Οι υποψήφιοι σε μια δουλειά, αλλά και τα άτομα που παίρνουν τη συνέντευξη, πολλές φορές, βρίσκονται σε μια άχαρη θέση όπου σχεδόν ενθαρρύνονται να πουν κάποιο ψέμα. Έρευνες μας δίνουν την απάντηση στο πως, το γιατί και το πόσο συχνά συμβαίνει αυτό.
Απόδοση από άρθρο της Ρέιτσελ Φέιντζαιτ για το The Wall Street Journal
Είναι άραγε οι συνεντεύξεις για δουλειά, ένας τρόπος να εξασκήσει κάποιος τις ικανότητές του στην εξαπάτηση; Όσοι ασχολούνται με το career coaching και οι ερευνητές που μελετούν τα ψέματα, λένε πως ναι, είναι.
Η άποψη αυτή δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Από παιδιά, η κοινωνικοποίησή μας περιλαμβάνει λευκά ψέματα, όταν για παράδειγμα μας ρωτάει η γιαγιά μας αν μας άρεσε το δώρο μας ή το φαγητό που έφτιαξε. Οι συνεντεύξεις για δουλειά αποτελούν απλώς την προέκταση αυτής της δυναμικής, εξηγεί ο Ρόμπερτ Φέλντμαν, καθηγητής της Σχολής Κοινωνικών και Συμπεριφορικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, στο Άμερστ και συγγραφέας του βιβλίου The Liar in Your Life (Σ.τ.Μ Ο ψεύτης στη ζωή σας).
«Είναι μια κατάσταση, σχεδιασμένη για να ενθαρρύνει το ψέμα», λέει. Οι υποψήφιοι πρέπει να δείξουν τον καλύτερό τους εαυτό και οι διευθυντές πρέπει να πουλήσουν τη θέση. Μερικές εταιρείες υποστηρίζουν πως θέλουν ωμή ειλικρίνεια, αλλά το ενοούν πραγματικά; «Τα ψέματα είναι ένα κομμάτι του να είσαι ένα σωστά κοινωνικοποιημένο άτομο, ψέματα που κάνουν τους άλλους να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους και εμάς να παρουσιάζουμε τους εαυτούς μας ως άρτιους», λέει ο Φέλντμαν.
Μια από τις έρευνες έδειξε πως οι άνθρωποι λένε όλων των ειδών τις υπερβολές όταν κυνηγούν μια νέα θέση, από ευθύνες που είχαν σε προηγούμενες δουλειές, μέχρι τους λόγους για τους οποίους παραιτήθηκαν. Φυσικά, αυτές οι ανακρίβειες έχουν διάφορα επίπεδα, μπορεί να είναι απλώς υπερβολές, μέχρι εντελώς κατασκευασμένα γεγονότα. Κάποιες φορές, οι παραλείψεις ενδέχεται να βοηθήσουν στην αποφυγή κάποιων προκαταλήψεων. Άλλες φορές όμως ενδέχεται να επιφέρουν τον όλεθρο, ακόμα και να καταστρέψουν καριέρες.
Σε αυτό το άρθρο θα παρακολουθήσουμε μαζί μια εικονική συνέντευξη για δουλειά και παράλληλα θα αναλύσουμε τις σκόπιμες ασάφειες, τις παραπλανητικές πληροφορίες και τα χοντρά ψέματα που λένε και οι δύο πλευρές. Για την ανάλυση αυτή θα στηριχτούμε σε πρόσφατες ακαδημαϊκές έρευνες και συζητήσεις με ειδικούς πάνω στο θέμα της εππαγελματικής σταδιοδρομίας.
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Και τι ωραία η φωτογραφία στο γραφείο σας. Είχα πάει κι εγώ πρόσφατα για πεζοπορία σε αυτό το βουνό».
Ένας τρόπος εξαπάτησης είναι η κολακεία, λέει ο Νίκολας Ρούλιν, συνεργαζόμενος καθηγητής βιομηχανικής και οργανωσιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Saint Mary της Νέας Σκωτίας και συγγραφέας του βιβλίου The Psychology of Job Interviews (Σ.τ.Μ Η ψυχολογία πίσω από τις συνεντεύξεις για δουλειά). «Αυτό είναι μια ειλικρινής προσπάθεια για να συνδεθείς με το άτομο που παίρνει τη συνέντευξη και δείξεις πιο συμπαθητικός ή ότι μοιάζετε», λέει. Οι άνθρωποι θα γελάσουν με αστεία που δεν τους φαίνονται αστεία ή θα αλλάξουν λίγο τα ενδιαφέροντά τους για να ταιριάξουν με αυτά του ατόμου που παίρνει τη συνέντευξη. Αυτός ο υποψήφιος έχει πάει σε κάποιες πεζοπορίες, αλλά όχι στο συγκεκριμένο βουνό.
