του π.Χρυσοστόμου Χρυσοπούλου
Στο μέσον σχεδόν του Τριωδίου, της προπαρασκευαστικής περιόδου για την κατανυκτική Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ο κυριακός λόγος έρχεται να μας υπενθυμίσει την αρετή της ελεημοσύνης. Την φροντίδα των κάθε λογής εμπερίστατων πρέπει να έχουμε κατά νου. Ως όρο σωτηρίας και θέας προσώπου Θεού θέτει ο Κύριος την φιλανθρωπία. Εν ονόματι Εκείνου ευκαίρως – ακαίρως επισκέπτονται την συνείδησή μας, κτυπούν την πόρτα της οι πεινασμένοι και διψασμένοι, οι φυλακισμένοι και οι ασθενείς, οι γδυτοί της διπλανής μας πόρτας.
Εμείς, αιχμαλωτισμένοι στην καλοπέρασή μας, ξεχάσαμε ότι η θέση του έχοντος την ανάγκη μας σήμερα μπορεί να είναι και δική μας θέση κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Η πραγματικότητα που βιώνει ο τόπος μας αρκετά παραδείγματα φέρει. Έχοντας ο Χριστός τις προηγούμενες Κυριακές καυτηριάσει την υποκριτική προσευχή και υπογραμμίσει την πατρική στοργή μέσα στην ασωτία μας, ήρθε σήμερα να υπενθυμίσει και τη φιλανθρωπία. Η ανυπαρξία της έγινε αφορμή ελέγχου και αιτία απώλειας κάποιων. Τα επισυναπτόμενα στην ταυτότητά μας ως χριστιανοί ορθόδοξοι πιστοποιητικά φιλανθρωπικής δράσης είναι κάποιες φορές λευκά χαρτιά αποθηκευμένα στο χρονοντούλαπο του καθενός μας. Τα γράφουμε με το μελάνι του εγωισμού, γι αυτό είναι άχρηστα. Από ευκαιρία διακονίας, την συμπόνια μεταβάλλουμε σε μέσο αυτοπροβολής.
Με άλλα λόγια, ζούμε κάποιες φορές το δικό μας καρναβάλι. Ντυθήκαμε τους φιλάνθρωπους και έτσι παραμορφώσαμε τον σκοπό της φιλανθρωπίας. Την βλέπουμε μέσα από μια μάσκα και την περιορίζουμε στα δικά μας μέτρα και σταθμά, για να την δουν πρώτα οι άλλοι. Αν μείνει χρόνος και χώρος να πέσει και η ματιά του Θεού. Στην περίπτωση αυτή θεωρούμε δεδομένο το στεφάνι της δικαίωσης, αν και κάναμε το αυτονόητο. Δεν είμαστε απλά άνθρωποι, αλλά σύν-άνθρωποι. Όταν το κατανοήσουμε, τότε και θα δώσουμε την ορθή διάσταση της φιλανθρωπίας.
Η υπενθύμιση από τον Χριστό της έμπρακτης αγάπης ως υποχρέωση, έχει αναφορά και στον τρόπο της. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τον πόνο και το πρόβλημα του άλλου, του διπλανού, του αδελφού, του ξένου. Υπερβαίνει η έκφραση των φιλανθρωπικών συναισθημάτων μας τους δεσμούς αίματος ή καταγωγής. Όπως πανανθρώπινο ήταν και είναι το μήνυμα της σωτηρίας που εξαγγέλλει ο Ιησούς, έτσι, χωρίς σύνορα θα είναι η αγάπη μας για τον πάσχοντα. Η ύψωση τειχών και οι διαιρέσεις κάθε άλλο παρά χριστιανικό είναι.
