Καταλύτης εξαιρετικά επικίνδυνων εξελίξεων στο Συριακό ενδέχεται να αποδειχθεί η πολύνεκρη βομβιστική επίθεση εναντίον στρατιωτικών οχημάτων που έλαβε χώρα την περασμένη Τετάρτη στην Αγκυρα. Το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν και ο Αχμέτ Νταβούτογλου έσπευσαν να ενοχοποιήσουν το συριακό, κουρδικό κόμμα PYD, παρά την κατηγορηματική άρνηση του τελευταίου ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την επίθεση, ενισχύει τους φόβους ότι επίκειται εισβολή της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία. Μια εξέλιξη που θα μπορούσε να φέρει όχι μόνο την Τουρκία, αλλά και το ίδιο το ΝΑΤΟ σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία, στρατιωτικές δυνάμεις της οποίας επιχειρούν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο από την 30ή Σεπτεμβρίου.
Είτε υιοθετήσει κανείς την εκδοχή της προβοκάτσιας είτε όχι, η επίθεση στην Αγκυρα αποτελεί ουρανόπεμπτο δώρο για τους θερμοκέφαλους του τουρκικού κατεστημένου. Ηδη από το προπερασμένο Σάββατο, χωρίς καμία ουσιαστική αφορμή, το τουρκικό πυροβολικό σφυροκοπούσε θέσεις των Κούρδων μαχητών επί συριακού εδάφους, ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν ζητούσε επίμονα από την Ουάσιγκτον το «πράσινο φως» για εισβολή χερσαίων δυνάμεων της χώρας του, αλλά και της Σαουδικής Αραβίας, στον συριακό βορρά. Οι έντονες επιφυλάξεις της –πιο συνετής από τον απρόβλεπτο πρόεδρο της Τουρκίας– στρατιωτικής ηγεσίας δεν φαίνεται να είχαν καμία επίδραση στον Ερντογάν, που έχει αναθέσει την επιχειρησιακή ευθύνη στο συριακό μέτωπο εξ ολοκλήρου στη μυστική υπηρεσία ΜΙΤ.
Η επίσημη αιτιολογία της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, ότι δηλαδή θέλουν να στείλουν στρατεύματα για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος, μόνο σαν κακόγουστο ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί. Οι πάντες γνωρίζουν ότι οι δύο χώρες, μαζί με το Κατάρ, ήταν και εξακολουθούν να είναι οι βασικοί υποστηρικτές ακραίων τζιχαντιστών που μάχονται τον Ασαντ στη Συρία. Εκείνο που τις παρακινεί σε στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς, αυτή την περίοδο, είναι το γεγονός ότι τα πράγματα στη Συρία εξελίσσονται εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προσδοκίες τους για γρήγορη πτώση του καθεστώτος Ασαντ και ανάδειξη μιας σουνιτικής ηγεσίας, φιλικής προς τις τρεις επίσης σουνιτικές χώρες, στη Δαμασκό.
Τρεις δυσμενείς εξελίξεις
Ειδικά η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνέργεια τριών δυσμενέστατων για την ίδια εξελίξεων. Η πρώτη έγκειται στην ανάμειξη του ρωσικού παράγοντα, ιδιαίτερα μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από την Τουρκία, κάτι που αποτέλεσε πλήγμα στο γόητρο του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν παρασύρθηκε σε σπασμωδικές αντιδράσεις, αλλά η απάντησή του ήταν αμείλικτη. Αμέσως μετά το συμβάν, μετέφερε τα πιο προηγμένα πυραυλικά συστήματα στη Συρία, απέναντι από τα τουρκικά σύνορα, αλλά και τελευταίας γενεάς διατάξεις ηλεκτρονικού πολέμου που «τυφλώνουν» τα ραντάρ των τουρκικών αεροπλάνων. Παράλληλα, η ρωσική αεροπορία σφυροκοπεί εδώ και μήνες τους ισλαμιστές αντιπάλους του Ασαντ, συμπεριλαμβανομένων των ενόπλων Τουρκμενίων που στρατολογεί, στηρίζει και καθοδηγεί η ΜΙΤ.
Η δεύτερη, δυσμενέστατη για την Αγκυρα εξέλιξη έγκειται στην προέλαση του κυβερνητικού στρατού του Ασαντ σε βάρος των «πελατών» της στη Συρία. Με την υποστήριξη της ρωσικής αεροπορίας, ο συριακός στρατός, σε κοινό μέτωπο με δυνάμεις της φιλοϊρανικής οργάνωσης του Λιβάνου Χεζμπολάχ, καταλαμβάνει σημαντικά εδάφη σε διάφορες περιοχές της χώρας. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο Χαλέπι, δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της χώρας πριν από την έναρξη του πολέμου και διχοτομημένη μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και αντικαθεστωτικών ανταρτών από το 2012.
