Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου απήχθησαν 200.000 παιδιά από την Πολωνία και «γερμανοποιήθηκαν». Η DW και ο πολωνικός ιστότοπος Interia.pl βοηθούν τα θύματα που ενδιαφέρονται να βρουν τις χαμένες τους ρίζες.
Παρά τα 83 χρόνια της και τους πόνους στην πλάτη η Ζίτα Σους είναι γεμάτη ενέργεια και της αρέσει να κάνει αστεία. Μόνο, όταν μιλάει για την απαγωγή της, χαμηλώνει τη φωνή της. Το 1942 την άρπαξαν ναζί από ένα ορφανοτροφείο στο Λουτζ. Επέστρεψε ξανά στην Πολωνία όταν ήταν 12 ετών. Σήμερα ζει σε μια φτωχική γειτονιά της Βαρσοβίας, με άλλο όνομα. Δεν θέλει να μάθει κανείς στη γειτονιά την τραγική ιστορία της. «Δεν θέλω να γίνω και πάλι μια μπάσταρδη Γερμανίδα», εξηγεί. Έτσι την αποκαλούσαν, όταν επέστρεψε από τη Γερμανία μετά τον πόλεμο.
Οι αρπαγές των ναζί από την Πολωνία
Ο «εξαναγκαστικός εκγερμανισμός» των παιδιών, όπως της Ζίτα Σους, έγινε κατά κύριο λόγο με χρήση βάναυσων μεθόδων. Αφορούσε κυρίως παιδιά τα οποία είχαν απαχθεί από την κατεχόμενη Πολωνία στο Γερμανικό Ράιχ ή παιδιά πολωνών εργατριών που υποβάλλονταν σε εξαναγκαστική εργασία στη Γερμανία. Το 1938 ο αρχηγός των περιβόητων SS, Χάινριχ Χίμλερ, έλεγε: «Σκοπεύω πραγματικά να φέρω το γερμανικό αίμα, να κλέψω και να το αρπάξω από όπου μπορώ». Στις κατεχόμενες χώρες οι ναζί άρπαζαν παιδιά από τους γονείς τους ή από τα ορφανοτροφεία. Τα κριτήρια επιλογής ανταποκρίνονταν βέβαια στο ιδεώδες του Χίτλερ για την αρία φυλή: τα παιδιά έπρεπε να έχουν μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά. Ο «σύλλογος» Lebensborn των SS ήταν υπεύθυνος για τον υποχρεωτικό εκγερμανισμό των παιδιών.
Μετά την απαγωγή της η Σους δεν επιτρεπόταν να μιλήσει τη μητρική της γλώσσα. Στο γερμανικό σχολείο του Ράιχ στο Άχερν και στο ίδρυμα της Lebensborn στο Στάινχερινγκ μάλιστα, όποιο παιδί δεν συμμορφωνόταν τιμωρούνταν αυστηρά. Συνήθης τιμωρία ήταν η στέρηση φαγητού και η απομόνωση σε υπόγεια σκοτεινά δωμάτια. Μέσα στην ατυχία της όμως η Σους στάθηκε τυχερή αφού υιοθετήθηκε από μια αξιαγάπητη, όπως λέει, οικογένεια από το Σάλτσμπουργκ.
Μετά τη λήξη του πολέμου η πολωνική κυβέρνηση έφερε πάνω από 30.000 απαχθέντα παιδιά πίσω στην Πολωνία και η Σους ήταν μία από αυτές. Επέστρεψε σε ένα ορφανοτροφείο της Πολωνίας όπου, όπως θυμάται, τα παιδιά την αποκαλούσαν «χαζογερμανίδα», επειδή μιλούσε μόνο γερμανικά. Γι’ αυτό και πιστεύει πως ο καιρός που πέρασε με την ανάδοχη οικογένεια στο Σάλτσμπουργκ ήταν η πιο όμορφη εποχή της ζωής της. Μέχρι και σήμερα προσπαθεί να βρει συγγενείς αυτής της οικογένειας, αλλά μάταια.
Το πρότζεκτ για τα «κλεμμένα» παιδιά
Η γερμανο-πολωνική ομάδα δημοσιογράφων της Deutsche Welle και ο πολωνικός ειδησεογραφικός ιστότοπος Interia.pl βοηθούν την Ζίτα Σους να βρει την χαμένη της οικογένεια. Αναζήτησαν τα ίχνη των «συγγενών» της στην Αυστρία και κυρίως τα ίχνη της βιολογικής της μητέρας σε πολλά αρχεία στη Γερμανία και στην Πολωνία. Επειδή τα ονόματα των «κλεμμένων» παιδιών συχνά άλλαζαν στα γερμανικά ιδρύματα, η αναζήτηση είναι συχνά μάταιη.
Όπως και στην περίπτωση του Χέρμαν Λύντεκινγκ τον οποίο άρπαξαν οι ναζί από την Πολωνία όταν ήταν παιδί. Σήμερα ζει στη νότια Γερμανία και θέλει να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς του. Τον σήμερα 88χρονο στηρίζει ο σύλλογος «Κλεμμένα παιδιά – Ξεχασμένα θύματα». «Δεν μας θεωρούν θύματα πια. Άλλες ομάδες θυμάτων έχουν λάβει αποζημιώσεις από τη Γερμανία, εμείς όχι», λέει ο Λύντεκινγκ. Ως ένας από τους πρώτους που απήχθησαν από τους ναζί ως παιδιά δίνει τώρα δικαστικές μάχες για να κερδίσει αποζημίωση. Το καλοκαίρι του 2017 ο ίδιος κατέθεσε αγωγή κατά του γερμανικού δημοσίου και περιμένει την έναρξη της δίκης. Η δικάσιμος δεν έχει οριστεί ακόμη.
Το καλοκαίρι του 2017 ξεκίνησε και το γερμανο-πολωνικό πρότζεκτ της DW σε συνεργασία με τον πολωνικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Interia. Από τότε οι δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν ιδρύματα και έψαξαν σε αρχεία. Συνομίλησαν και με επιζώντες του ναζιστικού καθεστώτος. Βρέθηκαν σε ιστορικά μέρη όπου βρίσκονταν παλαιότερα ιδρύματα της Lebensborn καθώς και στο παλιό σχολείο στο Άχερν για να συναντήσουν μάρτυρες και ιστορικούς. Στο μεταξύ πολλοί άνθρωποι ήρθαν σε επικοινωνία με τη DW και το Interia, είτε για να βοηθήσουν στην αναζήτηση είτε για να αναζητήσουν οι ίδιοι τους συγγενείς τους.
Πηγή: Deutsche Welle