Οι συνθήκες εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης στον ευρωπαϊκό οίκο μας, ανέδειξαν τις πολλές αδυναμίες και τα δομικά λάθη της συνολικής αρχιτεκτονικής, ενός, εν τη γενέσει του, φιλόδοξου εγχειρήματος, αυτού της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από τη δεκαετία του 1950 με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ξεκίνησε ο συνασπισμός των ευρωπαϊκών κρατών, με στόχο τη διασφάλιση της ειρήνης ανάμεσά τους. Ήταν μια περίοδος μετά τη λήξη του Β΄παγκοσμίου πολέμου και της έναρξης του ψυχρού πολέμου μεταξύ ανατολικών και δυτικών.
Πραγματικά, η κίνηση αυτή αποτέλεσε πεδίο βάσης για την ανοικοδόμηση της Γηραιάς Ηπείρου και δημιούργησε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των λαών, μετατρέποντας αυτό το κομμάτι του πλανήτη σε όαση σταθερότητας και ευημερίας.
Στην πορεία της ιστορίας, απ’ ό, τι φαίνεται και εφόσον είχαν επιτευχθεί σπουδαία κατορθώματα εντός των κύκλων της τότε ΕΟΚ, η πολιτική της ηγεσία έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο κομμάτι της οικονομίας και στα ζητήματα της κοινής αγοράς, ενώ χάθηκε πολύτιμος χρόνος, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί παράλληλα, ώστε να καλλιεργηθεί ουσιαστικά το πνεύμα αλληλεγγύης και ενότητας μεταξύ των λαών που την απαρτίζουν.
Αξίες απαραίτητες που προϋποθέτουν την πορεία προς μια ομοσπονδία και παρέμειναν ωστόσο, σε επίπεδο φιλολογικών συζητήσεων και κανονισμών που τηρούντο από τα μέλη κατά το δοκούν.
Πάνω σε αυτήν τη συγκεχυμένη χαλαρότητα, δημιουργήθηκε στις αρχές του αιώνα μας η Νομισματική Ένωση. Σε μια εποχή μεγάλων οικονομικών μεγεθών από τη μία πλευρά, χωρίς όμως, από την άλλη, το κατάλληλο θεσμικό υπόβαθρο των εξουσιών και της νομιμότητας των ευρωπαϊκών θεσμών, που εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν σε εμβρυικό στάδιο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν αποκαταστάθηκε αυτή η ανισορροπία, με αποτέλεσμα το 2008 με το ξέσπασμα της κρίσης, η Ευρώπη να βρεθεί απροετοίμαστη. Έτσι μέχρι σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, οι ηγεσίες της έχουν αποδειχθεί κατώτερες των περιστάσεων και εν μέσω προστριβών δεν έχουν καταλήξει σε οριστική κοινή στρατηγική στην αντιμετώπιση των συσσωρευμένων χρεών.
Αντιθέτως, ενισχύονται οι φωνές που επιχειρηματολογούν υπέρ της διάλυσης, γεγονός που αποδεικνύει, τα χαμηλά επίπεδα συνοχής ανάμεσα στους λαούς.
Το έλλειμμα ισχυρής κεντρικής διακυβέρνησης γίνεται εμφανές με τους επικεφαλής των θεσμικών οργάνων (ευρωπαϊκή επιτροπή, euro group κ.α.), με δυσκολία να προσπαθούν να επιβάλλουν την ελάχιστη συναίνεση μεταξύ των μελών και σχεδόν απαξιωμένοι, παλεύουν να επιτύχουν συμφωνίες σε προτάσεις και σχέδια που συνετάχθησαν υπό λαθεμένη προσέγγιση.
Πρόσφατο παράδειγμα, το σχέδιο για την τραπεζική εποπτεία, που κατέληξε σε συμφωνία ύστερα από μακρές διαβουλεύσεις.
Είναι κι αυτό ένα σχέδιο, όπως το βάφτισαν οι συντάκτες του (Μπαρόζο, Ρομπάι, Ντράγκι, Γιούνκερ), που σκοπό έχει σε βάθος χρόνου, να ολοκληρώσει την ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση. Όμως, πριν, ή έστω ταυτόχρονα με την οικονομική, δεν πρέπει να υλοποιηθεί η πολιτική ένωση:
Ο κίνδυνος δημοκρατικού ελλείμματος, είναι μεγάλος, υλοποιώντας ένα σχέδιο που αποδίδει πολλές και σημαντικές εξουσίες στην ΕΚΤ (αδειοδότηση, κεφαλαιακή επάρκεια, εταιρική διακυβέρνηση κλπ). Σε ένα ίδρυμα που αμφισβητείται ως προς τη νομιμοποίησή του, αφού τα διευθυντικά του όργανα, δεν συνδέονται με τη λαϊκή εντολή.
Το ίδιο θα ισχύσει και με το πλάνο για τη δημιουργία ευρωπαίου υπουργού οικονομικών. Ενός υπουργού που θα καλείται να συντάσσει ενιαίο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και να χαράσσει κοινή οικονομική πολιτική. Έτσι, αφαιρείται από τα έθνη, η δημοσιονομική τους ανεξαρτησία και μεταφέρεται σε υπουργό που θα επιλέγεται από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος δεν εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες.
Με τον τρόπο αυτό, η κοινωνία θα κινδυνεύσει να χάσει τη δυνατότητα ελέγχου και αντίδρασης στην όποια τυχόν λαθεμένη οικονομική πολιτική θα ασκείται και στην προστασία των συμφερόντων του.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, με τους πολίτες της να έχουν την αίσθηση ότι η ηγεσία είναι μακριά τους και προχωρά ερήμην τους.
Οι λύσεις που προτείνονται φαίνεται να ικανοποιούν τα οικονομικά συμφέροντα εις βάρος των αναγκών και των επιδιώξεών τους.
Οι κυβερνώντες πρέπει να ξαναθυμηθούν τις ιδρυτικές αξίες μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και της Προόδου και να μην τις θυσιάσουν στο βωμό του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού και της λατρείας του κέρδους.