Γράφει ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Το «Νέο Εθνικό Αναπτυξιακό Πρότυπο – Ελλάδα 2021» που παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση στην Ομάδα Εργασίας της Ευρωζώνης (Euro working group) βασίζεται σε μελέτες του ΙΟΒΕ (ινστιτούτο μελετών του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών), του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, επίσημος σύμβουλος του υπουργείου Ανάπτυξης) και της κερδοσκοπικής εταιρίας McKinsey. Κι έτσι ανακύπτουν ήδη τα πρώτα ερωτήματα: καλά το ΚΕΠΕ, αλλά με τι κριτήρια επιλέχθηκαν το ινστιτούτο μιας ομάδας λόμπι, του ΣΕΒ, και μια κερδοσκοπική εταιρία; Πόσα πήραν; Αυτό το ερώτημα είναι εύλογο μετά τις κατοσταριές χιλιάρικα που πηγαινοέρχονταν μεταξύ ΟΟΣΑ, ΙΟΒΕ και δικηγορικών γραφείων πριν από λίγο καιρό. Προπάντων όμως: αυτή η ανάθεση έγινε στο πλαίσιο του «outsourcing», δηλαδή της ανάθεσης εργασιών του δημοσίου σε ιδιωτικές εταιρίες; Και στο τμήμα μελετών ποιας βιομηχανίας όπλων ή ποιανού εμπόρου όπλων θα ανατεθεί η μελέτη για το σχεδιασμό της ελληνικής αμυντικής πολιτικής; Ποιοι πρώην υφιστάμενοι και φίλοι τίνος υπουργού θα πάρουν αμοιβές;
Πολιτικά ερωτήματα
Τα πολιτικά ερωτήματα που τίθενται είναι ακόμα σοβαρότερα. Γιατί το «Νέο Εθνικό Αναπτυξιακό Πρότυπο – Ελλάδα 2021», αν και μέχρι τώρα υπάρχει μόνο σαν μια 7σέλιδη προχειράντζα – αυτή που δημοσίευσε η «Καθημερινή» –, υποτίθεται ότι θα αποτελέσει τη βάση για την οικονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια, φυσικά με την ολωσδιόλου απίθανη προϋπόθεση, η κολεγιά Σαμαρά-Βενιζέλου να συνεχίσει να κυβερνά. Δεν έπρεπε, λοιπόν, έστω και αυτό το πρόχειρο σημείωμα, να τεθεί σε διαβούλευση με κοινωνικές οργανώσεις; Δεν θα χρειαζόταν να γνωμοδοτήσει ή έστω να ενημερωθεί η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, να κληθούν εκεί φορείς να πουν τι θέλουν, τι περιμένουν και, εν τέλει, να υπάρξει γενικευμένη δημόσια συζήτηση στην Ολομέλεια; Βλέπεις όμως, στο νέο μοντέλο του πολιτικού μας συστήματος δεν χωρούν αυτά. Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής της Ελληνικής Δημοκρατίας θα βγαίνει από μια συνεννόηση με λομπίστες και μια δεύτερη συνεννόηση με την Ευρωομάδα Εργασίας.
Κατά τους συντάκτες του «Νέου Αναπτυξιακού Προτύπου», η ρίζα των δεινών είναι ότι ο δημόσιος δανεισμός «επέτρεψε να δοθούν αυξήσεις μισθών υψηλότερες από την αύξηση της παραγωγικότητας». Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση της σχέσης του ύψους των μισθών με την ανάπτυξη, η διαπίστωση είναι ανόητη. Γιατί, η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα είναι δυνατή μόνο στον τομέα της παραγωγής εμπορευμάτων, δηλαδή προπάντων στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, μια έρευνα της Ένωσης Δημόσιων Επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προ δεκαπενταετίας έδειχνε ότι στην Ελλάδα η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα της οικονομίας ήταν σχεδόν διπλάσια από του ιδιωτικού.