«-Πείτε μου τους λόγους που θέλετε να εργαστείτε εδώ, στη ‘Νέα Εταιρεία’.
-Ήθελα να γίνω βοηθός project manager από τότε που ήμουν παιδί. Είχα πάντα μεγάλη αγάπη για τα ‘μαραφέτια’.
-Όπως θα ξέρετε, είμαστε από τους πιο καινοτόμους κατασκευαστές για ‘μαραφέτια’ στη χώρα».
Η Κάθριν Μίνσιου, γενική διευθύντρια στον ιστότοπο για θέματα που αφορούν την εργασία, Muse, λέει ότι οι υποψήφιοι συχνά μιλάνε παραπλανητικά σε σχέση με τα ενδιαφέροντά τους. «Πιθανότατα χρειάζονται πραγματικά τον μισθό», λέει. Αλλά κανένας δε θα παραδεχόταν κάτι τέτοιο αν ήθελε να τον προσλάβουν.
Η έρευνα του Φέλντμαν έδειξε πως οι υποψήφιοι, κατά μέσο όρο, λένε δύο ή τρία ψέματα σε μια συνέντευξη 10-15 λεπτών. Αυτό είναι και το ποσοστό που εμφανίζεται όταν γνωρίζουμε ένα νέο άτομο στην καθημερινή μας ζωή. Τα ψεματάκια μας αφορούν δύο κατηγορίες: αυτά που αφορούν εμάς, με κάποια δόση υπερβολής για τις δυνατότητες και τα κατορθώματά μας («Μπορώ να λύσω ολόκληρο το σταυρόλεξο, χωρίς ούτε ένα λάθος») και αυτά που αφορούν τους άλλους, όταν λέμε πόσο τους συμπαθούμε («Το κούρεμά σου δείχνει υπέροχο!»). Οι άνδρες τείνουν να λένε ψέματα για τους ίδιους, ενώ οι γυναίκες για τους άλλους.
«-Ο πειραματισμός είναι στο αίμα μου. Στην προηγούμενή μου δουλειά όλοι με ήξεραν σαν το άτομο που φέρνει τις νέες ιδέες.
-Σωστά, ήσασταν δύο χρόνια στην ‘Παλιά Εταιρεία’. Γιατί φύγατε από εκεί;
-Ήμουν απλά έτοιμος για μια νέα πρόκληση.
-Οπότε, ήταν δική σας η απόφαση; Δε συνέβη τίποτε άλλο;
-Ακριβώς, ήταν απλώς η κατάλληλη στιγμή».
Σε μια έρευνα του Ρούλιν, το 2020, βρέθηκε ότι όσοι υποβάλλουν αιτήσεις για εργασία, προσαρμόζουν τις απαντήσεις τους στα τεστ προσωπικότητας, ώστε να δείχνουν ταιριαστοί για την εταιρεία. Αν για παράδειγμα, η εταιρεία είναι ανταγωνιστική και κόβει κεφάλια, παρουσιάζονται λιγότερο ταπεινοί και ήπιοι. Εδώ ο υποψήφιος παίζει το χαρτί της καινοτομίας, γιατί αυτό προσμετρά η ‘Νέα Εταιρεία’.
Συχνά, οι υποψήφιοι κάνουν ελιγμούς σχετικά με συζητήσεις σχετικές με τα ψεγάδια στο βιογραφικό τους. Ο Δρ Ρούλιν λέει πως αυτό γίνεται για θέματα από κακούς βαθμούς, μέχρι μεγάλα διαστήματα ανεργίας. Μπορεί ακόμα να κατηγορήσουν κάποιο άλλο άτομο, έναν παλιό διευθυντή ή να προσπαθήσουν να αλλάξουν το θέμα συζήτησης.
Σε μια έρευνα του 2019, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Guelph στο Οντάριο κατέγραψε πως κάθε ένας από τους 775 συμμετέχοντες παραδέχτηκε ότι έλεγε υπερβολές ή απέκρυπτε κάτι τουλάχιστον μια φορά σε μια συνέντευξη. Εδώ ο υποψήφιος προσπαθεί να καλύψει μια ιστορία για το πως έφυγε από εκείνη τη δουλειά.
