Το Παγκόσμιο Κύπελλο 2014 ξεκίνησε, ωστόσο η προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης το τελευταίο διάστημα έχει εστιάσει στη Βραζιλία, όχι μόνο εξαιτίας της διοργάνωσης της FIFA αλλά, κυρίως, εξαιτίας των εκτεταμένων διαμαρτυριών και κοινωνικών αναταραχών. Οι διαδηλώσεις προβάλλονται κυρίως ως αντίθεση του λαού με το πολυδάπανο σχέδιο του Κυπέλλου, ωστόσο έχουν πολύ πιο βαθιές ρίζες, που οδηγούν πίσω στην οικονομική και την κοινωνικοπολιτική ιστορία της χώρας.
To Al Jazeera παρουσίασε πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ για τη σύγχρονη οικονομική ιστορία της Βραζιλίας, το οποίο εξετάζει μερικά από τα αίτια των δυσχερειών της χώρας τον περασμένο αιώνα και τις συνθήκες της επακόλουθης ανάκαμψης της κατά την τελευταία δεκαετία.
Η Βραζιλία είναι η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, και η πέμπτη μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό παγκοσμίως. Από το 1500, και μέχρι την ανεξαρτησία της το 1825, ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Η αποικιοκρατία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ποικιλόμορφου πληθυσμού.
Η δικτατορία και ένα ακόμα «οικονομικό θαύμα»
Μέχρι την ανεξαρτησία της και την ανάδειξή της σε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, η Βραζιλία αποτελούσε αγροτική οικονομία, με κύρια πηγή εσόδων την παραγωγή του καφέ. Αυτό, όμως, άλλαξε με την επανάσταση του 1930, γεγονός κλειδί για την ιστορία του κράτους, καθώς άνοιξε ο δρόμος προς την βιομηχανοποίηση και την αστικοποίηση. Παρόλο που η επανάσταση δεν έφερε ιδιαίτερες αλλαγές στα αγροτικά κοινωνικά στρώματα, δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες αστικής ανάπτυξης, προσφέροντας νέες θέσεις εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, ψήφο στις γυναίκες και εξάπλωση του δημόσιου τομέα.
Την περίοδο αυτή, η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στο δικτατορικό καθεστώς, υπό την ηγεσία του Ζετούλιο Βάργκας, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 1937, διαλύοντας το κοινοβούλιο και κηρύσσοντας την έναρξη του «Νέου Κράτους» («Estado Novo»). Η περίοδος της δικτατορίας του Βάργκας χωρίζεται σε 2 φάσεις: αυτή της οικονομικής ανάπτυξης του 1970 και την μετέπειτα, της κρίσης του 1980-1985.
Η άνοδος της αστικοποίησης, σε συνδυασμό με τις παγκόσμιες εξελίξεις, ανέδειξε τη Βραζιλία στο «οικονομικό θαύμα» της δεκαετίας του ‘70. Όμως, ακόμα πριν την περίοδο της οικονομικής κρίσης του ’80, δεν κατάφερε να υπερπηδήσει τις σοβαρές κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχεια και το ελλιπές κράτος πρόνοιας. Αντίθετα, το καθεστώς του Βάργκας δημιούργησε, στο όνομα της ανάπτυξης, μια χώρα γεμάτη ανισότητες. Ακόμα και η όποια χρηματοδότηση για την παιδεία, συνέβη με ταξικά κίνητρα, όπως την εκπαίδευση μια κοινωνικής ελίτ που θα καταλάμβανε τις περιορισμένες θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα.
Κατά τη δεύτερη περίο της δικτατορίας, η μείωση των εισαγωγών και η εκβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1970 επέφερε οικονομική παρακμή. Έτσι, το 1979, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέβαλλε ένα πρόγραμμα λιτότητας, που συνεχίστηκε μέχρι το 1984.