Οι φιλικές προς τον Ασαντ δυνάμεις έχουν σχεδόν περικυκλώσει το Χαλέπι, το οποίο συνδέεται πλέον με την Τουρκία με έναν μόνο διάδρομο, που εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια των ανταρτών. Αν πέσει το Χαλέπι, η φιλοδυτική αντιπολίτευση θα υποστεί τεράστιο, ίσως μοιραίο πλήγμα, ενώ ο Ασαντ θα ελέγχει ολόκληρη τη Δυτική Συρία, από τα σύνορα με την Ιορδανία μέχρι εκείνα με την Τουρκία, δηλαδή τη γεωγραφική ζώνη στην οποία περιλαμβάνονται σχεδόν όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα.
Ο τρίτος και ακόμη σημαντικότερος, για την Αγκυρα, παράγοντας εντοπίζεται στο Κουρδικό. Εκμεταλλευόμενοι την αποδιοργάνωση των αντιπάλων του Ασαντ, λόγω της προέλασης του κυβερνητικού στρατού, οι δυνάμεις του αριστερού κουρδικού κόμματος PYD –αδελφής οργάνωσης με το ΡΚΚ του Αμπντουλάχ Οτσαλάν– επεκτείνουν τα εδάφη που ελέγχουν σε μια μεγάλη λωρίδα, δίπλα στα τουρκικά σύνορα.
Ο κόκκινος συναγερμός είχε χτυπήσει στην Αγκυρα ήδη από τον περασμένο Ιούνιο, οπότε η πολιτοφυλακή του PYD, οι Μονάδες Λαϊκής Αυτοάμυνας (YPG), κατέλαβε το στρατηγικής σημασίας Τελ Αμπιάντ. Εκτοτε οι Κούρδοι ελέγχουν ολόκληρη την περιοχή από τα σύνορα με το ιρακινό Κουρδιστάν, στα ανατολικά, μέχρι τον Ευφράτη, όπως και άλλον ένα θύλακο, γύρω από το Αφρίν, προς τα δυτικά. Τους λείπει μόνο μια ενδιάμεση ζώνη, με κέντρο την Αζάζ, για να ενοποιήσουν τα εδάφη τους από τη μία άκρη της Βόρειας Συρίας ώς την άλλη και να δώσουν σάρκα και οστά στη «Ροτζάβα», το συριακό Κουρδιστάν.
Αυτό όμως αντιπροσωπεύει τον απόλυτο εφιάλτη για την Αγκυρα. Ενα δεύτερο, ντε φάκτο αυτόνομο κουρδικό κράτος, δίπλα σε εκείνο του ιρακινού Κουρδιστάν, που θα μοιράζεται μαζί του τα έσοδα από το κουρδικό πετρέλαιο, το οποίο θα μεταφέρεται στις μεσογειακές ακτές της Συρίας, θα αποτελούσε ισχυρότατο ενισχυτή των αλυτρωτικών διαθέσεων που τρέφουν οι Κούρδοι της Τουρκίας. Τη στιγμή μάλιστα που οι ειρηνευτικές συνομιλίες τουρκικής κυβέρνησης – Οτσαλάν έχουν καταρρεύσει, το ΡΚΚ έχει επιστρέψει στον ένοπλο αγώνα και οι κουρδικές πόλεις της Νοτιοανατολικής Τουρκίας βρίσκονται σε κατάσταση πολιορκίας, αναβιώνοντας τις χειρότερες μέρες του Κουρδικού, τη δεκαετία του ‘90.
«Κόκκινες γραμμές»
Αντιμέτωποι με αυτή την προοπτική, Ερντογάν και Νταβούτογλου ξεκαθάρισαν τις «κόκκινες γραμμές» τους προς τους Κούρδους: θα κάψουμε τη γη κάτω από τα πόδια σας αν επιχειρήσετε να περάσετε δυτικά του Ευφράτη, από το Κομπάνι προς την Τζαραμπλούς και ανατολικά του Αφρίν, προς την Αζάζ! Τι κι αν η Τζαραμπλούς ελέγχεται από το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο κατάφεραν να αναχαιτίσουν οι Κούρδοι με την ηρωική τους αντίσταση στο Κομπάνι; Τι κι αν η Αζάζ βρίσκεται στα χέρια άλλων τζιχαντιστών, όπως το Μέτωπο Αλ Νούσρα, δηλαδή το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα;
Για να δικαιολογήσουν αυτή την πολιτική, που τους εκθέτει στα μάτια των Αμερικανών συμμάχων τους, Ερντογάν και Νταβούτογλου ισχυρίζονται ότι το PYD εκτοπίζει Αραβες, Τουρκμένιους και άλλες εθνότητες στις περιοχές που καταλαμβάνει και αλλοιώνει τη δημογραφική τους σύνθεση, ώστε να δημιουργήσει μια αμιγώς κουρδική οντότητα. Είναι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με τα καντόνια του Κομπάνι και του Αφρίν, που είναι αμιγώς κουρδικά, η ενδιάμεση ζώνη κατοικείται από ένα εθνοτικό αμάλγαμα Κούρδων, Αράβων και Τουρκμενίων. Ωστόσο, το PYD δεν διεκδικεί, τουλάχιστον στα λόγια, μια αμιγώς κουρδική οντότητα, και πολύ περισσότερο ένα κουρδικό κράτος, αλλά τη δημοκρατική αυτοδιοίκηση της «Ροτζάβα», στο πλαίσιο ενός αποκεντρωμένου συριακού κράτους, με σεβασμό όλων των εθνικών και θρησκευτικών ομάδων.
Μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι οι διεθνιστικές διακηρύξεις δοκιμάζονται πολύ σκληρά από τις ωμές πραγματικότητες του εμφυλίου πολέμου και του εθνοτικού μίσους. Γεγονός είναι, πάντως, ότι οι Κούρδοι του PYD έχουν οικοδομήσει συμμαχίες με όχι αμελητέα τμήματα των αραβικών πληθυσμών και φυλών στις περιοχές τους. Αυτό υποδηλώνουν και οι λεγόμενες «Δημοκρατικές Συριακές Δυνάμεις», στις οποίες συμμετέχουν, πλην των κουρδικών YPG, ένοπλες αραβικές ομάδες με πρώην στελέχη του κυβερνητικού στρατού που εγκατέλειψαν τον Ασαντ ή και πρώην μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA), της κυριότερης οργάνωσης-ομπρέλας της φιλοδυτικής, θεωρητικά «μετριοπαθούς», αντιπολίτευσης.
Οπως και να έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι η διπλή πίεση, του συριακού στρατού και των Κούρδων, απειλεί να εξοστρακίσει τους τζιχαντιστές από την Αζάζ, κάτι που θα σημάνει την ενοποίηση της «Ροτζάβα» και το κλείσιμο του κλοιού γύρω από το Χαλέπι. Η μεγάλη πόλη του συριακού βορρά κινδυνεύει να έχει την τύχη της Χομς, την οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οι αντικαθεστωτικοί αντάρτες ύστερα από μήνες ασφυκτικής πολιορκίας. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, ο FSA θα έχει πρακτικά εκμηδενιστεί, και απέναντι στον Ασαντ θα ορθώνονται κυρίως το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Νούσρα, δηλαδή η Αλ Κάιντα, κάτι που θα επέτρεπε στον Σύρο πρόεδρο να διαπραγματευθεί μια λύση στα μέτρα του, από θέση ισχύος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Αγκυρα επείγεται να εισβάλει και να δημιουργήσει «ελεύθερη ζώνη» ανάμεσα στις δύο κουρδικές περιοχές, κατά προτίμηση με την έγκριση των ΗΠΑ, εν ανάγκη και χωρίς αυτήν.
Η στάση Ομπάμα
Μέχρι τώρα, ο Μπαράκ Ομπάμα ακολουθεί προσεκτική πολιτική στο Συριακό. Αξιοποιεί και προσπαθεί να ρυμουλκήσει τους Κούρδους της Συρίας, ενώ δεν κόβει τις γέφυρες επικοινωνίας με τη Ρωσία, θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και όχι την ανατροπή του Ασαντ.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα ο Αμερικανός ηγέτης βρίσκεται υπό αυξανόμενη πίεση. Οχι μόνο από τον Ερντογάν, που τον καλεί να διαλέξει «ή εμάς ή τους Κούρδους», αλλά και από μεγάλη μερίδα του αμερικανικού κατεστημένου, που του προσάπτει ότι παραείναι συγκρατημένος, στα όρια του… ζεν ― παθητικότητα που επιτρέπει στον Πούτιν να κερδίζει έδαφος. Στους επικριτές του δεν περιλαμβάνονται μόνον οι Ρεπουμπλικανοί και οι συντηρητικοί αρθρογράφοι της Wall Street Journal και της Washington Post, αλλά και κύκλοι των Δημοκρατικών, φιλελεύθεροι σχολιαστές των New York Times και παράγοντες ισχυρής επιρροής, όπως ο πολύς Τζορτζ Σόρος. Ο μεγαλόσχημος επενδυτής κάλεσε πρόσφατα, με άρθρο του στον Guardian, τον Αμερικανό πρόεδρο να αλλάξει γραμμή, υποστηρίζοντας ότι «ο Πούτιν είναι μεγαλύτερη απειλή για την Αμερική από το Ισλαμικό Κράτος».