Λιγότερα άτομα θα κατασκευάσουν ολόκληρες ιστορίες, σε σχέση με αυτά που θα αλλάξουν μικρές λεπτομέρειες. Ο Δρ Ρούλιν εκτιμά πως περίπου το 80% των ατόμων εξωραΐζει κάποιες εμπειρίες, ενώ ένα 20 με 30% επινοεί πράγματα, όπως ένα πτυχίο.
Τελικά, ποιος λέει τα περισσότερα ψέματα στις συνεντεύξεις; Αυτοί που βλέπουν τον κόσμο σαν κάτι ανταγωνιστικό, που όλοι παλεύουν για τους ίδιους πόρους, αυτοί που είναι λιγότερο ευσυνείδητοι και αυτοί που διαθέτουν τα χαρακτηριστικά της σκοτεινής τριάδας: ναρκισσισμό, μακιαβελισμό και ψυχοπάθεια. Επίσης, περισσότερο τείνουν να λένε ψέματα οι νεότεροι υποψήφιοι, ακριβώς επειδή δεν έχουν τόση πραγματική εμπειρία για να απαντήσουν σε κάποια ερώτηση, υποστηρίζει ο Δρ Ρούλιν. Η κα Μίνσιου συμβουλεύει τους νέους υποψήφιους να είναι ειλικρινείς για τις δυνατότητές τους.
«Το τελευταίο που θέλει κανείς είναι να βρεθεί σε μια κατάσταση που ενώ έχει πει ότι έχει κάποια δεξιότητα σε προχωρημένο επίπεδο, τελικά να μην μπορεί να την κάνει», λέει. Αν δεν έχετε πολλή εμπειρία, συστήνει να εστιάσετε σε μαθήματα soft skills, όπως διαχείριση χρόνου, επικοινωνία, αφοσίωση, που μπορούν να αποκτηθούν μέσω δραστηριοτήτων όπως ομαδικές εργασίες στην τάξη ή εθελοντική εργασία.
«-Βλέπω ότι έχετε εμπειρία με ξένες γλώσσες. Αυτό θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει με την επέκταση της εταιρείας μας στη Νότια Αμερική και την Ευρώπη.
-Ναι, μιλάω πολύ καλά Ισπανικά και γνωρίζω και την Python.
-Τέλεια. Έχετε κάποια άλλη απορία;»
Κάποιες φορές, ένα βιογραφικό είναι γεμάτο ανακρίβειες. Αλλά τα βιογραφικά δέχονται πλήγματα και από εύλογες παραλείψεις. Η κα Μίνσιου υποστηρίζει ότι είναι μερικές φορές συνετό να παραλείπονται πληροφορίες όπως η χρονιά αποφοίτησης ή η διεύθυνση, προς αποφυγή προκαταλήψεων. Δεν θέλετε να σας απορρίψουν από μια θέση, λόγω ηλικίας ή επειδή μένετε σε άλλη πόλη και σκοπεύετε να μετακομίσετε. «Αυτό βρίσκεται στη σφαίρα του δίκαιου», λέει η ίδια. Ακόμα, οι δικηγόροι προειδοποιούν τους εργαζόμενους να μην αποκρύπτουν ιατρικές πληροφορίες (επιζόντες καρκίνου ή έγκυες) στις συνεντεύξεις, λόγω πιθανής προκατάληψης.
Οι άνθρωποι τείνουν να φουσκώνουν τις δεξιότητές του σε γλώσσες ή και στον προγραμματισμό λέει ο Δρ Ρούλιν. Εξάλλου, ο όρος «πολύ καλή γνώση» μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους.
Ο Δρ Φέλντμαν ισχυρίζεται πως συχνά δημιουργείται ένα είδος συνομωσίας μεταξύ αυτού που ψεύδεται και του ατόμου που ακούει το ψέμα: και οι δύο μεριές θα ήθελαν το ψέμα να είναι αληθινό. Σε αυτή την περίπτωση -το παράδειγμα ενός κολακευτικού σχόλιου- απλώς το δεχόμαστε, λέει. Εδώ το άτομο που παίρνει τη συνέντευξη ψάχνει απεγνωσμένα κάποιον που να ξέρει Ισπανικά, οπότε επιλέγει να πιστέψει τον υποψήφιο, χωρίς καν να προσπαθήσει να κάνει μια συζήτηση στη γλώσσα, ούτε να ρωτήσει κάτι παραπάνω για αυτό.
«-Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για το περιβάλλον στη ‘Νέα Εταιρεία’.
-Είμαστε σαν οικογένεια εδώ. Τέλεια ισορροπία μεταξύ δουλειάς και προσωπικού χρόνου.