Η μετάβαση στη Δημοκρατία και τη φιλελεύθερη οικονομία
Η οικονομική κρίση της περιόδου 1980-1985 και οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες οδήγησαν στην εμφάνιση μιας νέας γενιάς σοσιαλιστών πολιτικών, οι οποίοι αναδείχθηκαν μέσω των εργατικών σωματείων. Το καταπιεστικό και άδικο καθεστώς της δικτατορίας αναπαρήγαγε ένα σύστημα ανισότητας, εμποδίζοντας κάθε δημιουργική έκφραση, αγνοώντας βασικά κοινωνικά δικαιώματα και θεσμούς. Έτσι, γεννήθηκε η ανάγκη αλλαγής και παραγωγής αντιπολιτευτικού λόγου, που εκφράστηκε κυρίως από το εργατικό κίνημα. Ήδη από το 1984, οι εργάτες, με βασικό πυρήνα τους μεταλλωρύχους, οργάνωσαν το Εργατικό Κόμμα που πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις, που είχαν ως βασικό αίτημα τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών και την διασφάλιση άμεσης δημοκρατίας.
Η μετάβαση στη δημοκρατία έγινε σταδιακά και κατέληξε στην εγκαθίδρυση ενός νέου κράτους που συνδύαζε ένα δημοκρατικό σύστημα πρόνοιας με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, που άνθιζε εκείνη την περίοδο σε όλα τα αναπτυσσόμενα κράτη. Η δημοκρατία επανήλθε το 1988 με την ψήφιση του σημερινού ομοσπονδιακού συντάγματος της χώρας. Πρώτος πρόεδρος με καθολική λαϊκή ψήφο μετά το πραξικόπημα έγινε ο Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο, πρώην υποστηρικτής του στρατιωτικού καθεστώτος. Μετά από σειρά σκανδάλων καθαιρέθηκε και τη θέση του πήρε ο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο, γνωστός για το «Πλάνο Ρεάλ» («Plano Real»), την οικονομική πολιτική, που εισήγαγε το νέο νόμισμα της χώρας, το ρεάλ, συνδεδεμένο με το αμερικανικό δολάριο. Βασικός στόχος του Καρντόζο ήταν να ισοσκελίσει τα έσοδα με το χρέος που είχε η χώρα στο ΔΝΤ και να μειώσει τον πληθωρισμό, τον οποίο και κατάφερε να ρίξει στο 3%.
Ήταν πια ξεκάθαρο ότι η Βραζιλία ακολουθούσε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική, στηρίζοντας την ελεύθερη αγορά. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, επειδή ο Καρντόζο ήθελε να διατηρήσει την δημοτικότητα του, προσέφερε στήριξη στα φτωχότερα στρώματα και εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις που φαινομενικά ήταν αντικρουόμενες με τα συμφέροντα των ισχυρών μονοπωλίων.
Παρόλα αυτά, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς δεν κατάφερε να υπερνικήσει ουσιαστικά το πρόβλημα της ανισότητας και να εξαλείψει τη φτώχεια. Η οικονομική σταθερότητα δεν ωφέλησε τις λαϊκές μάζες. Ήταν πια φανερό ότι αν και η Βραζιλία είχε μια αρκετά βελτιωμένη οικονομία, στην πραγματικότητα, είχε αποδεχτεί τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων και δεν κατάφερε να εξαλείψει τα κοινωνικά προβλήματα και τη φτώχεια που βασάνιζαν το λαό της όλα αυτά τα χρόνια.
Έτσι, την αυγή της νέας χιλιετίας αναδείχθηκε η αναγκαιότητα πιο ριζοσπαστικών πολιτικών που θα μάχονταν εναντίον του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, θα φρόντιζαν για ισότητα, θα ενίσχυαν το ρόλο του κράτους.
Η διακυβέρνηση του Λούλα Ντα Σίλβα: Ο «ηγέτης των φτωχών»
Στις εκλογές του 2002, εκλέχθηκε πρόεδρος ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε τον αγώνα ενάντια στην οικονομική ανισότητα και πραγματοποίηση κράτους δικαίου και πρόνοιας.