Κάποιες φορές που προσφέρουμε θέτουμε και ένα ερωτηματικό, ίσως πειρασμικό, αλλά πραγματικό. Βοηθάμε δηλαδή τον ζητιάνο, αλλά σκεφτόμαστε συνάμα μήπως το έχει επάγγελμα. Επισκεπτόμαστε φυλακισμένους, αλλά εξετάζουμε γιατί καταδικάστηκαν. Φροντίζουμε αρρώστους, αλλά θέλουμε και να μάθουμε την αιτία της ασθένειας. Μήπως είναι οροθετικός; ναρκομανής; Η επικαιρότητα μάς τροφοδοτεί με ιστορίες ψευτοεμπερίστατων, αλλά ας μην αφήνουμε τόπο να μείνουν για πολύ στην σκέψη μας. Θα αδικήσουμε τις αληθινές περιπτώσεις αναξιοπαθούντων. Η μαζοποίηση φέρνει την ισοπέδωση και καταλήγει στην άρνηση.
Στο Ευαγγέλιο που ακούγεται την Κυριακή των Απόκρεω συναντάμε τον Χριστό λίγο παράξενο, τον βλέπουμε να χωρίζει, να διακρίνει σε καλούς και κακούς. Στην ουσία την διαίρεση την κάνουν τα έργα μας. Εμείς με όσα πράττουμε διαλέγουμε και τον χώρο όχι απλά που μας αξίζει, αλλά και που μας εκφράζει.
Είναι οξύμωρο, να μην βλέπουμε το πρόσωπό του πάσχοντα και να θέλουμε να δούμε το πρόσωπο του Θεού. Γυρίζουμε την πλάτη στον πεινασμένο, στον διψασμένο, στον ασθενή, στον φυλακισμένο, στον γδυτό. Οι δικαιολογίες διαδέχονται η μία την άλλη. Ο καιρός όμως κυλά και η κρίση όλων αναπόφευκτη, επειδή είναι θεία, είναι σίγουρα και δίκαιη. Εμείς ζούμε καλά και άνετα, άλλοι όχι. Θέλουμε να ζήσουμε καλά και μετά τον βιολογικό μας θάνατο, τα έργα μας δεν έρχονται καθόλου να συνηγορήσουν, ώστε να βρούμε καλή θέση την ώρα εκείνη. Αντίθετα, στέκονται απέναντι στην ζωή μας, που την χορταίνουμε, την ποτίζουμε, την ντύνουμε, την θεραπεύουμε, την ελευθερώνουμε, την συντροφεύουμε με πολλά και διάφορα, όχι όμως από αγάπη.
Ο Χριστός υπάρχει στην Εκκλησία Του και μας ντύνει με αγιότητα, μας ξεδιψά με ιδανικά, μας θεραπεύει από τα πάθη μας, μάς επισκέπτεται στην φυλακή της αμαρτίας και μάς επαναπατρίζει στον Παράδεισο. Κινήσεις που μόνο ο μακρόθυμος και πολυέλεος Θεός τολμά και κάνει. Θα Του δώσουμε εμείς την άνεση, όταν έχουμε συμπεριφερθεί ανάλογα και περισσότερο στον πάσχοντα συνάνθρωπο, που ίσως μας χωρίζει ένας λεπτός τοίχος μεταξύ των διαμερισμάτων μας ή μας ενώνει ο αυτός αέρας.
Ο Κύριος φάνηκε απαιτητικός. Ζητεί να μην βλέπουμε Εκείνον κατάματα, αλλά να βλέπουμε Εκείνον, στα μάτια του ποικιλότροπα πονεμένου. Δεν απαιτεί να Τον φροντίσουμε ως Θεό, αλλά ζητεί να μεριμνούμε για τους άλλους ως παιδιά Θεού. Εκείνους μάλιστα που προνόησαν και βοήθησαν με πολλά ή λίγα, θα τους δώσει την άλλη ζωή, εκείνη που κερδίζουν οι αληθινά συμπονετικοί και φιλάνθρωποι. Στους άλλους τα πεπραγμένα τους θα γίνουν το όχημα που θα τους απομακρύνει από την θέα του Τριαδικού Θεού. Ο Ιησούς δεν διδάσκει την συμπόνια για να μας τρομοκρατήσει. Μας ενημερώνει, προκειμένου η φωνή Του να είναι αφυπνιστική στον λήθαργο μας και επαινετική στα έργα μας.
