Πρώην ηγετική φιγούρα των χακτιβιστών Anonymous και συνιδρυτής της ομάδας χάκερ LulzSec, ο Χέκτορ Ζάβιερ Μονσίγκουρ, περισσότερο γνωστός ως Sabu, έχει βοηθήσει μετά τη σύλληψή του στην αποτροπή 300 και πλέον κυβερνοεπιθέσεων, αποκαλύπτουν δικαστικά έγγραφα. Ο αμερικανός Μονσίγκουρ, σήμερα 31 ετών, συνελήφθη το 2011 και δήλωσε ένοχος, στο πλαίσιο εξωδικαστικής συμφωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση, για εννέα κατηγορίες που αφορούν την εισβολή σε δίκτυα.
Όπως αναφέρει το in.gr, ο Sabu φέρεται να είχε ηγετικό ρόλο στις κυβερνοεπιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων στην Τυνησία και άλλες χώρες της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης». Ο Χέκτορ Ζάβιερ Μονσίγκουρ σε φωτογραφία του από το Διαδίκτυο
Οι LulzSec, η ομάδα που ίδρυσε το 2011 ο Sabu σε συνεργασία με άλλα πέντε μέλη των Anonymous, ευθύνεται για «σοβαρές εισβολές» και «κλοπές» σε δίκτυα εταιρειών όπως η Fox Television, η Sony και η Nintendo. Λόγω της προθυμίας του να συνεργαστεί και της «εξαιρετικής και πολύτιμης βοήθειας» που προσέφερε, το FBI προτείνει μείωση της ποινής στους επτά μήνες φυλάκισης που έχει ήδη εκτίσει.
Παρόλα αυτά,ο χάκερ αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο κάθειρξης από 21 έως 26 χρόνια.
Έγγραφα της εισαγγελίας που παρουσιάστηκαν την Τρίτη, την ημέρα που θα ανακοινωθεί η ποινή από δικαστήριο της Νέας Υόρκης, αναφέρουν ότι ο Μονσίγκουρ συνεργάστηκε με το FBI στη δίωξη «σημαντικών κυβερνοεγκληματιών» και βοήθησε στη σύλληψη του «νούμερο ένα κυβερνοεγκληματία του κόσμου» εκείνη την εποχή, του Τζέρεμι Χάμοντ που διέρρευσε στο WikiLeaks έγγραφα της εταιρείας πληροφοριών Stratfor.
Χάρη στις διασυνδέσεις και τις εσωτερικές πληροφορίες στις οποίες είχε πρόσβαση ο Μονσίγκουρ το FBI κατάφερε επίσης να αποτρέψει σοβαρές κυβερνοεπιθέσεις στον αμερικανικό στρατό, το Κογκρέσο, τη NASA και μεγάλες εταιρείες.
«Το FBI εκτιμά ότι μπόρεσε να παρεμποδίσει τουλάχιστον 300 ξεχωριστές επιθέσεις σε υπολογιστές με αυτόν τον τρόπο» αναφέρουν τα δικαστικά έγγραφα.
«Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, είναι πιθανό ότι οι ενέργειες του Μονσίγκουρ απέτρεψαν απώλειες τουλάχιστον αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων στα θύματα αυτών των επιθέσεων».