Ο Ντα Σίλβα, που ήταν βασικό μέλος του εργατικού σωματείου από τα χρόνια της εξέγερσης του ’80, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο ηγέτης των φτωχών. Προτεραιότητα του ήταν να αντιστρέψει τις προτεραιότητες της χώρας και, ακολουθώντας μια πιο αριστερή και σοσιαλιστική πολιτική, να διορθώσει τα λάθη της φιλελεύθερης πολιτικής της προηγούμενης περιόδου. Έτσι, θέσπισε το οικογενειακό επίδομα για τις φτωχιές οικογένειες, δημόσια πανεπιστήμια, επιδόματα και συντάξεις.
Μέσα σε 10 χρόνια, 46 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια, άνοιξαν 20 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, αυξήθηκε το εισόδημα των εργατών. Τo φιλόδοξο κοινωνικό πρόγραμμα και ανασχηματισμός της κυβέρνησης Ντα Σίλβα θεωρήθηκε ως η απόλυτη επιτυχία του σοσιαλισμού. Στην ουσία, όμως, δεν κατάφερε ούτε εκείνος να καταπολεμήσει το κοινωνικό διχασμό, τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και την πολιτική κρίση της χώρας.
Οι επικριτές του τον παρουσιάζουν ως ένα εγωκεντρικό πολιτικό, που στάθηκε απλά τυχερός και χρηματοδότησε τις πολιτικές του με τις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα. Το τεράστιο μεσοαστικό στρώμα που γεννήθηκε με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του, παρόλο που έχαιρε πολλών δικαιωμάτων και είχε βγει από τη φτώχεια, κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι δεν ανέβασε την ποιότητα εκπαίδευσης, εργασίας και ζωής γενικότερα.
Τον Λούλα Ντα Σίλβα διαδέχθηκε η η Ντίλμα Ρούσεφ, που ανήκει, επίσης, στο Κόμμα των Εργαζομένων και συνεχίζει την πολιτική του προκατόχου της.
Κριτική και σύγχρονες διαμαρτυρίες
Εξετάζοντας την οικονομική και πολιτική ιστορία της Βραζιλίας, γίνεται ξεκάθαρο ότι οι σύγχρονες διαδηλώσεις, που εντάθηκαν εν όψει του Παγκόσμιου Κυπέλλου, συνδέονται με την ανισότητα, τη φτώχεια και την αδικία που βιώνει η χώρα εδώ και αιώνες. Οι μαζικές διαδηλώσεις, που παραλύουν τη Βραζιλία είναι αποτέλεσμα των διαχρονικών προβλημάτων και του πολιτικοοικονομικού κατεστημένου και στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα για την ανάγκη ουσιαστικής αλλαγής.
Ενώ η χώρα αντιμετωπίζει ακόμα σοβαρά προβλήματα φτώχειας και ανισοτήτων, η ανάληψη οργάνωσης του πολυδάπανου Κυπέλλου, την οποία πληρώνουν οι ίδιοι οι πολίτες, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Παράλληλα, οι πολιτικές του κράτους φαίνεται να μην είναι τόσο κοινωνικά ευαισθητοποιημένες όσο το ίδιο το κράτος δηλώνει. Αν και δημοκρατικότερο διατηρεί έντονη και σκληρή καταστολή, που σε συνδιασμό με τις εκκενώσεις στις φαβέλες και τις εκκαθαρίσεις στις περιοχές διεξαγωγής του Κυπέλλου, εντείνει την κοινωνική καταπίεση και ωθεί στις μαζικές διαμαρτυρίες.
Οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο για να πουν σε όλο τον κόσμο ότι η Βραζιλία δεν είναι μόνο μια χώρα ποδοσφαίρου και ότι οι προτεραιότητές τους είναι η βελτίωση της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, και όχι οι δαπανηρές διοργανώσεις, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μένει να φανεί αν η πολιτική ηγεσία έχει λάβει το ξεκάθαρο μήνυμα των εξεγερμένων Βραζιλιάνων για βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών της χώρας, πιο διαφανή και υπεύθυνη διακυβέρνηση και θεσμούς, και κοινωνική και οικονομική ισότητα.