Ο Χριστός με τον λόγο Του θέλει να μας υπενθυμίσει ότι όλα χάνονται. Κάθε ώρα και στιγμή γινόμαστε εμείς πεινασμένοι, γυμνοί, φυλακισμένοι, ασθενείς, ξένοι. Θα χρειαστούμε βοήθεια και μάλιστα θα έρθει απ’ εκεί που δεν την περιμένουμε. Είναι η έκπληξη της έκρηξης των φιλάνθρωπων συναισθημάτων προσώπων ανύποπτων ότι θα έκαναν το παραμικρό για εμάς. Όλοι μας χρειάζονται, για όλους ζούμε, κανείς δεν περισσεύει.
Ο σημερινός λόγος του Κυρίου είχε και μια άλλη διάσταση. Μέσα απ’ εκείνον μας βοηθά να βρούμε την αληθινή αγάπη. Να ανταμώσουμε τον φιλάνθρωπο της ειλικρίνειας. Οι πράξεις μας να γίνουν με γνήσια ελατήρια, χωρίς τη μάσκα της δήθεν φιλανθρωπίας. Η ψεύτική φιλανθρωπία μετατρέπει την αληθινή συμπόνια σε καρναβάλι και τους εαυτούς μας σε καρναβαλιστές της, κάποιες φορές μάλιστα κακούς.
Ο λόγος του άμβωνα της Εκκλησίας δεν μπορεί σίγουρα να είναι καταγγελτικός, επιθετικός και αυστηρός. Αντίθετα, οφείλει να είναι παραμυθητικός, ρεαλιστικός και λογικός. Τα έργα μας είναι εκείνα που μας ασκούν κριτική κάποιες φορές ελεγκτικά, σπάνια θαρρετά. Το καρναβάλι της ζωής μας με τις ποικίλες μεταμφιέσεις, δεν μας επιτρέπει να δούμε την πραγματικότητα με ειλικρίνεια. Αντίθετα, φοράμε όποια στολή βρούμε άμεσα ή μας αρμόζει και συνεχίσουμε. Νομίζουμε μάλιστα, ότι οι άλλοι δεν μας καταλαβαίνουν, νομίζουμε ότι ξεφεύγουμε και από τον Θεό. Μας εμπιστεύτηκε πονεμένους αδελφούς για να θεραπεύσουμε την μοναξιά τους και να αποδείξουμε την ανθρωπιά μας. Εμείς βρήκαμε ευκαιρία να φορέσουμε μάσκες καταδικασμένες από Θεό και ανθρώπους.
Γίναμε καρναβαλιστές στην ίδια τη ζωή μας, φορέσαμε πολλούς ρόλους, από φίλους των ανθρώπων έως και σωτήρες των ανθρώπων. Το ονομάσαμε φιλανθρωπία και περιμέναμε ανταμοιβή πρώτα από τον κόσμο (εκεί ήταν το κύριο ενδιαφέρον μας) και ύστερα από τον Θεό. Κάποιοι ντύθηκαν με την στολή του ρυθμιστή της ζωής μας από φιλάνθρωπα – όπως έλεγαν – συναισθήματα, ενώ ταυτόχρονα εκμεταλλεύονταν την ζωή μας με σκάνδαλα και απολαβές. Οι στολές τους όμως εφθάρησαν, ο χρόνος φανέρωσε πόσο φρικτή και απαίσια ήταν η πραγματικότητα, καθόλου φιλάνθρωπη. Το καρναβάλι της ζωής μας ή κάποιων γύρω μας, κατεβάζει αργά ή γρήγορα αυλαία και οι πάντες αποκαλύπτονται.
Ταυτόχρονα και συνειδητοί κατά τα άλλα χριστιανοί, αν και μιλούν με αυστηρότητα για τα καρναβάλια ή ακούν με ευλάβεια κηρύγματα αντικαρναβαλικά, η ζωή τους είναι μια μάσκα που διεκδικεί την θεόθεν δικαίωση και την κοινωνική καταξίωση. Είναι όλοι εκείνοι οι εγκλωβισμένοι στα καρναβάλια της ψυχής τους. Όπως και οι θρησκευόμενοι, οι τάχα ελεήμονες και αλληλοαγαπώμενοι χριστιανοί, όντες μέλη μιας κοινωνίας ευημερούντων και ευκατάστατων. Αβέβαιο και ζοφερό το μέλλον όλων, αφού υποκριτικό είναι το παρών και κομπλεξικό το παρελθόν τους.
