Γράφει η Εκάβη Σέχη
Κρίμα να μην παθιάζεσαι. Να βαραίνεις μέρα με την ημέρα. Να ξυπνάς, να τρέξεις για τριάντα πέντε λεπτά στην Ακτή Θεμιστοκλέους, να κόβεις με τον χαρτοκόπτη τα άκοπα βιβλία, να ανάβεις το πρώτο τσιγάρο της ημέρας με τον αναπτήρα που σου πήρε ο δώρο ο πατέρας και να χαίρεσαι, γιατί ο πατέρας σου δεν παίρνει ποτέ δώρα, παίρνει την ζωή πολύ στην πλάκα. Να διαβάζεις δέκα μόνο σελίδες από ένα τυχαίο, αλλά αγαπημένο βιβλίο. Να κοιμάσαι σαράντα πέντε λεπτά το μεσημέρι αφού περάσει μισή ώρα από το μεσημεριανό σου, να βγάλεις βόλτα το σκύλο αμέσως μόλις ξυπνήσεις, να συναντήσεις πάλι τον κύριο που βγάζει μια καρέκλα έξω από την ωραία του μονοκατοικία. Απʼ όσο έχεις υπολογίσει κάθεται τουλάχιστον μιάμιση ώρα και μόνο που δεν είναι έτοιμος να κλάψει. Κάτι έχασε, σκέφτεσαι. Το πρώτο πράγμα που θα κάνεις όταν ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού, θα είναι να κοιτάξεις το αγχωμένο βλέμμα της μητέρας σου. Μεγαλώνεις και δεν καίγεσαι. Δεν απορροφάς όπως στα δέκα σου. Κρίμα να μην παθιάζεσαι, σκέφτεσαι. Κι όμως, ό, τι κι αν έκανες σήμερα εμπεριείχαν αγάπη. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;