Πληρώνει τα δάνεια καθώς και μετρητά στους μετόχους η Mondelēz, για να αποκτήσει τον όμιλο. Στις 20 φορές τα κέρδη EBITDA της χρήσης 2020 η αποτίμηση. Οι κρίσιμες πτυχές της συμφωνίας και οι «εξαιρέσεις». Οι εκτιμήσεις για τις επόμενες κινήσεις του Σπ. Θεοδωρόπουλου και του γκρουπ Olayan.
Η Mondelēz International θα αποπληρώσει όλα τα δάνεια της Chipita σε ελληνικές τράπεζες και θα καταβάλλει μετρητά στους μετόχους για τίμημα 20 φορές τα κέρδη EBITDA της χρήσης 2020 της ελληνικής εταιρείας.
Αυτά αναφέρουν πληροφορίες του Euro2day.gr για το μέγα-deal αξίας περίπου δύο δισ. δολ., όπως ανακοίνωσε η αμερικανική πολυεθνική επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες που πρώτο μετέδωσε το Euro2day.gr
Tο ντιλ υπόκειται σε προσαρμογές ενόψει της ολοκλήρωσης της συναλλαγής. Ανεξάρτητα με το μοντέλο χρηματοδότησης του τιμήματος – το οποίο θα είναι συνδυασμός έκδοσης νέου δανεισμού και υφιστάμενων ρευστών διαθεσίμων – η Mondelēz International θα δώσει μετρητά στους σημερινούς μετόχους της Chipita. Τη μερίδα του λέοντος θα λάβει το Group Olayan, που ελέγχει ποσοστό περίπου 80% στην εταιρεία. Κατόπιν σημαντικό μέρος του τμήματος θα εισπράξει ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος (φωτ.) με το 14% και ακολούθως το σώμα των υπολοίπων μετόχων (μεταξύ των οποίων Μ. Χατζάκου, Στ. Φρέρης, Στ. Νένδος, Σ. Φώλιας κ.ά.) με μικρότερα ποσοστά.
Πρωταγωνιστής στο deal που έκλεισε τρία χρόνια μετά τις αρχικές επαφές των δύο πλευρών, αν και μειοψηφών μέτοχος, είναι ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος αποχαιρέτησε με ένα μήνυμα τους ανθρώπους της Chipita γράφοντας χαρακτηριστικά ότι ήρθε η ώρα να αφήσει το τιμόνι της εταιρείας.
Σημειώνεται ότι η Chipita ιδρύθηκε το 1973, με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία αλμυρών snacks, την οποία διεθνοποίησε, για να φτάσει σήμερα να δραστηριοποιείται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων (κρουασάν και παρόμοια προϊόντα ζύμης, ψημένα σνακ από ψωμί (Bake Rolls) και άλλα προϊόντα), με πωλήσεις 567,3 εκατ. ευρώ με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό, κέρδη προ φόρων χρηματοδοτικών και επενδυτικών αποτελεσμάτων 40,7 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη 66,7 εκατ. ευρώ. Tα δάνεια, με βάση τον ισολογισμό του 2019 είναι 144,3 εκατ. ευρώ, το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων 209,6 εκατ. ευρώ και των μακροπρόθεσμων 209,9 εκατ. ευρώ.
Διαθέτει οκτώ ιδιόκτητες μονάδες παραγωγής και 18 επιπλέον εργοστάσια και γραμμές παραγωγής, μέσω στρατηγικών συνεργασιών με έδρα την Σαουδική Αραβία, την Ινδία, τη Μαλαισία και το Μεξικό. Διαθέτει δικά της εργοστάσια σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, Τουρκία και Σλοβακία, καθώς και 2 εργοστάσια στην Ελλάδα. Ένα είναι στη Λαμία κι ένα στη Λάρισα, οπότε υπάρχει ενδιαφέρον για τα σχέδια του αμερικανικού ομίλου αναφορικά με το ανθρώπινο δυναμικό.
Η Nίκας, το ινδικό JV και άλλες πτυχές
Κατά μία ανάγνωση το deal δηλώνει ότι άλλη μια ελληνική εταιρεία «φεύγει» από την Ελλάδα, με την έννοια ότι τα φορολογικά έσοδα από την διεθνή δραστηριότητα του ομίλου δεν θα μπαίνουν στα ταμεία του ελληνικού δημοσίου. Ταυτόχρονα αλλάζει το τοπίο στην εσωτερική αγορά και κυρίως στον κλάδο δραστηριότητας της Chipita, όπου σημειωτέον σημαντική παρουσία έχει η ΕΒΓΑ, καθώς και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος αποχαιρέτησε μεν, αλλά θα παραμείνει στην εταιρεία μέχρι να ολοκληρωθούν οι λεπτομέρειες του deal το οποίο αφήνει εκτός συμφωνίας το Joint Venture (JV) της Ινδίας και την εταιρεία ΝίκαςΝΙΚΑΣ 0,00%.
