωπίσει με εξωτερική υποτίμηση και πλήρη χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση την πτώχευση κράτους και τραπεζών. Αυτό και μόνον αυτό θα ήταν ως πολιτικοοικονομική πρακτική σύμφωνο με αυτά που πρεσβεύουν επισήμως κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί. Αυτό σημαίνει οικονομικός φιλελευθερισμός.
Οικονομικός φιλελευθερισμός και αντικρατισμός δεν σημαίνει πως αντικαθιστούμε τον Κεϋνσιανιστικό Σχεδιασμό στο πλαίσιο του κράτους με τον Αυταρχικό Σχεδιασμό που επιβάλλεται σε ένα κράτος μέσω μνημονίων και δανειακών συμβάσεων από μία νομισματική ένωση. Αυτό αποκαλείται αναζήτηση μίας δικτατορίας οικονομικού τύπου, την οποία προτιμούμε ως πολιτικώς ορθότερη από μια δικτατορία πολιτικού ή στρατιωτικού τύπου. Με πραγματιστικούς όρους οι ηγεσίες της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα εμφανίζονται να αποδέχονται ως σωτηρία για τα συμφέροντα που δήθεν εναρμονίζουν εντός της χώρας, το σταλινικό μοντέλο άσκησης εξουσίας, όπου είναι οι θεσμοί των Βρυξελλών – και όχι οι θεσμοί της Μόσχας – οι οποίοι σε συνεργασία με το ΔΝΤ και με μοχλό την ΕΚΤ, παίζουν τον ρόλο του Σχεδιαστή, του Επιτρόπου και του Ύπατου Αρμοστή για την Ελλάδα.
Τι συμβαίνει λοιπόν, πρακτικά, σήμερα στην Ελλάδα; Εφαρμόζεται ένα Σχέδιο αντίθετο τόσο στον οικονομικό φιλελευθερισμό, όσο και στον πολιτικό φιλελευθερισμό με την έννοια του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού και του λεγόμενου Κράτους Δικαίου, έτσι ώστε και στον βαθμό που πετύχει αυτό το Σχέδιο, να εναρμονιστεί η ελληνική εθνική οικονομία και η αγορά και άρα ολόκληρη η ελληνική κοινωνία στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, δηλαδή στον αυταρχικό καπιταλισμό, όπου όλες οι ελευθερίες και τα δικαιώματα υποτάσσονται στην οικονομική ελευθερία και στο επιχειρηματικό δικαίωμα.
Με άλλα λόγια, θεσμοθετείται άρρητα ένα δικτατορικό καθεστώς το οποίο οι κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί (όπως εμφανίζονται σήμερα στο κοινοβούλιο με την ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ) αποδέχονται με ανακούφιση, καθώς αυτό διασφαλίζει την συνέχεια του ηγεμονικού καθεστώτος το οποίο έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα κατά την εξέλιξη της μεταπολίτευσης του 1974, ενώ η ηγεσία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφανίζεται να το ανέχεται για να το ανατρέψει από μέσα, όταν κάποια στιγμή η χώρα θα έχει διασφαλίσει το μη-Grexit! Δηλαδή οι τελευταίοι υποστηρίζουν πως εφαρμόζουν το σχέδιο της τρόικας που αποσκοπεί στην επικράτηση της κυριαρχίας της οικονομικής ελευθερίας πάνω σε όλες τις άλλες με φυσιολογική μεγέθυνση του Κοινωνικού Ζητήματος και ενίσχυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, για να ανατρέψουν όλα αυτά όταν πλέον το νέο αυτό καθεστώς, που προδήλως εξυπηρετεί την σημερινή μορφή ηγεμονίας των διαπλεκομένων στην Ελλάδα, θα έχει πακτωθεί!
Αυτό δεν είναι απλώς παράδοξο, είναι «παλαβό» και μετατρέπει φυσιολογικώς τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα σε ιδιόμορφες, μεταμοντέρνες και μετανεωτερικές ομάδες πίεσης προς την τρόικα. Τα κόμματα πλέον στην Ελλάδα δεν εναρμονίζουν συμφέροντα, αλλά διεκδικούν τροποποιήσεις στο Σχέδιο της Τρόικας, το οποίο αναθεωρείται με την μορφή ενός τρίτου μνημονίου, στο πλαίσιο μιας νέας δανειακής σύμβασης υπό την ίδια ακριβώς πολιτική μεθοδολογία των προηγούμενων. Και έτσι στις εκλογές που καταφτάνουν με βήμα ταχύ, αντί προγράμματος, τα κόμματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος θα εμφανίσουν λογικά τις διεκδικήσεις τους προς την τρόικα που θα αφορούν σε μία σπέκουλα βασισμένη σε διαφορετικές προβολές ενός τρίτου μνημονίου. Οι διεκδικήσεις πρόκειται να κινηθούν από την «απαίτηση» να εφαρμοστούν ακόμη πιο σκληρά μέτρα εναντίον των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων, μέχρι την «απαίτηση» για ισοδύναμα, ανακουφιστικά των τραγικά πληττόμενων τάξεων μέτρα και την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη ή από ολόκληρη την ΕΕ και το ΝΑΤΟ!