Επί του παρόντος, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν φαίνεται να κάμπτεται. Την Πέμπτη το βράδυ, ο Λευκός Οίκος δήλωσε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα «δεν έχει καταλήξει σε συμπεράσματα» για τους ενόχους των φονικών επιθέσεων στην Τουρκία, αποφεύγοντας να υιοθετήσει τις κατηγορίες του Ερντογάν εναντίον των Κούρδων. Το γεγονός, βέβαια, ότι ο Λευκός Οίκος χρειάστηκε ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο γι’ αυτή την πρώτη, πολύ επιφυλακτική αντίδραση στην επίθεση που έγινε στην Αγκυρα μαρτυρά έντονο προβληματισμό, ενδεχομένως και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις για τη στρατηγική της Αμερικής στο Συριακό.
Στο μεταξύ, ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη πίεση που αισθάνεται η Αγκελα Μέρκελ λόγω προσφυγικού, εξασφάλισε τη συναίνεση της Γερμανίας στη δημιουργία ελεύθερης ζώνης και ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία. Βέβαια, η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε ότι κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει με τη συναίνεση Ρωσίας και Συρίας, αλλά η τοποθέτησή της ήρθε εκ των πραγμάτων να αυξήσει την πίεση στον Μπαράκ Ομπάμα.
Το κυριότερο, ο Ερντογάν κατάφερε να εμπλέξει το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο με πρόσχημα το προσφυγικό. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός θεωριών συνωμοσίας για να εικάσει ότι τα πολεμικά σκάφη της Συμμαχίας είναι λιγότερο χρήσιμα απέναντι σε βάρκες με λαθρομετανάστες και περισσότερο για να μπλοκάρουν και να επιτηρούν τα ρωσικά πολεμικά πλοία στην Ανατολική Μεσόγειο. Εάν ο Ερντογάν καταφέρει να εμπλέξει τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και στην προσπάθειά του για δημιουργία «ελεύθερης ζώνης», δηλαδή κατοχής συριακών εδαφών κοντά στις ρωσικές βάσεις, θα έχει πετύχει τον άμεσο στόχο του. Αλλά με τι μεγάλο αντίτιμο για την περιφερειακή ή και την παγκόσμια ασφάλεια!
Προειδοποιητικές βολές Ρωσίας κατά Ασαντ
Τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων ημερών απειλούν να οδηγήσουν σε κατάρρευση την εύθραυστη συμφωνία του Μονάχου μεταξύ των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων που εμπλέκονται στο Συριακό. Οι αμετανόητα αισιόδοξοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, με ισχυρές δόσεις πραγματισμού, ότι η κλιμάκωση των εχθροπραξιών, προτού αρχίσει η εφαρμογή μιας συμφωνίας για εκεχειρία, είναι νόμος του πολέμου, καθώς κάθε πλευρά πασχίζει να διασφαλίσει τις μέγιστες δυνατές επιτυχίες, βελτιώνοντας τη διαπραγματευτική της θέση.
Γεγονός είναι ότι το κανάλι επικοινωνίας μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας, Τζον Κέρι και Σεργκέι Λαβρόφ, παραμένει ανοικτό. Αίσθηση προκάλεσε, εξάλλου, η τοποθέτηση του Ρώσου πρεσβευτή στον ΟΗΕ, Βιτάλι Τσούρκιν, την περασμένη Πέμπτη. Ο κ. Τσούρκιν «άδειασε» τον Ασαντ για τις δηλώσεις του ότι θα συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι να νικήσει ολοσχερώς την αντιπολίτευση και τον κάλεσε να συνομιλήσει με την αντιπολίτευση αν θέλει να βρει «αξιοπρεπή» έξοδο από την κρίση. Επιπλέον, του υπενθύμισε ότι, αν ο κυβερνητικός στρατός μπόρεσε να απωθήσει τους αντικαθεστωτικούς από τη Δαμασκό, το οφείλει στη ρωσική αεροπορία ― η οποία, θα μπορούσε να εικάσει κανείς, δεν είναι δεδομένη. Ισως είναι νωρίς να μιλήσει κανείς για ρήγμα μεταξύ Μόσχας και Δαμασκού. Φαίνεται όμως ότι το Κρεμλίνο προσπαθεί να προσγειώσει τον Ασαντ, συνιστώντας του να μην παίρνει πολύ αέρα από τις, σε μεγάλο βαθμό, δοτές στρατιωτικές επιτυχίες του και να διευκολύνει την πολιτική λύση του προβλήματος, χωρίς να θεωρεί δεδομένο ότι αυτή η λύση θα περιλαμβάνει και τον ίδιο.
Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής