Γράφει η νομικός Φιλοθέη Βαρσαμή
1. Ότι ζούμε σε ένα οικοπεδάκι μπακλαβά-γωνία: ευάερο, ευήλιο, παραθαλάσσιο και εύφορο σε αρχαιότητες που δεν παύουν να μας ξαφνιάζουν για την προσήλωση του καλλιτέχνη στην απόπειρα προσέγγισης του τέλεια ωραίου.
2. Ότι είμαστε ταυτόχρονα η χαρά του αρχαιολάτρη και του αρχαιοκάπηλου. Γιατί εκτός από μπακλαβά γωνία οικοπεδάκι, είμαστε ταυτόχρονα και ξέφραγο αμπέλι που μα από ανικανότητα, μα από αδιαφορία, μα από αμορφωσιά, μα από βλακεία κάνουν πάρτυ οι αρχαιοκλέφτες ημεδαποί και αλλοδαποί, τροφοδοτώντας τον “έξω κόσμο” που ενδιαφέρεται και πληρώνει, με αρχαιότητές μας.
3. Ότι τη βλέπουμε τη φάση με τα αρχαία όχι ως μέρος του πολιτισμού μας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας που οφείλουμε να διασώσουμε λόγω της εμπνευστικής του άφταστης μοναδικότητας, αλλά περισσότερο με όρους κληρονομικού και εμπράγματου δικαίου. Τα θέλουμε εδώ (κυρίως) γιατί είναι η απόλυτα μετρήσιμη οικονομικά, περιουσία μας. Έχουμε μία αίσθηση φθηνής κυριότητας σε αυτά, ενώ κανονικά είμαστε απλώς υπεύθυνοι διαχείρισης μέρους του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Μας νοιάζει να βρίσκουμε μερικά και να εκτίθενται σε καμιά προθήκη όχι (-όχι μόνο, έστω-) για να τα θαυμάζουμε, να τα απολαμβάνουμε, να τα χαζεύουμε, να τα χαιρόμαστε και να τα απολαμβάνουν μαζί μας και οι επισκέπτες που ξενιτεύτηκαν για να τα δουν από κοντά, αλλά κυρίως και βασικά κερδοσκοπικά, επειδή έχουν τη δύναμη να προσελκύουν λαό και πορτοφόλια. Και οι λοιπές χώρες του κόσμου αναγνωρίζουν την οικονομική σημασία των αρχαιοτήτων τους και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αλλά, πιστεύω, το κάνουν λιγότερο άγαρμπα και κάφρικα και, κυρίως, το κάνουν έχοντας συναίσθηση της υπεραξίας των θησαυρών τους, τους οποίους εκτιμούν και αυτοτελώς, όχι μόνο υπό τον όρο της οικονομικής τους απόδοσης. Εξηγώ αυτή την αίσθηση άγαρμπης αρχαιοκερδοσκοπίας που νομίζω μας διέπει, με το εξής παράδειγμα: η είδηση πως κατατέθηκαν 4000 αιτήσεις για σουβλατζίδικα και καντίνες στην Αμφίπολη, δεν είναι είδηση από το κουλούρι.
4. Ότι μοιάζουμε με τους αρχαίους ημών, στη στοχοπροσήλωση: αυτοί έψαχναν εμφατικά το μέτρο και τη χρυσή τομή, εμείς κυνηγάμε αέναα την υπερβολή και την τερματισμένη ακρότητα. Για αυτό αυτοί έφτιαξαν τον τάφο και εμείς φτιάξαμε τη θέση “εκπρόσωπος τάφου”. Αυτοί έφτιαξαν ένα μνημείο που κρατάει τα μυστικά του και εμείς αξιωματούχους που διαρρέουν ανύπαρκτα, κατά φαντασία μυστικά: από τα “2.314 χρόνια αναμονής” του Τασούλα, μέχρι τα “ο τάφος είναι ασύλητος, αν είχαν μπει τυμβωρύχοι θα είχα βρει τα κοκαλάκια τους” της Περιστέρη που διαψεύστηκε, τελικά, από τη Μενδώνη (“ο τάφος έχει σαφέστατα ανθρώπινη παρέμβαση, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις δράσης τυμβωρύχων”).
