Δύο πολιτικοί χώροι θεωρούνται, ύστερα από τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, “στρατηγικά νευραλγικοί”: το Κέντρο (κεντροαριστερά) και το δεξιό άκρο (Χρυσή Αυγή). Οι δύο ισχυροί πόλοι του πολιτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, είναι αντιμέτωποι με το ζήτημα πώς θα σταθούν απέναντί τους. Από τις επιλογές που θα γίνουν σε αυτό το ζήτημα, θα κριθούν όχι μόνο οι επιλογές συμμαχιών αλλά και οι γενικότερες πολιτικές επιλογές.
Η ΝΔ έχει το πιο οξύ δίλημμα: Θα συνεχίσει την τακτική των ποινικών διώξεων ενάντια στη Χρυσή Αυγή ή θα θεωρήσει ότι αυτή η τακτική εξάντλησε και τις σκοπιμότητές της και την αποτελεσματικότητά της; Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα εξαρτηθεί αν θα επιλέξει να κάνει τη δική της “στροφή στο κέντρο”.
Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και σχετίζεται με καίρια ερωτήματα που απασχολούν την πολιτική και επιχειρηματική ελίτ ύστερα από την αποτύπωση των νέων πολιτικών συσχετισμών. Διότι πίσω από το θόρυβο των επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων, όλοι γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και στηρίζεται στο δεύτερο και τέταρτο κόμμα. Πώς θα βγάλει τους επόμενους μήνες μια τόσο “βαριά” ατζέντα όπως 5η Αιολόγηση από την τρόικα με τα αναλογούντα προαπαιτούμενα, συζήτηση για χρηματοδοτικό κενό με νέο μνημόνιο, συγκεκριμενοποίηση των μέτρων του δημοσιονομικού κενού για το 2015-2017 (που η Κομισιόν τα υπολογίζει σε 7,7 δισ. ευρώ), συμφωνία για νέα αναδιάρθρωση του χρέους με πιθανότατες βαριές διασφαλίσεις για τους δανειστές;
Αν δεν υπάρχει, που μάλλον δεν υπάρχει, τρόπος να αποφευχθούν όλα αυτά, στη βάση ποιας “κοινωνικής ατζέντας” θα γίνει η στροφή προς το κέντρο; Μόνο με έναν τρόπο θα μπορούσε να γίνει: αν εξασφάλιζε και τη συναίνεση ή έστω ανοχή του “αντίπαλου δέους”, του ΣΥΡΙΖΑ, αν ο ΣΥΡΙΖΑ έμπαινε στο μαντρί των εθνικών συναινέσεων. Και ήδη κάποιοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν σε αυτή την κατεύθυνση την πρωτοβουλία Τσίπρα να επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να δηλώσει ότι η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να παίρνει “μονομερώς” μεγάλες αποφάσεις (νέα μέτρα, επιλογή διοικητή της ΤτΕ, συμφωνία για το χρέος κ.λπ.), θέτοντας στον ΣΥΡΙΖΑ το ερώτημα: αυτό σημαίνει ότι διεκδικείτε τη δική σας συμμετοχή και συναίνεση στις κυβερνητικές αποφάσεις; Και αν ναι, η συνευθύνη στις αποφάσεις δεν σημαίνει και συνευθύνη στις… ευθύνες; Η δήλωση του Δημήτρη Αβραμόπουλου είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστική.
Το ζήτημα είναι, τι έχει να κερδίσει το πρώτο κόμμα μπαίνοντας σε μια διαδικασία εθνικών συναινέσεων πέρα από το να χρεωθεί τις πολιτικές λιτότητας των αντιπάλων του; Για να υπάρξει ουσία, λοιπόν, στη στροφή της ΝΔ προς το κέντρο (σε συμφωνία με το ίδιο το κέντρο, δηλαδή τον Βενιζέλο), πρέπει να δώσει κάτι σοβαρό στο μεγάλο της αντίπαλο: να πει “απεταξάμην τον μερκελισμό”. Αν πρόκειται όμως να κάνει κάτι τέτοιο, δεν έχει κανένα λόγο να το μοιραστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ… Επιπλέον, μια τέτοια “στροφή προς το κέντρο” είναι η ατζέντα της εσωκομματικής – καραμανλικής αντιπολίτευσης, που είναι τελείως ξένη στο επιτελείο Σαμαρά και εν πολλοίς προϋποθέτει την πολιτική του αποστρατεία.
Από την άλλη, ούτε η μέχρι τώρα γραμμή της ακροδεξιάς ρητορείας σε συνδυασμό με την ποινική πίεση πάνω στη Χρυσή Αυγή είναι παραγωγική. Ύστερα από το εντυπωσιακό της εκλογικό come back, η Χρυσή Αυγή μπορεί να προσβλέπει σε περαιτέρω άνοδο των ποσοστών της. Ύστερα από τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, μια ανάλογη στροφή της ΝΔ θα έδινε αέρτα στα πανιά της καθώς θα καθιστούσε πολύ πιο πειστικό το επιχείρημά της ότι είναι η μοναδική αντισυστημική δύναμη.
Έτσι, το πιθανότερο είναι ένα ρετουσάρισμα του κυβερνητικού σχήματος ώστε να απαλλαγεί από τα πλέον “κακόφημα” στελέχη του και η συνέχιση της ίδιας πολιτικής σε σχετικά πιο ήπιους πολιτικους και επικοινωνιακούς τόνους. Παράλληλα με τη δημιουργία κυβερνητικών εφεδρειών μέσα από τη “ρευστοποίηση” της ΔΗΜΑΡ και των ΑΝΕΛ.
Και όταν αρχίσουν πάλι τα “όργανα” με τρόικα, νέα μέτρα κ.λπ., επιστροφή στα ειωθότα. Μόνο που η επιστροφή στα ειωθότα με μια κυβέρνηση μειοψηφίας του δεύτερου και τέταρτου κόμματος και με μια τόσο “βαριά” ατζέντα μπροστά, τρομάζει πολλούς και σημαντικούς παράγοντες της ελληνικής ελίτ. Αλλά οι επιλογές ούτε προφανείς είναι ούτε εύκολες. Ο πολιτικός γρίφος έχει γίνει ακόμη πιο δυσεπίλυτος…