«Αν υπάρχει ένα πράγμα που βρίσκει σύμφωνους όλους τους Ευρωπαίους αξιωματούχους αυτό είναι ότι δεν αμφισβητείται πλέον η επιβίωση του ευρώ. Η οικονομία δεν τα πηγαίνει περίφημα, αλλά η κρίση έχει τελειώσει», τονίζει σε χθεσινό του άρθρο ο οικονομικός αναλυτής των «Financial Times» Βόλφγκανγκ Μινχάου, ο οποίος σχολιάζει, μεταξύ άλλων πως η λιτότητα ήλθε για να μείνει και πως το ευρώ σήμερα κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ.
«Εγώ προσωπικά αμφιβάλλω για αυτό το ομόφωνο συμπέρασμα. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τείνουν να κρίνουν τον κίνδυνο με βάση τον αριθμό των μεταμεσονύχτιων συναντήσεων στο μέγαρο Justus Lipsius των Βρυξελλών. Σίγουρα τώρα πια γίνονται λιγότερες τέτοιες συναντήσεις. Αλλά το βαρόμετρο δεν είναι σωστό», συνεχίζει ο Μινχάου, προσθέτοντας: «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πόσες ήταν οι πιθανότητες να διαλυθεί το ευρώ κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όμως είμαι βέβαιος ότι οι πιθανότητες είναι περισσότερες σήμερα. Πριν από δύο χρόνια, οι αναλυτές ήλπιζαν ότι θα έχει έλθει ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Σήμερα ξέρουμε ότι αυτό δεν έγινε, ούτε πρόκειται να γίνει. Πριν από δύο χρόνια, η ευρωζώνη δεν ήταν προετοιμασμένη για χρηματοοικονομική κρίση, αλλά τουλάχιστον οι ρυθμιστές αντέδρασαν δημιουργώντας μηχανισμούς αντιμετώπισης του άμεσου κινδύνου».
«Σήμερα η Ευρωζώνη δεν έχει τον κατάλληλο μηχανισμό ώστε να προστατευθεί από μια παρατεταμένη βαθιά ύφεση. Και, σε αντίθεση με δύο χρόνια πριν, οι ρυθμιστές δεν έχουν όρεξη να δημιουργήσουν έναν ανάλογο μηχανισμό. Οπότε, όπως γίνεται τόσο συχνά στη ζωή, η πραγματική απειλή μπορεί να μην έλθει από εκεί που την περιμένεις – από τις αγορές ομολόγων. Οι βασικοί πρωταγωνιστές σήμερα δεν είναι οι διεθνείς επενδυτές, αλλά οι αντιδραστικοί ψηφοφόροι που έχουν περισσότερες πιθανότητες να ψηφίσουν μια νέα γενιά ηγετών και είναι πιο πρόθυμοι να στηρίξουν τα περιφερειακά κινήματα ανεξαρτησίας», σημειώνει ακόμη.
«Στη Γαλλία η Μαρίν Λε Πεν, η επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου, θα μπορούσε να επικρατήσει σε αναμέτρηση με τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ. Ο Μπέπε Γκρίλο, ηγέτης του Κινήματος των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, είναι η μόνη αναξιόπιστη εναλλακτική στον μη εκλεγμένο πρωθυπουργό Ματέο Ρέντζι. Τόσο η Λε Πεν όσο και ο Γκρίλο θέλουν να αποχωρήσουν οι χώρες τους από την ευρωζώνη. Στην Ελλάδα, ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ προηγούνται στις δημοσκοπήσεις. Το ίδιο και το κίνημα Podemos στην Ισπανία, με τον υπέροχο νεαρό ηγέτη του Πάμπλο Ιγκλέσιας. Το ερώτημα για τους ψηφοφόρους που πλήττονται από την κρίση είναι σε ποιο σημείο είναι λογική η αποχώρηση από την ευρωζώνη. Μπορεί να καταλήξουν στο ότι το σωστό σημείο είναι τώρα. Μπορεί να αντιταχθούν στη διάλυση για πολιτικούς λόγους. Η εκτίμησή τους τείνει να αλλάζει από καιρό σε καιρό. Δεν νομίζω να αλλάζει προς το ευνοϊκότερο, όσο η οικονομία βουλιάζει βαθύτερα στην ύφεση», υπογραμμίζει, σημειώνοντας πως «σε αντίθεση με δύο χρόνια πριν, τώρα έχουμε πιο ξεκάθαρη άποψη για την προοπτική της μακροπρόθεσμης επίσημης πολιτικής. Η λιτότητα ήλθε για να μείνει. Η δημοσιονομική πολιτική θα συνεχίσει να συρρικνώνεται καθώς τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, με βάση τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Το «πρόγραμμα στήριξης» της Γερμανίας που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα είναι το περισσότερο που θα υπάρξει ποτέ: 0,1% του ΑΕΠ σε πρόσθετες δαπάνες, που θα αρχίσουν μετά το 2016. Τι χαρά!».
«Ποιος είναι όμως ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής;», διερωτάται ο Μινχάου, σχολιάζοντας πως «ο Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι περιμένει να αυξηθεί ο ισολογισμός της ΕΚΤ κατά περίπου 1 τρισ. ευρώ. Ο διοικητής της ΕΚΤ δεν έθεσε αυτό το μέγεθος ως επίσημο στόχο, αλλά ως προσδοκία – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Μια πιο απαισιόδοξη άποψη είναι ότι δεν θα συμβεί τίποτα και η ΕΚΤ θα χάσει τον στόχο του 1 τρισ. ευρώ., όπως χάνει συνέχεια και τον στόχο του πληθωρισμού. Προσωπικώς πιστεύω ότι η ΕΚΤ θα πετύχει τον στόχο, αλλά δεν θα κάνει και μεγάλη διαφορά».
«Και ποιος είναι ο ρόλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων; Ας μην υπερεκτιμούμε τις επιδράσεις τους. Οι παινεμένες γερμανικές μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό κράτος και στην απασχόληση βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά της έναντι άλλων οικονομιών της ευρωζώνης, αλλά δεν αύξησαν την εγχώρια ζήτηση. Αν εφαρμόζονταν στο σύνολο της ευρωζώνης, θα είχαν ακόμη μικρότερη επίδραση γιατί δεν μπορεί να γίνουν μονομιάς όλοι ανταγωνιστικοί έναντι όλων. Δύο μήνες πριν ο κ. Ντράγκι είπε ότι η ευρωζώνη πρέπει να πυροβολήσει παράλληλα προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις: χαλαρότερη νομισματική πολιτική, αύξηση στις δημόσιες δαπάνες και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εμένα αυτό μου μοιάζει με ισοπεδωτικό βομβαρδισμό «χαλί», το οικονομικό αντίστοιχο της “Επέλασης της Ελαφράς Ταξιαρχίας”», συνεχίζει, καταλήγοντας στο ότι «οι διαδοχικές αυτές απογοητεύσεις δεν δείχνουν απαραίτητα ότι η ευρωζώνη θα καταρρεύσει. Αλλά δείχνουν ότι η μόνιμη στασιμότητα είναι πολύ πιθανή. Κατ’ εμέ, αυτό είναι πραγματικό βαρόμετρο αποτυχίας».
Για τη μετάφραση: Euro2day