Ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο παυσίπονο μπορεί να παρατείνει σημαντικά τη ζωή πειραματόζωων, γεγονός που δημιουργεί ελπίδες ότι ίσως κάνει το ίδιο στους ανθρώπους, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Σε πειράματα σε ζυμομύκητες, «μυγάκια των φρούτων» (δροσόφιλες) και σκώληκες, το φάρμακο ιβουπροφαίνη φάνηκε να παρατείνει τη ζωή κατά το αντίστοιχο 12 ετών στους ανθρώπους.
Όπως αναφέρουν tanea.gr, η ιβουπροφαίνη είναι ένα μη στεροειδές, αντιφλεγμονώδες φάρμακο που χρησιμοποιείται ευρέως από τη δεκαετία του ’80 για την καταπολέμηση του πόνου, της φλεγμονής και του πυρετού.
Στη νέα μελέτη, το φάρμακο φάνηκε να έχει αντιγηραντικές ιδιότητες, με τα πειραματόζωα να ζουν περισσότερο, διατηρώντας την υγεία και την φυσική τους κατάσταση.
«Δεν είμαστε σίγουροι γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά σαφώς αξίζει να το διερευνήσουμε περαιτέρω», δήλωσε ο Έλληνας επικεφαλής ερευνητής δρ Μιχάλης Πολυμένης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βιοχημείας & Βιοφυσικής του Πανεπιστημίου Texas A&M (TAMU).
«Η μελέτη αυτή έγινε για να αποδειχθεί η αρχή ότι συνηθισμένα, σχετικά ασφαλή φάρμακα των ανθρώπων μπορεί να παρατείνουν το προσδόκιμο επιβιώσεως πολύ διαφορετικών οργανισμών. Επομένως είναι πιθανό να βρούμε και άλλα φάρμακα, όπως η ιβουπροφαίνη, τα οποία θα έχουν ενδεχομένως ακόμα καλύτερη ικανότητα παράτασης της ζωής, με απώτερο στόχο την προσθήκη υγιών ετών ζωής στους ανθρώπους».
Σε μία προγενέστερη μελέτη είχε βρεθεί μία πιθανή ένδειξη για την αντιγηραντική δράση της ιβουπροφαίνης. Όπως είχε δείξει, το φάρμακο επεμβαίνει στην ικανότητα των κυττάρων των ζυμομυκήτων να δεσμεύουν την τρυπτοφάνη – ένα αμινοξύ που υπάρχει σε κάθε οργανισμό και λαμβάνεται μέσω της διατροφής (από τις πρωτεΐνες).
Στη νέα μελέτη, ο δρ Πολυμένης και οι συνεργάτες του εξέθεσαν τα τρία ζωικά μοντέλα σε δόσεις ιβουπροφαίνης ανάλογες με αυτές που λαμβάνονται από τους ανθρώπους. Η αγωγή παρέτεινε κατά 15% τη ζωή των πειραματόζωων, αύξηση η οποία σε ανθρώπινους όρους αντιστοιχεί σε περίπου 12 πρόσθετα χρόνια ζωής. Ειδικά οι δροσόφιλες και οι σκώληκες, εξάλλου, φάνηκε να είναι υγιέστεροι στην τρίτη ηλικία απ’ ό,τι άλλη ομάδα πειραματόζωων που δεν είχε λάβει το φάρμακο.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή επιθεώρηση «Public Library of Science Genetics».