Οι μασκοφόροι της φιλανθρωπίας και κατ’ επέκταση της αγιότητας, είναι οι δυστυχισμένοι της ζωής. Το τραγικό είναι ότι οι καρναβαλιστές έξω από την Εκκλησία χαίρονται γι’ αυτό που κάνουν έστω και για λίγες ημέρες. Εκείνοι που είναι εντός Της, δεν ξέρουν να χαρούν ούτε την μάσκα της πολυπροσωπίας. Γίνονται εύκολα αντιληπτοί. Έτσι, ενώ τίποτα δεν χαίρονται στην εδώ ζωή, κρινόμενοι ως χριστιανοί υποκριτές και ψεύτικοι φιλάνθρωποι, δεν θα χαρούν ούτε και την άλλη. Η κακομοιριά και η μιζέρια νομίζουν ότι θα είναι ευάρεστες στον Χριστό, αν και είναι Εκείνος που συμβουλεύει απερίφραστα να χαιρόμαστε, να έχουμε θάρρος, να μην είμαστε οι υποκριτές της ζωής, ιδιαίτερα σε θέματα προσευχής και ελεημοσύνης.
Οι έξω καρναβαλιστές γλεντούν, τραγουδούν, χορεύουν, διασκεδάζουν ακουμπώντας βέβαια κάποιες φορές την αμαρτία, κάνουν πάντως αυτό που θέλουν και για το οποίο θα δώσουν απολογία. Οι χριστιανοί αρκετές φορές ποτίζουν, ταΐζουν, ντύνουν, επισκέπτονται, περιθάλπουν αναξιοπαθούντες, ακουμπούν δυστυχώς όμως και αυτοί την αμαρτία, Σπεύδουν να γνωρίζει το δεξί χέρι τι έπραξε το αριστερό και φροντίζουν να λάβουν πιστοποιητικά θρησκευτικής νομιμοφρο-σύνης. Η φιλανθρωπία πλέον, από ευκαιρία να απολαύσουμε τον του Κυρίου έπαινο, γίνεται όνειρο του χτες, μετά τον εφιάλτη του προχτές, αντί να είναι η ευχάριστη πραγματικότητα του σήμερα.
Δεν είναι λίγες οι φορές που διαπιστώσαμε να γίνεται η προσχηματική αγάπη και φιλανθρωπία αφορμή για διθύραμβους. Αρκετοί ντύνονται την στολή του φιλάνθρωπου για να κερδίσουν ανταλλάγματα, προνόμια και φοροαπαλλαγές κοσμικές, να εξασφαλίσουν πρωτοκαθεδρίες σε συνάξεις εκκλησιαστικές και κοινωνικές. Εσχάτως βρέθηκαν και φιλάνθρωποι που ξέπλεναν βρώμικο χρήμα, «μαύρο χρήμα». Η διαφήμιση και τα ποικιλόμορφα συμφέροντα ήταν ο απώτερος σκοπός των ψευδοφιλάνθρωπων και όχι η είσοδος στην Βασιλεία Εκείνου που έπλασε τα πάντα, αλλά δεν είχε τίποτα. Του Δημιουργού και συνάμα ακτήμονος Χριστού. Του «απαιτητικού» όμως για περίθαλψή Του μέσα από το πρόβλημα ή την δυστυχία του άλλου.