-Και τα ωράρια;
-Είναι καλά. Όχι βράδια, όχι σαββατοκύριακα. Δουλεύουμε σκληρά, αλλά διασκεδάζουμε κιόλας».
«Κάθε ένας που παίρνει μια συνέντευξη ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα έξοχο εργασιακό περιβάλλον», λέει ο Τζάντσον Βον, σύμβουλος εικόνας και διευθύνων σύμβουλος στην εταιρεία First Impressions HQ στην Ατλάντα. Οι εταιρείες, συχνά, διαλέγουν με προσοχή τα πιο εύθυμα στελέχη τους και βάζουν αυτούς να μιλάνε με τους υποψήφιους. Αυτή η πράξη αλλάζει και την ψυχολογία του ατόμου· οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν πως παίρνουν μέρος σε κάτι θετικό. «Όλοι θέλουμε να λέμε ‘Πήρα τις σωστές αποφάσεις’», λέει ο κος Βον. «Αυτός που παίρνει τη συνέντευξη, καθησυχάζει κατά τη διάρκεια της τον εαυτό του, σκεπτόμενος πως είναι στη σωστή θέση».
Είναι εύκολο για τους διευθυντές που κάνουν τις προσλήψεις να προσπεράσουν το γεγονός ότι η ομάδα τους δουλεύει πολλές ώρες, ειδικά αν θέλουν να γεμίσουν μια κενή θέση και πιθανώς έτσι να μειώσουν τον φόρτο εργασίας για τους ίδιους. Η κα Μίνσιου προτείνει να ρωτάει ο υποψήφιος συγκεκριμένες ερωτήσεις, ώστε να αντιλαμβάνεται καλύτερα το εργασιακό περιβάλλον. Ερωτήσεις όπως «Τι δραστηριότητες κάνετε για να καλυτερεύσετε τις μεταξύ σας σχέσεις;» και «Τι είδους επικοινωνία διατηρεί ο CEO με την εταιρεία;» οδηγούν σε χειροπιαστές απαντήσεις. Προτείνει ακόμα, να σκέφτεται ο υποψήφιος με τη λογική θετικά-αρνητικά· αφήστε τον διευθυντή να απαντήσει πρώτα σε κάτι θετικό («Ποιο κομμάτι του εργασιακού περιβάλλοντος αρέσει πιο πολύ στους υπαλλήλους σας;») και μετά διερευνήστε κάτι αρνητικό («Τι κάνει τους υπαλλήλους σας να φεύγουν από την εταιρεία;»). «Αν αφήσετε τους ανθρώπους να μιλήσουν πρώτα για κάτι θετικό, πολλές φορές μετά θα νιώσουν πιο άνετα να εκφράσουν κάποια κριτική ή κάποια από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν», λέει.
«-Υπάρχουν καθόλου μειονεκτήματα;
– Θα έλεγα ότι κάποιες φορές, απλώς μας νοιάζει υπερβολικά η αποστολή μας. Αλλά αυτό είναι ένα μικρό τίμημα σε σχέση με το ότι βοηθάμε να αλλάξει ο κόσμος. Να σας ρωτήσω, αφού προχωράει η συζήτηση, ποιος ήταν ο μισθός σας στην προηγούμενη δουλειά;
-Περίπου 100.000 δολάρια.
– Μάλιστα, δε ξέρω αν μπορούμε να δώσουμε τόσα. Αλλά υπάρχουν πολλές ευκαιρίες ανέλιξης. Θα φτάνατε ψηλά πολύ γρήγορα».
Έρευνα του 2019, από την καθηγήτρια ψυχολογίας Ντέμπορα Πάουελ και τις συναδέλφους της στο Πανεπιστήμιο του Guelph, έδειξε πως οι άνθρωποι λένε ψέματα όταν έχουν πιθανότητες να κερδίσουν κάτι, αλλά δεν είναι σίγουροι για τη νίκη. Ακόμα, παραπλανούν τις ομάδες που κάνουν προσλήψεις αν δεν είναι υποψήφιοι ανάμεσα σε πολλά άλλα άτομα. «Αν είναι πάρα πολλά τα άτομα, σχεδόν παραιτείσαι», λέει η Δρ Πάουελ. «Το λες [το ψέμα] αν νιώθεις ότι έχεις μια ευκαιρία, και κάτι τέτοιο, μικρό, μπορεί να σε βοηθήσει». Αν ο υποψήφιος μάθει ότι προχωράει η διαδικασία, τότε μπορεί να έχει λίγο μεγαλύτερο κίνητρο για να πει ψεματάκια.