Σε λίγες εβδομάδες, όπως φαίνεται, θα έχουμε λοιπόν το πρωτοφανές φαινόμενο δήθεν κόμματα που θα έχουν ουσιαστικώς την υπόσταση ομάδων πίεσης, να ανταγωνίζονται στην πολιτική αρένα για την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση. Κάπως έτσι, η οικονομική δικτατορία που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα σε συνάρτηση με το διαρκές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που την συνοδεύει, καταλύει τόσο την έννοια της Ελληνικής Δημοκρατίας, όσο και την διάσταση και το ρόλο του κομματικού φαινομένου ως θεμελιώδη παράγοντα αυτής. Συνεπώς, οι εκλογές που έρχονται θα είναι αποτέλεσμα μίας δραματικής παραμόρφωσης του πολιτικού φαινομένου στην πατρίδα μας. Θα πρόκειται για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο κοινοβούλιο στο πλαίσιο ενός δικτατορικού καθεστώτος, με αυτό να αμφισβητείται μόνον από όσους υποστηρίζουν άλλες μορφές δικτατορίας, ή από αυτούς που συνδέουν την πολιτική τους οντότητα με εθνικό νόμισμα.
Με τους τελευταίους η αντίθεσή μου είναι ποιοτικού και βαθύτερα οντολογικού χαρακτήρα. Δεν είναι το εθνικό νόμισμα το μέσο που υπηρετεί μία δημοκρατία, ούτε ασφαλώς θα μπορούσε η δημοκρατική οργάνωση να υπάρχει για την εξυπηρέτηση του εθνικού νομίσματος. Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι η δικτατορία που επιμελείται και διασφαλίζεται από την τρόικα, ενώ υπηρετείται από ένα ευρύ φάσμα κομμάτων που στο πλαίσιο αυτής της εξουσιαστικής διαδικασίας παύουν να είναι κόμματα. Προτείνω, λοιπόν, αντί για την αντιεπιστημονική, αντιιστορική και αταξική στην πραγματικότητα προεκλογική διάκριση μεταξύ «κομμάτων του ευρώ» και «κομμάτων της δραχμής», να υπάρξει και να αρθρωθεί μία εντελώς διαφορετική ποιοτικά αντιπαλότητα: Μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται την δημοκρατία στην Ελλάδα και αυτών που δεν την ιεραρχούν ως το σημαντικότερο αγαθό στη σημερινή συγκυρία της ελληνικής κρίσης. Ουσιαστικά θα πρόκειται για την συγκρότηση δύο μετώπων με σαφώς ταξικό χαρακτήρα: Εκείνων που θα αρθρώνουν ένα ΟΧΙ στην λειτουργία και πρακτική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα και εκείνων που θα λένε ΝΑΙ σε επιλογές της τρόικας με τις οποίες είτε συμφωνούν, είτε διατηρούν επιφυλάξεις. Όποιος συμφωνεί ή διατηρεί απλώς επιφυλάξεις σε ο, τι αφορά στην δικτατορία που αναμφισβήτητα βιώνει ο ελληνικός λαός, ενώ παράλληλα εμφανίζεται να ασπάζεται, αν δεν διακηρύσσει τις δημοκρατικές αρχές, είναι αμοραλιστής, αριβίστας και προφανώς διπλοπρόσωπος υποκριτής.
Το μέτωπο αποδοχής ή ανοχής της δικτατορίας της τρόικας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, αγαπητέ αναγνώστη, να είναι το ευρωπαϊκό μέτωπο στην Ελλάδα. Η έννοια του ευρωπαϊσμού συνδέεται πολιτισμικά με την κριτική και την αμφισβήτηση και πολιτικά με τον αγώνα εναντίον κάθε μορφής δικτατορίας, αυταρχικότητας και αυτοκρατορικού ηγεμονισμού. Τα δήθεν κόμματα που είναι πλέον ιδιόμορφες ομάδες πίεσης που συγκροτούν αυτό το μέτωπο, είναι προφανώς αντιευρωπαϊκά μορφώματα με την έννοια πως είτε αντιφάσκουν με τις αρχές του ευρωπαϊσμού, είτε δέχονται πως δεν μπορούν να τις εφαρμόσουν στην πράξη, παρότι διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία! Τι κάνουμε λοιπόν οι έλληνες ευρωπαϊστές, που ασφαλώς αντιλαμβανόμαστε τον ευρωπαϊσμό πρωτίστως ως κοινωνική θεωρία και πρακτική; Αγωνιζόμαστε για πάση θυσία αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και της νομιμότητας στην ΕΕ!
Άρα, μεταξύ των απολιτικών, αταξικών και σφοδρά παραπλανητικών οικονομίστικων και όχι οικονομικών αφηγημάτων «πάση θυσία στο ευρώ» και «πάση θυσία στην δραχμή», υπάρχει και κάτι που καταλύει και τα δύο: Το «πάση θυσία αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας στην Ελλάδα». Η προεκλογική άρθρωση του «πάση θυσία αποκατάσταση της δημοκρατίας» είναι αυτό το οποίο θα μπορούσε να εναρμονίσει ταξικά συμφέροντα σε έναν κοινό αγώνα που θα αποκρυσταλλώνει τις αρχές και τις πρακτικές με ιστορικούς όρους, του ευρωπαϊσμού.