Άλλες φορές επιδεικνύουμε ως ποιμένουσα Εκκλησία τον κατάλογο φιλανθρω-πικών δράσεών μας όχι για να εξασφαλίσουμε την εύνοια Θεού ή να διευκρινήσουμε παρερμηνείες, αλλά ως επιχείρημα όταν μερικοί μας μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, ή όταν κλονίζεται η μισθοδοσία του ιερού κλήρου. Μοιάζουμε ως μισθοφόροι της αγάπης και όχι ως αχθοφόροι της ανάγκης. Η θεώρηση της φιλανθρωπίας εύκολα γκρεμίζεται από τα έργα των ίδιων των εργατών της. Η συναντίληψη αντί να είναι φως στα σκοτάδια της απομόνωσης και του ωχαδερφισμού, γίνεται πλέον όπλο στην φαρέτρα εκείνων που συσκοτίζουν την περί αγνής αγάπης διδασκαλία του Δομήτορα της Εκκλησίας μας Χριστού.
Στην διάρκεια του χρόνου η φιλανθρωπία αυτή εκκοσμικεύτηκε, την περιβάλλαμε με νομικίστικη μορφή κάνοντάς την «Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου» και πιο πρόσφατα της δώσαμε και άλλη μορφή, την είπαμε «Μη Κυβερνητική Οργάνωση». Την ντύσαμε, με άλλα λόγια, με ξένα ρούχα, αντί για διακονία, την κάναμε δημόσια υπηρεσία. Για την χριστοδίδακτη φιλανθρωπία ζητήσαμε την σφραγίδα της πολιτείας και την αντικαταστήσαμε επίσημα και κομπάζοντας. Χωρίς να σκεφτούμε υπεύθυνα ότι γίναμε υποκατάστατο του «κράτους πρόνοιας» και αναγνωρίσαμε ότι χρειαζόμαστε δεκανίκια για να εργαστούμε όχι ως Σώμα Χριστού, αλλά ως σωματείο ελεημόνων χριστιανών. Ασκήσαμε (και ασκούμε) μια προσχηματική και επίπλαστη φιλανθρωπία. Όλα για το θεαθήναι από τους ανθρώπους και όχι του εξορισμένου και απ’ εδώ Θεού.
Η κάθε μορφή φιλανθρωπίας είναι κριτήριο για να δικαιωθούμε ενώπιον Θεού αλλά και να δικαιώσουμε την αποστολή μας ως άνθρωποι και ως χριστιανοί. Μπορεί να βιώνουμε κρίση χρημάτων, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να γίνει κρίση αισθημάτων. Ο ανταγωνισμός ποιός ζει καλύτερα, ποιός έχει προνόμια, ποιός είναι αίτιος της κρίσης, μόνο διχόνοια μπορεί να προξενήσει. Ήδη διαφαίνεται ένας ιδιότυπος «εμφύλιος πόλεμος» μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Υποφώσκει, αλλά ας μην επιτραπεί να υπάρξει και ως γεγονός. Άλλο ένα κακό θα προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα. Η γνήσια και έμπρακτη φιλανθρωπία, σε όποια μορφή και διάσταση υπάρξει, δεν θα επιτρέψει διαιρέσεις που θα τις χαρούν όσοι μας έφεραν σε τούτη την κατάσταση.
Την σωστή άσκηση της φιλανθρωπίας μας σαν άτομα ή σαν κοινότητα, θέλει να θέσει ο Κύριος με την ιστορία που ακούμε κάθε Κυριακή των Απόκρεω, σαν σήμερα. Διδάσκει την πολύμορφη φιλανθρωπία. Να γίνεται εκεί που δεν υφίστανται και να έχει ρόλο σωστικό εκεί που ασκείται. Στο πρόσωπο του άλλου, γνωστού ή ξένου, ανεξαρτήτου χρώματος ή θρησκεύματος, ας δούμε τον Κύριο. Δεν θα Τον συναντήσουμε για να Τον παρακαλέσουμε (γιατί έτσι μάθαμε μόνο να κάνουμε),αλλά για να Τον συντρέξουμε στην ανάγκη Του και στον πόνο Του.
Πάντες έχουν δικαίωμα στην ζωή. Η ευμάρεια και η αλόγιστη κατάχρηση αγαθών από την καταναλωτική κοινωνία του 21ου αιώνα στήνεται στον τοίχο και πυροβολείται από τα λόγια του Χριστού. Μακάρι ο κόσμος μας να ξυπνήσει σήμερα από τον κρότο τους, παρά αύριο από την περαιτέρω πτώση του.