Γράφει ο Θέμης Παρλαβάντζας
Όταν βρεθούν κάποιοι φίλοι απ’ τα παλιά, έχουν να θυμηθούν σίγουρα πολλά. Αναπόφευκτα όμως κάποια στιγμή, η κουβέντα θα φτάσει και στο σήμερα. Το σκληρό, το άφιλο, το άξενο σήμερα. Όλοι λοιπόν οι φίλοι είχαν να πουν κάτι για τη σημερινή ‘‘κατάντια’’ τους. Βαριά η λέξη, αλλά όλοι για κατάντια μιλούσαν εκείνο το βράδυ, με τις ζωές τους μαγκωμένες στα γρανάζια της κρίσης. Κάποια στιγμή ακούστηκε και ο λιγότερο ομιλητικός από όλους. «Κι εμείς τι κάνουμε; Γιατί δε βγαίνουμε στους δρόμους; Γιατί δεν ξεσηκωνόμαστε;» Μια μικρή βουβαμάρα επικράτησε, μέχρι που ύψωσε ο Νίκος το ποτήρι του. «Άντε γεια μας, άντε να πάνε τα φαρμάκια κάτω!»
Ωστόσο, η ερώτηση του Σωτήρη, έσπειρε το μικρόβιο του προβληματισμού. Τι κάνουμε αλήθεια; Γιατί δεν βγαίνουμε στους δρόμους; Γιατί δεν βγήκαμε οι Έλληνες στους δρόμους τέσσερα χρόνια τώρα, ενώ αντιμετωπίζουμε τις χειρότερες μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, φτωχοποίησης και για πολλούς ακόμα και εξαθλίωσης;
Η εύκολη απάντηση θα ήταν: «Μα φυσικά γιατί είμαστε χωμένοι στον καναπέ, στην τηλεόραση και στον ωχαδερφισμό». Πρόκειται μάλλον για αφέλεια που υποστηρίζουν οι εύκολα κοινωνιολογούντες. Οι κοινωνίες ξεσηκώνονταν στο παρελθόν και θα ξεσηκώνονται στο μέλλον όταν η πίεση που ασκείται πάνω τους – για διάφορους λόγους – γίνει τέτοια και τόση που θα μετατρέψει την οργή σε εξέγερση. Όταν οι επαναστατικές ονειρώξεις κάποιων δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, τότε φυσικά η ευθύνη πέφτει στην κοινωνία και την ίδια την πραγματικότητα, που δεν ανταποκρίνεται στα μοντέλα τους ονειρώξεών τους.
Μήπως όμως δεν ξεσηκώνονται οι Έλληνες γιατί γνωρίζουν πως η μεγάλη δυσκολία που βιώνουν τα τελευταία χρόνια, μπορεί να γίνει πολύ μεγαλύτερη με μια τυφλή εξέγερση; Μήπως γνωρίζουν πως αυτό που λέγεται «καλύτερο αύριο», προϋποθέτει χρήματα, που φυσικά και δεν υπάρχουν και τα οποία βέβαια μπορεί να έδιναν οι αγορές, σε μια εξεγερμένη Ελλάδα, αλλά με στραγγαλιστικά επιτόκια και επαχθείς όρους αποπληρωμής; Οι πακτωλοί δανείων από Ρωσία και Κίνα αποδείχθηκαν στην περίπτωση της Κύπρου όχι απλώς άνθρακες, αλλά ένα σαδιστικό παιχνίδι στην πλάτη του κυπριακού λαού. Ποιος Έλληνας θα ήθελε να μπει σε ανάλογες περιπέτειες;
Μήπως πάλι γνωρίζουν οι μη εξεγερμένοι, πως οι δυνατότητες των εθνικών κρατών για εθνικές πολιτικές είναι πλέον σημαντικά περιορισμένες; Η παγκοσμιοποίηση με όλα τα καλά και τα κακά που τη συνοδεύουν, αποτελεί μια αναπόδραστη πραγματικότητα, εκτός κι αν λέγεσαι Βόρεια Κορέα. Η αλληλεξάρτηση των κρατών είναι πιο έντονη από ποτέ και, επιπλέον, ο κόσμος ωθείται προς μεγάλες υπερεθνικές οντότητες πολλών κρατών από τη μια ή μεγάλων κρατών από την άλλη. Ποιο μέλλον θα μπορούσε να έχει η πτωχή πλην τίμια Ελλάς σε ένα περιβάλλον γιγάντιων οικονομικών μεγεθών και γεωστρατηγικών συμφερόντων μεγάλων παικτών; Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα δεν είναι Ελβετία και ούτε οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου δεσμεύουν τους ισχυρούς, όταν πρόκειται για τα συμφέροντά τους. Ακόμη και σήμερα, στη δεινοπαθούσα Ελλάδα της άγριας λιτότητας, η Ευρώπη – η Γερμανοευρώπη αν θέλετε – παρά την ξεφτισμένη της αίγλη, παρά τον ευρωσκεπτικισμό που διογκώνεται, παρά τις αντιφάσεις που συχνά την ακυρώνουν, παρά τον εθνοκεντρισμό που αναπτύσσεται, συνεχίζει να αποτελεί μια σταθερά για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού. Ακόμη και οι σφυγμομετρήσεις το αποδεικνύουν.
Μια ακόμη παράμετρος όμως ενός μη ξεσηκωμού, θα μπορούσε να ανιχνευτεί στη μετά τη μεταπολίτευση βιωμένη εμπειρία κάθε Έλληνα. Θα αφήσω εκτός των επιχειρημάτων τη μακιαβελική παγκάλεια ρήση: «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Σίγουρα δεν εξισώνεται ο κάθε μεγαλοκαταχραστής Τσοχαντζόπουλος των εκατομμυρίων ευρώ με τον υπάλληλο που πίεσε για καλύτερο μεροκάματο. Ωστόσο, ο καθένας μπορεί διακρίνει τον εαυτό του στο κάδρο της δάνειας ευημερίας από την οποία όλοι ωφεληθήκαν. Πώς λοιπόν θα εξεγερθεί ο ίδιος άνθρωπος που αισθάνεται πως έχει συμβάλλει κι αυτός στην πτωχευμένη Ελλάδα; Να εξεγερθεί εναντίον ηγεσιών που ο ίδιος ψήφιζε; Με τι σκοπό; Να αποκτήσει τα περισσότερα τη στιγμή που ξέρει πως αυτά τα περισσότερα δεν θα έρθουν ξανά με τον τρόπο που έρχονταν;
Αν κάποιος ξεσηκωμός θα είχε νόημα, αυτός ίσως να ήταν για περισσότερη Ευρώπη. Για σύγχρονο κράτος, θαρραλέους και οραματιστές πολιτικούς, περισσότερη άμεση δημοκρατία, αξιοκρατία, ορθολογισμό, νομιμότητα, παραγωγική δραστηριότητα, καλύτερη παιδεία, καλύτερη υγεία χωρίς χρηματισμούς, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, ουσιαστική ανεξιθρησκία, λιγότερη μισαλλοδοξία, σεβασμό του κράτους στον πολίτη και του πολίτη στο κοινωνικό σύνολο.
Αλλά είπαμε! Δεν γίνονται εξεγέρσεις έτσι εύκολα!