Έντονος είναι ο προβληματισμός που επικρατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ότι αφορά την υιοθέτηση ή όχι νέων δεσμευτικών στόχων για τις ΑΠΕ έως το 2030. Η χρονική αλλά και ποσοτική επέκταση του περίφημου στόχου 20-20-20 για τις ΑΠΕ απασχολεί τόσο την πολιτική ηγεσία της ΕΕ, όσο και κυρίως τους παράγοντες της ενεργειακής αγοράς. Ο στόχος 20-20-20 προέβλεπε τη μείωση κατά 20% των αερίων του θερμοκηπίου και την αύξηση κατά 20% της διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας έως το 2020. Οι επιτελείς των Βρυξελλών επιδιώκουν, ο στόχος για την επόμενη δεκαετία να είναι το 30-30-30, αλλά όλα δείχνουν πως θα είναι δύσκολο να επιβάλλουν και πάλι δεσμευτικό χαρακτήρα στην επίτευξη του.
Οι αντιδράσεις προέρχονται τόσο από τις μεγάλες ενεργειακές εταιρίες, όσο και από τις κυβερνήσεις που διαπιστώνουν ότι σε συνθήκες ύφεσης, η στήριξη των ΑΠΕ μέσω των εγγυημένων τιμών αγοράς, είναι δύσκολο να συνεχίσουν να γίνονται αποδεκτές από τους Ευρωπαίους πολίτες που καλούνται να πληρώσουν το επιπλέον κόστος, τόσο στην τιμή του ρεύματος, όσο στα προϊόντα που παράγονται εντός ΕΕ.
Πριν από λίγες ημέρες παρουσιάσαμε τις αντιδράσεις εννέα ευρωπαϊκών κολοσσών της ενέργειας, που εν όψει της συνόδου του Συμβουλίου Υπουργών έθεσαν θέμα ενεργειακής ασφάλειας εάν επεκταθεί η «σκληρή» ευρωπαϊκή γραμμή, υπέρ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας έως το 2030.
Οι εταιρίες GDF Suez, Eni, Enel, Eon, RWE, GasTerra, Iberdrola, Gas Natural και Vattenfall, με κοινές προτάσεις, επιδιώκουν να αποτρέψουν τους ηγέτες της Ε.Ε. από την ιδέα να θέσουν νέο δεσμευτικό στόχο για τις ΑΠΕ έως το 2030.
Συγκρατημένος, αλλά σε ανάλογο μήκος κύματος ήταν και ο Έλληνας υφυπουργός Ενέργειας Μάκης Παπαγεωργίου κατά τη διάρκεια των εργασιών του Άτυπου Συμβουλίου υπουργών Ενέργειας, στο Βίλνους της Λιθουανίας. Ο κ. Παπαγεωργίου τόνισε την αναγκαιότητα ο καθορισμός νέων στόχων για τις ΑΠΕ έως το 2030 να αξιολογηθεί προσεκτικά, χαρακτηρίζοντας παράλληλα τη διαδικασία ως μία «δύσκολη άσκηση» καθώς θα πρέπει «να προβλεφθούν τεχνολογικές μεταβολές, οικονομικοί παράγοντες και οι επιπτώσεις στην οικονομία, τη βιομηχανία και την ίδια την τεχνολογία».
Ο ίδιος έχει αναγκαστεί να προχωρήσει σε αλλεπάλληλες μειώσεις των εγγυημένων τιμών των ΑΠΕ και γνωρίζει καλά ότι οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια είναι δύσκολο να περιοριστούν.