Γράφει ο Κώστας Παπαδόπουλος
Χωρίς σταματημό μοιάζει η κούρσα της Wall Street το τελευταίο διάστημα, με το δείκτη S&P 500 να χτυπάει αλλεπάλληλα limit up, ερχόμενος σε αντίθεση με την κατρακύλα της αμερικανικής οικονομίας. Η φόρμουλα της επιτυχίας κρύβεται στο γεγονός πως οι επιχειρήσεις δίνουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στους μετόχους παρά στην ευρύτερη εικόνα της αμερικανικής οικονομίας, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί βάσει των αναλύσεων του CNBC.
Tο μάζεμα κεφαλαίων και η ανταμοιβή των μετόχων μέσω επαναγοράς μετοχών και μερισμάτων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της εταιρικής συμπεριφοράς από τον Μάρτιο του 2009. Αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που τροφοδοτεί το παγκόσμιο παράδοξο αφού η αμερικανική οικονομία καθημερινά κατρακυλάει ενώ τα εταιρικά κέρδη αυξάνονται με αμείωτους ρυθμούς. Από εταιρικής πλευράς πρόκειται για μια τακτική που σίγουρα αποφέρει σημαντικά κέρδη.
«Κανένας δεν μπορεί να φέρει στο μυαλό του μια περίοδο τόσο προσοδοφόρα για τις επιχειρήσεις, αλλά τόσο αρνητική για την οικονομία και το αντίστροφο» ανέφερε χαρακτηριστικά σε δηλώσεις του ο Άνταμ Πάρκερ, στρατηγικός αναλυτής της Morgan Stanley. Από επενδυτικής πλευράς, χρήματα εισέρρευσαν σε μετοχικά και διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, με τις εισροές του Οκτωβρίου, το ύψος των οποίων έφτασε τα 43,5 δις δολάρια, να είναι και οι μεγαλύτερες ως σήμερα για 6ο διαδοχικό μήνα. Από εταιρικής πλευράς τώρα, οι επιχειρήσεις έχουν αγοράσει ξανά μετοχές αξίας άνω των 131 εκατομμυρίων δολαρίων από τον Αύγουστο. Συγκεκριμένα πρόκειται για μια φόρμουλα που έσπρωξε το δείκτη S&P 500 σε άνοδο της τάξης του 21% το 2013, παρά το χάος που επικρατεί στην οικονομία. Οι επιχειρήσεις έχουν σταματήσει προ πολλού να δαπανούν με συνέπεια τα περιθώρια κέρδους να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η οικονομική ανάπτυξη να δείχνει αδύναμη.
Στην ουσία πρόκειται για μια αγορά που ενδιαφέρεται και ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την νομισματική πολιτική βλέποντας πως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων έχουν ωθήσει τους ισολογισμούς σε κέρδη που φτάνουν τα 1,8 τρις δολάρια.