Δεν διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο έμεινε εκτός η αγορά της Ινδίας ενώ σημειώνεται ότι σχετικά πρόσφατα το Olayan Group, που παρεμπιπτόντως διατηρεί κοινά συμφέροντα με την Mondelez στη θυγατρική της στη Σαουδική Αραβία, πούλησε το 15% του JV στη Σαουδική Αραβία, κοινοπραξία Chipita, Almarai και ομίλου Olayan. Στη συμφωνία Μondelez-Chipita περιλαμβάνονται, πάντως τα JV σε Μεξικό και Μαλαισία.
Σημειώνεται ότι κατά πληροφορίες το 2017-2018 που άρχισαν οι ζυμώσεις το επιδιωκόμενο deal έβρισκε εμπόδια τόσο σε μέρος του δανεισμού, όσο και στα JV που θα έπρεπε να ενσωματωθούν σε δυνητική συμφωνία. Πάντως εσχάτως η Chipita είχε ενισχύσει τη θέση της στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αποκτώντας μεταξύ άλλων το Νοέμβριο του 2019 το 51% της Epta America LLC, αποκλειστικού διανομέα της στις ΗΠΑ και στον Καναδά ενώ ρευστοποίησε τη θέση της στην Αίγυπτο, στην Edita Food Industries. Έτσι «συνάντησε» συμφέροντα της Mondelez, η οποία περιγράφει σήμερα την προσάρτηση της Chipita ως «ισχυρό στρατηγικό συμπλήρωμα στο υπάρχον χαρτοφυλάκιό της».
Από την άλλη μεριά, σε ότι αφορά τη ΝίκαςΝΙΚΑΣ 0,00% μένει να φανεί σε τι βαθμό θα επενδυθούν νέα κεφάλαια στην εταιρεία, την οποία η Chipita ελέγχει (από το 2017) μέσω της Ginenrise Investments Limited, η οποία είναι κάτοχος του 93,36% των μετοχών της βιομηχανίας αλλαντικών. Ανάλογα σενάρια για τη διάθεση της ρευστότητας που αποκτά ο Σπ. Θεοδωρόπουλος αναπτύσσονται και για τις άλλες ανεξάρτητες επιχειρηματικές του δραστηριότητες, όπως η εταιρεία ντοματικών προϊόντων Wandelplant.
Νέες κινήσεις, πιθανόν εντός συνόρων, όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, αναμένονται πάντως και από τον όμιλο Olayan, της φερώνυμης επιχειρηματικής οικογένειας, που αποκτά τη μερίδα του λέοντος του τιμήματος. Υπενθυμίζεται ότι ο όμιλος έχει την αφετηρία του στο 1947 ενώ από το 1975 έχει μεταφέρει από τη Βηρυτό στην Ελλάδα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του, μέσω της Olayan Investments Company Establishment (OICE). Στην Chipita έχει συμμετοχή από το 1992.
Το τίμημα μαμούθ
Αναφορικά με το τίμημα που προσφέρει η Mondelez, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν λεπτομέρειες o πολλαπλασιαστής τίμημα/EBITDA κινείται αρκετά πάνω από το μέσο όρο ανάλογων deals των τελευταίων ετών στη βιομηχανία τροφίμων διεθνώς.
Ειδικά στην ελληνική αγορά η αξία της συμφωνίας είναι πάνω και από την αξία των πιο μεγάλων deals της δεκαετίας στο σύνολο της αγοράς, όπως ενδεικτικά αυτό με την Fraport για τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, περίπου 1,5 δισ. ευρώ, το Ελληνικό με 1,2 δισ. ευρώ και τα 700 εκατ. ευρώ του ΟΤΕ από την πώληση της βουλγαρικής θυγατρικής Globul στην Τουρκία το 2013.
Η πρακτική λέει ότι δεν γίνονται συμφωνίες κάτω από 12 φορές το συνολικό τίμημα προς EBITDA ενώ συνηθέστερα ο πολλαπλασιαστής κυμαίνεται στο 17. Επομένως στην περίπτωση της Chipita το τίμημα 20 φορές τα EBITDA της χρήσης 2020 ανεβάζει τον πήχη στο πάνω εύρος σχετικών διαπραγματεύσεων επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας ως ορόσημο, όπως την περιγράφουν στελέχη της ελληνικής εταιρείας.
Σημειώνεται, πάντως, ότι πολυεθνικοί όμιλοι του βεληνεκούς της Mondelez International έχουν ετήσιο budjet capex για επενδύσεις, που αξιοποιείται από τη μια μεριά σε υποδομές, επέκταση και αναβάθμιση εργοστασίων και από την άλλη για εξαγορές. Για την Μondelez International είχε προηγηθεί ένα μπαράζ εξαγορών πριν το deal για την Chipita. Νωρίτερα φέτος είχε αποκτήσει την Grenade, εταιρεία προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, έναντι 200 εκατ. στερλινών ή 40 φορές τα κέρδη της εταιρείας το 2019 και 4 φορές τον κύκλο εργασιών της.
Πλήρωσε επίσης περισσότερα από 400 εκατ. δολ. για την Gourmet Food Holdings, αυστραλιανή εταιρεία τροφίμων premium μπισκότων και κράκερ, και άλλα 340 εκατ. δολ. για να αποκτήσει το υπόλοιπο της Hu, εταιρείας well-being σνακ στις ΗΠΑ, στην οποία είχε αποκτήσει συμμετοχή το 2019.