5. Ότι, πάντως, η ιστορία στην Αμφίπολη, ανεξαρτήτως χειρισμών και κινήτρων, έδειξε πόσο γοητευτική και ενδιαφέρουσα είναι η διαδικασία ανεύρεσης αρχαιοτήτων. Ξαφνικά, για λίγο, διαβάσαμε για τον Αλέξανδρο, τα σόγια του, τους φίλους του, τη φοβερή μάνα του. Είδαμε live να σκουπίζεται το χώμα και να φυτρώνουν ομορφιές. Ζήσαμε τη συγκίνηση της αρχαιολογικής ανακάλυψης σε απευθείας σύνδεση. Και όλο αυτό ήταν τρομερά ενδιαφέρον και συναρπαστικό, παρά τα συνήθη “συνοδευτικά” από θεωρίες ψεκασμένης συνωμοσίας, από εκ του μακρόθεν πραγματογνωμοσύνες και πορίσματα και από την άστοχη (άκαιρη) καλλιέργεια μεγάλων προσδοκιών. Η αποκέντρωση του ενδιαφέροντος από την Αμφίπολη προς το νέο πιθανό θησαυρό του ναυαγίου στα Αντικύθηρα δείχνει, ίσως, ότι ανεύρεση αρχαιοτήτων μετατρέπεται από κλειστή διαδικασία περιορισμένων μέσων και λίγων προσώπων, σε συλλογικότερη συγκίνηση και συμμετοχικότερη χαρά.
6. Ότι, υπό μία έννοια, είναι ωραίο (και ευχάριστο) που ο νεκρός του τάφου παραμένει άφαντος και γρίφος. Αυτοί που τον αγάπησαν και του έφτιαξαν τάφο ίσα με το καλλιμάρμαρο, στόχευαν στην αιώνια, μοναχική, προστατευμένη με σφίγγες και αποφασιστικά κορίτσια ηρεμία του, όχι στην αποκάλυψή του μέσα από σύννεφα σουβλακότσικνας με υπόκρουση Γονίδη. Δεν εννοώ ότι η ανασκαφή πρέπει να γίνεται με lacrimosa και casta diva, αλλά ότι η αναλογία “σουβλακερί, ο ένοικος του τάφου”-Πάολα από τη μία, πιθανώς μέχρι και μεγαλέξανδρος-ταφικό αριστούργημα από την άλλη, ήταν τόσο ντελαπαρισμένη, που χαίρομαι κατά βάθος για την απουσία του νεκρού από το “πάρτυ”.
7. Ότι, η ιστορία για τον Ανδρούτσο που και αρματωλός ήταν και αμαρτωλός ήταν, αλλά έδωσε πυρομαχικά στους τούρκους για να μη χαλάσουν τις “κολώνες” προκειμένου να πάρουν από μέσα το μολύβι, είναι ωραία αλλά όχι αρκετή για να στηρίξει γενικεύσεις. Η πεποίθηση (ευχή) ότι οι άνθρωποι αταβιστικά θα αναγνωρίζουν τη σημασία αρχαιοτήτων και δεν θα υποκύπτουν στον πειρασμό να πλουτίσουν από αυτές, καταρρίπτεται στις (σοκαριστικές) ανώνυμες συνεντεύξεις των αρχαιοκάπηλων Αμφίπολης και περιχώρων: Φτωχόπαιδα που καμαρώνουν ότι “έσκαψαν στη Βεργίνα πριν τον Ανδρόνικο” και “έφτασαν μέχρι τις Μυκήνες, όργωσαν την Πελοπόννησο”, που ομολογούν και εν μέρει καμαρώνουν για τη δράση τους, που η αρχαιοκαπηλία φαίνεται να τους είχε γίνει και πάθος και βιοπορισμός για συναπτά, ανενόχλητα έτη, που επί χρόνια συμμετείχαν στο ξετρύπωμα και ξάφρισμα ποιός ξέρει τι είδους και αριθμού θησαυρών, που στην ουσία μας λένε ότι, ό, τι βρίσκουμε, είναι το λεηλατημένο υπόλειμμα της δράσης τους, που αναφέρονται σε μεγάλα κυκλώματα πολλών ομοίων τους, κρατικών αξιωματούχων, μεσαζόντων, τελικών αποδεκτών και που, τελικά, σου αφήνουν το άγχος ότι είναι ασύλληπτη η ποσότητα των κλεμμένων αρχαιοτήτων. Διαβάζοντάς τους συνειδητοποιεί κανείς ότι, με την ευλογία της κρατικής αδράνειας και αδιαφορίας, σε κάθε *Παναγιώτη Φαρμάκη* της αγελάστου πέτρας, αντιστοιχούν δέκα *Φώτηδες γλάροι* και πέντε *πράσινοι* της γαλήνης.
Κλασσικά εικονογραφημένη ελληνική θλιμμένη μικρο-ιστορία, δηλαδή:οι “κακοί” είναι πάντα περισσότεροι, οι καλοί είναι πάντα σε ταινία και το κράτος δεν είναι ποτέ, πουθενά.