Γράφει ο Κωνσταντίνος Παντελής
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων τουρκικών εκλογών επηρεάζει δύο καίρια ζητήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην Άγκυρα: το πρώτο αφορά το βαθμό συμμετοχής της στον συριακό εμφύλιο πόλεμο και το δεύτερο, τη σχέση της με τους Κούρδους, τόσο στην Τουρκία, όσο και τη Συρία.
Σε γενικές γραμμές, η Τουρκία έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανατροπή του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ από την συριακή εξέγερση του 2011. Τα 510-μιλίων τουρκικά σύνορα με τη Συρία δεν έχουν υπάρξει ποτέ εντελώς κλειστά για τις ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων του Isis και της Jabhat al-Nusra, της θυγατρικής της αλ Κάιντα. Επιπροσθέτως, η Τουρκία φέρεται να δίνει ισχυρή υποστήριξη στην πιο πρόσφατη επίθεση των ανταρτών στην επαρχία Idlib της Συρίας, η οποία απώθησε σε μεγάλο βαθμό τις καθεστωτικές δυνάμεις.
Όμως, η επιθετική πολιτική απέναντι στο καθεστώς του Άσαντ είναι κατεξοχήν δημιούργημα του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του κόμματός του. Τα άλλα τρία κύρια πολιτικά κόμματα της Τουρκίας αντιτάχθηκαν στην επιχείρησή του εναντίον της Συρίας. Το αριστερό-κουρδικό κόμμα HDP, η επιτυχία του οποίου ήταν το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των εκλογών, θα ασκεί κομβικής σημασίας κριτική σε κάθε τουρκική κυβέρνηση που θα εμφανίζεται ανεκτική προς τον Isis, το οποίο με τη σειρά του είναι εχθρικό προς τους 2.200.000 Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι ζουν σε τρεις θύλακες στη συριακή πλευρά των τουρκικών συνόρων.
Οι Σύροι Κούρδοι βλέπουν την Τουρκία ως μια περιοχή ανασυγκρότησης για τις τζιχαντικές ομάδες εναντίον των οποίων πολεμούν, και υποστηρίζουν με χαρακτηριστικό εκνευρισμό ότι τα τουρκικά σημεία διέλευσης των συνόρων που κατέχονται από τον Isis είναι ανοιχτά, ενώ εκείνα που προσφέρουν πέρασμα στις κουρδικές ζώνες είναι κλειστά. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός, ότι οι υπεκφυγές της τουρκικής κυβέρνησης στο ερώτημα με ποια πλευρά τάσσονταν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης Kobani εξόργισε πολλούς Κούρδους.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η εξουσία του κ. Ερντογάν θα πρέπει να αμβλυνθεί μετά από την απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εκ μέρους του κόμματός του, αλλά δεν είναι σαφές κατά πόσο. Ένας συνασπισμός ή κυβέρνηση μειοψηφίας είναι βέβαιο ότι θα είναι ασθενέστερη από ό, τι ήταν πριν, και ως εκ τούτου λιγότερο σε θέση να ξεκινήσει επιδρομές στη Συρία ή να υποστηρίξει τους αντάρτες που δρουν εκεί.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός υπό το AKP και με ποιον. Το HDP δηλώνει μέχρι σήμερα ότι δεν θα εισέλθει σε μια συμμαχία, αλλά εάν αποφασίσει να το κάνει, μπορεί να αποδειχθεί η καλύτερη πολιτική λύση για την κυβέρνηση. Παρά το γεγονός ότι το AKP ποτέ δεν συμφώνησε με τις επίσημες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που επιδιώκουν οι Κούρδοι, έχει εμπλακεί σε σποραδικές προσπάθειες να συμβιβάσει την κουρδική μειονότητα της Τουρκίας – μια προσέγγιση που δεν συμμερίζονται τα υπόλοιπα κύρια τουρκικά κόμματα. Πολλοί Κούρδοι είχαν κατά το παρελθόν ψηφίσει το ΑΚP για αυτόν ακριβώς τον λόγο: η επιτυχία του HDP στις δημοσκοπήσεις προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι έπεισε αυτούς τους Κούρδους να δώσουν την ψήφο τους σε αυτό αντίς το κόμμα του Ερντογάν.
Εάν, από την άλλη πλευρά, ο κ. Ερντογάν προτίθεται να κάνει μια συμφωνία με το ακροδεξιό κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης, η οποία γνώρισε σημαντικά ποσοστά στις εκλογές, αυτό θα αποξενώσει τους Κούρδους και θα αντιστρέψει τις προηγούμενες απρόθυμη κινήσεις του AKP προς την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Παράλληλα, πριν από τις εκλογές, η Τουρκία έμοιαζε όλο και περισσότερο με μονοκομματικό κράτος με τα ΜΜΕ να εκφοβίζονται ή να ευθυγραμμίζονται με το κυβερνόν κόμμα. Αυτό μπορεί να αλλάξει τώρα, αν και οι κυβερνήσεις που έχουν συνηθίσει να κυβερνούν υπό τη σκέπη ενός αυταρχικού καθεστώτος δεν εγκαταλείπουν γρήγορα ή εύκολα.
Θα υπάρξει βεβαίως το ζήτημα της αντεπίθεσης του ΑΚP προκειμένου να διεκδικήσει εκ νέου το χαμένο έδαφος και να αποκατασταθεί η πολιτική κυριαρχία του – η οποία αυξάνονταν από την πρώτη εκλογική νίκη του το 2002. Το κόμμα του Ερντογάν έχει το πλεονέκτημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική κυβέρνηση που θα μπορούσε ενδεχομένως να σχηματιστεί μεταξύ των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Θα μπορούσαν να προγραμματιστούν βεβαίως εκ νέου γενικές εκλογές, εάν καμία κυβέρνηση δεν σχηματιστεί μέσα σε 45 ημέρες. Σημαντικό ερώτημα τίθεται επίσης και σχετικά με τις χθεσινές εξελίξεις και την παραίτηση του πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου.
Συνολικά, η εικόνα του Προέδρου του Ερντογάν και της Τουρκίας ως ένα ασταμάτητο μεγαθήριο έχει υποστεί ένα σημαντικό πλήγμα και η Τουρκία είναι πολύ πιθανό να εμφανιστεί πιο αδύναμη και πιο εσωστρεφής σε σχέση με το παρελθόν.
Πηγή
Reuters