Ο Δρ Φέλντμαν υποστηρίζει πως οι άνθρωποι λένε ψέματα για πράγματα που είναι δύσκολο να επιβεβαιωθούν, και οι προηγούμενοι μισθοί είναι ακριβώς αυτό. Όμως και πάλι, αυτή είναι μια περίπτωση που ίσως είναι καλύτερο να μην αποκαλύπτετε τα πάντα. Εξάλλου, λέει η κα Μίνσιου υπάρχει λόγος που σε κάποιες πολιτείες, πόλεις και εταιρείες απαγορεύονται οι ερωτήσεις για προηγούμενους μισθούς. «Ερωτήσεις τέτοιου τύπου, πάντα ήταν ένα μειονέκτημα για ομάδες που συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις στον εργασιακό χώρο», λέει η κα Μίνσιου. Τέτοιες ερωτήσεις διαιωνίζουν την ανισότητα. Τον Ιούνιο, βγήκε μία έρευνα για την εργασία η οποία έδειξε πως οι απαγορεύσεις ερωτήσεων σχετικά με προηγούμενους μισθούς συχνά οδηγούσαν σε μισθολογικές αυξήσεις, ειδικά σε Αφροαμερικανούς και γυναίκες.
Φυσικά, η στάση αυτή είναι κομμάτι των διαπραγματεύσεων και από τις δύο πλευρές.
Να είστε επιφυλακτικοί με τις υποσχέσεις που δίνουν τα άτομα που παίρνουν συνεντεύξεις, ειδικά αν είστε κοντά στο να συμφωνήσετε. Ο κος Βον λέει πως αυτό είναι ένα τυπικό ψεματάκι, αυτοί θα ορκιστούν πως μπορείτε να ανέβετε γρήγορα στην εταιρεία, ενώ στην πραγματικότητα ενδέχεται να υπάρχουν λιγοστές πιθανότητες για αυτό και να μείνετε στάσιμοι για χρόνια.
Αυτό το ψέμα μπορεί να κάνει κακό στον εργοδότη, λέει. Ο δυσαρεστημένος -πλέον- υπάλληλος θα μιλήσει με άλλους συναδέλφους, και ίσως άτομα που δεν έχουν πάρει αύξηση ή προαγωγή, οι υποσχέσεις θα έχουν ξεφουσκώσει και θα αντιληφθούν πως σε όλους έχουν πει τα ίδια ψέματα. Το ηθικό θα πέσει απότομα. Για να ψαρέψετε πληροφορίες για το πόσο ειλικρινείς είναι οι απαντήσεις τους, ρωτήστε ποιο είναι το ποσοστό των υπαλλήλων που ανέβηκαν γρήγορα την εταιρική σκάλα. Μην βασιστείτε πολύ σε απλές ιστορίες που μπορεί να ακούσετε, λέει ο κος Βον.
Όλα αυτά τα ψεματάκια μπορεί να είναι για το τίποτα. Τα ψέματα δεν βοηθάνε πραγματικά στο να βρει κάποιος δουλειά, όπως έδειξε η έρευνα του Δρα Ρούλιν.
Ταυτόχρονα και το άτομο που σας παίρνει τη συνέντευξη μπορεί να μην καταλάβει αν λέτε ψέματα. Οι άνθρωποι δύσκολα ξεχωρίζουν την αλήθεια από τη φαντασία, λέει. Η γλώσσα του σώματος δεν είναι μια καλή ένδειξη.
Η ανάλυση αυτών των οποίων λέγονται μπορεί να βοηθήσει -οι ειλικρινείς άνθρωποι λένε περισσότερες λεπτομέρειες και περιεχόμενο και αναγνωρίζουν τα λάθη τους, για παράδειγμα με το να διορθώσουν τον εαυτό τους αν πουν κάτι λάθος. Αλλά ακόμα και με αυτές τις τακτικές, είναι δύσκολο να ψαρέψετε ένα ψέμα.
Αν αναφέρετε μεγάλα ψέματα στη συνέντευξή σας, προσέξτε: Μπορεί να καταλήξετε σε μια θέση που δεν σας ταιριάζει. Μπορεί να νιώθετε απαίσια σε αυτή τη δουλειά ή ακόμα ο εργοδότης σας να αξιολογήσει άσχημα την απόδοσή σας.
«Μακροπρόθεσμα, είναι μια κατάσταση στην οποία χάνουν και οι δύο πλευρές», λέει ο Δρ Ρούλιν.