Πώς, τώρα, ο δημόσιος δανεισμός οδηγεί σε αύξηση των μισθών στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παραμένει το μικρό μυστικό των συντακτών του κειμένου. Εκτός αυτού, στον καπιταλισμό, η αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν οδηγεί συνήθως τις επιχειρήσεις σε επενδύσεις εξορθολογισμού με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να αναπληρωθεί η απώλεια κερδών. Με άλλα λόγια, η αναφορά στους μισθούς ως αιτία της επιδείνωσης «της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας» και «η δημιουργία υψηλών ελλειμμάτων» είναι ανοησία. Το αντίθετο συμβαίνει: η μείωση των μισθών αφαιρεί από τους επιχειρηματίες ένα μέρος της πίεσης για αύξηση της παραγωγικότητας και παραγωγή καινοτομίας, κι αυτό επιβεβαιώνεται εμπειρικά και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Χρειάζεται η παρουσία του κράτους
Στο κεφάλαιο «Στρατηγική», ως πρώτο εργαλείο αναφέρεται η «σταδιακή μείωση του μεριδίου της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης στο ΑΕΠ», προκειμένου να αυξηθούν οι επενδύσεις. Αυτό είναι ως θεωρητικούρα το αντίστοιχο της μείωσης των δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία και την Πρόνοια και της μείωσης των μισθών. Όμως, η βάση για την αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων είναι η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση. Σήμερα μάλιστα βλέπουμε στον τομέα, ας πούμε της χαλυβουργίας, των δομικών υλικών, του φαρμάκου, ότι η κατάρρευση της εσωτερικής κατανάλωσης οδηγεί στην κατάρρευση επιχειρήσεων, γιατί οι εξαγωγές δεν αρκούν να τις κρατήσουν όρθιες, κι έτσι μειώνονται και οι εξαγωγές, γιατί συρρικνώνεται το παραγωγικό δυναμικό.
Η συρρίκνωση του κράτους, που «στον τομέα της παραγωγής θα περιορισθεί στην παραγωγή κοινωνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών άμυνας και ασφάλειας», την οποία βλέπουμε ήδη να συντελείται, αναφέρεται στο κείμενο ως αξιωματικά ωφέλιμη. Κι όμως, ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκτός από τους οικονομολόγους κάθε σχολής με εξαίρεση κάποιους, εν τω μεταξύ γραφικούς, ακραίους νεοφιλελεύθερους, θεωρούν ότι τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς παραγωγής χρειάζεται η παρουσία του κράτους. Το βλέπουμε και γύρω μας: στις οικονομικά πιο ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, ύδρευση, ενέργεια, συγκοινωνίες βρίσκονται ή επανέρχονται υπό δημόσιο έλεγχο, γιατί η ιδιωτική κερδοσκοπική τους διαχείριση θέτει φραγμούς στην κοινωνική. Ακόμα περισσότερο ισχύει αυτό για τις τράπεζες: η σταθερότητα των βορειοευρωπαϊκών οικονομιών βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στον εκτεταμένο δημόσιο τραπεζικό τομέα, τον οποίο υπερασπίζονται όλες οι πολιτικές πτέρυγες – προς όφελος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου βέβαια, αλλά αυτό λένε πως έχουν κατά νου και οι συγγραφείς του «Εθνικού προτύπου» – μόνο που φαίνεται ότι μάλλον στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων στοχεύουν, δηλαδή στην αρπαχτή.
Μικρά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις
Οι λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και «οριζόντιες πολιτικές», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, περιέχει κυρίως τις ιδιωτικοποιήσεις και την «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας». Αυτά με σκοπό πρώτ’ από όλα την άντληση πόρων για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Μόνο που, όπως ήδη έχει φανεί, το όφελος είναι πολύ μικρό. Γιατί, βλέπεις, το ξεπούλημα σε πανικό δεν μπορεί παρά να αποφέρει μικρά έσοδα, κι επομένως η καθαρή θέση του δημοσίου (μείωση του χρέους έναντι μείωσης της περιουσίας) δεν βελτιώνεται, το αντίθετο. Όσο για τη «βελτίωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης που ακολουθούν τις ιδιωτικοποιήσεις», στο παράδειγμα του ΟΤΕ αποδεικνύεται ότι οι ιδιώτες αγοραστές δεν βάζουν ούτε καρφί στον τοίχο από δικά τους μέσα. Οι όποιες επενδύσεις είναι είτε από τα κέρδη του Οργανισμού είτε από δανεισμό – κι αυτά τα έκανε και το Δημόσιο ως ιδιοκτήτης, καλύτερα μάλιστα, όπως έκανε και κάνει στον ΟΣΕ, στην ΕΥΔΑΠ και ΕΥΔΑΘ και στη ΔΕΗ. Αλλά και η «ενίσχυση του ανταγωνισμού», τουλάχιστον μέχρι σήμερα, μόνο ως ενίσχυση της δυνατότητας μεγάλων επιχειρήσεων να πιέζουν τους μικρούς ανταγωνιστές τους εμφανίζεται – κι αυτό οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που ισχυρίζεται ότι έχει.
Η ευνόηση της «ευελιξίας στην αγορά εργασίας», γράφει το «Νέο Εθνικό Πρότυπο», θα βασίζεται στην αρχή της ευελιξίας με ασφάλεια, μόνοι που από ασφάλεια δεν έχει δει κανένας τίποτα, αντιθέτως η «ευελιξία», δηλαδή η διευκόλυνση των απολύσεων, δίνει και παίρνει. Η «έμφαση στην καινοτομία», προϋποθέτει μεγάλα κονδύλια για την ανάπτυξη της έρευνας και διευκόλυνση της μεταφοράς των αποτελεσμάτων της στην παραγωγή. Αυτό απαιτεί ένα ευέλικτο τραπεζικό σύστημα με σαφή προσανατολισμό και γνώση που θα χρηματοδοτεί το εγχείρημα, δεν θα ενδιαφέρεται για την αξία της μετοχής, αλλά για την απόδοση των πόρων που δανείζει – δηλαδή ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα, στο οποίο δεν θα έχουν λόγο τα κερδοσκοπικά χετζ φαντς που αγοράζουν τώρα μπιρ παρά τις λεγόμενες «συστημικές τράπεζες». Επίσης απαιτεί ενίσχυση των δημόσιων ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων, ενώ η κυβέρνηση τα κλείνει ή τα συρρικνώνει.
Χωρίς αναπτυξιακά εργαλεία
Το ζήτημα των τραπεζών ως εργαλείου παραγωγικής ανασυγκρότησης φαίνεται ακόμα καλύτερα στο κεφάλαιο «Τομεακές πολιτικές», στο οποίο αναφέρονται ως «πυλώνες» ο τουρισμός, όπου όμως υπάρχει η εμμονή στην αδιάκριτη προσέλκυση επενδύσεων και μόνο, δηλαδή στην καταστροφή του Κάβο Σίδερου, του Ελληνικού, της Κασσιόπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη «περιβάλλον» δεν αναφέρεται πουθενά. Το ίδιο ακριβώς και με την αγροτική παραγωγή – κουβέντα για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, ενώ στην ενέργεια γίνεται απλώς λόγος για τη «βελτιστοποίηση του ενεργειακού μείγματος» και τη «βιώσιμη αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, ενώ το ζητούμενο είναι πώς θα σχεδιαστεί με χρονοδιάγραμμα και έλεγχο των ετήσιων επιδόσεων η παραγωγή της συνολικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, χωρίς τα φαραωνικά αιολικά πάρκα των ιδιωτών να καταστρέψουν το περιβάλλον.
Τελικά, τα μόνα αναπτυξιακά εργαλεία που διαθέτει το «Νέο Εθνικό Πρότυπο» είναι η μείωση της φορολογίας των κερδών και των ασφαλιστικών εισφορών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ακόμα μεγαλύτερη κατάργηση της προστασίας της εργασίας, και η πλήρης αδιαφορία για το περιβάλλον. Ένα πρότυπο δηλαδή του προηγούμενου αιώνα, τόσο αναποτελεσματικό για την κοινωνία και απάνθρωπο όσο θα περίμενε κανείς από τους συγγραφείς του.