Γράφει ο Αλέξανδρος Κ. Παπαναστασίου
Το έχει πει ο σοφός λαός: «Αν δεν θέλεις να ζυμώσεις, δέκα μέρες κοσκινίζεις». Εβδομάδες τώρα έχουμε γίνει καθημερινοί μάρτυρες απέραντης «φιλολογίας» για το αυτονόητο. Και έχουμε πραγματικά «μαρτυρήσει» από μία σκόπιμη πολυπραξία κατάθεσης προτάσεων νόμων κατά του ρατσισμού. Αποτέλεσμα; Κινδυνεύουμε τελικά να οδηγηθούμε σε απόλυτη απραξία. Να εγγραφεί δηλαδή στις ελληνικές καλένδες η αποτελεσματική καταπολέμηση του νεοφασιστικού φαινομένου στις μέρες μας.
Το πολιτικό μας σύστημα αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά κατώτερο των περιστάσεων. Εμφανίζεται να μην μπορεί να ομονοήσει εν έτει 2013 στο μείζον ζήτημα θωράκισης των ατομικών δικαιωμάτων και προστασίας της ίδιας της δημοκρατίας από τους αρνητές της. Να αδυνατεί έστω να βρεί τη χρυσή τομή απέναντι στη Χρυσή Αυγή.
Γιατί εμποδίστηκε από την ίδια την κυβέρνηση να φθάσει και να συζητηθεί στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου το νομοσχέδιο του ίδιου του αρμόδιου για το θέμα Υπουργού της; Ώστε κόμματα και βουλευτές να προβούν τότε σε τυχόν διορθώσεις, συμπληρώσεις, βελτιώσεις ή έστω να εκφράσουν επιφυλάξεις για μέρος ή το σύνολο του σχεδίου νόμου; Σε τι εξυπηρετεί αυτό το κωμικό νομικό γαϊτανάκι και η κομματική σκυταλοδρομία διαδοχικών πρωτοβουλιών επί του ιδίου θέματος;
Εφόσον – όπως ισχυρίζονται κάποιοι – είναι επαρκής η αντιμετώπιση από πλευράς ισχύουσας νομοθεσίας, γιατί έχουν κορυφωθεί σήμερα τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας καθώς και η αντίστοιχη ατιμωρησία; Έχουμε φθάσει στο σημείο να πλήττεται τόσο βάναυσα το αίσθημα δικαίου και ασφάλειας των πολιτών και ομιλούμε για επαρκή ποινική προστασία; Και γιατί τα αρμόδια διεθνή όργανα επιτιμούν την χώρα μας για ανεπάρκεια και απρονοησία; Η διεύρυνση, λοιπόν, της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος καθώς και η πρόβλεψη βαρύτερων ποινών καθίσταται πλέον αναπόφευκτη.
Aκούσαμε και την εξωφρενική άποψη – από τα πιο επίσημα κυβερνητικά χείλη μάλιστα – ότι η θέσπιση αυστηρότερης νομοθεσίας θα προκαλέσει «θυματοποίηση» της Χρυσής Αυγής ενώ ζητούμενο είναι η «περιθωριοποίησή» της. Μα είναι δυνατόν να θεωρείται θύμα ο δράστης αδικοπραγίας; Να προστατεύεται ο θύτης και όχι το ανυπεράσπιστο και εξαθλιωμένο (τις περισσότερες φορές) θύμα; Και να παγιώνεται έτσι η αντίληψη ότι είναι θεμιτό να γίνονται διακρίσεις; Ενώ το εύλογο είναι ότι ο πέλεκυς του νόμου θα πρέπει να πέφτει αμείλικτος ιδίως σε όσους «ιδεολογικοποιούν» τα διαδοχικώς τελούμενα εγκλήματα, όταν προτρέπουν και άλλους να κάνουν το ίδιο, να προβαίνουν δηλαδή σε βίαιες ρατσιστικές ενέργειες.
Η μέχρι σήμερα διστακτικότητα της πολιτείας στην πάταξη του φαινομένου δεν «περιθωριοποιεί» το νεοφασιστικό μόρφωμα αλλά αντίθετα περιθωριοποιεί την ίδια τη δημοκρατία. Η πρόληψη είναι βασικό στοιχείο στη χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής. Η ατιμωρησία προκαλεί ανομία και αυτή με τη σειρά της κάτι χειρότερο: την κοινωνική ανοχή. Είναι αυτή η τελευταία το θερμοκήπιο που ανενόχλητα επωάζει το αυγό του φιδιού.
Εκτός εάν κάποιοι στο πίσω μέρος του μυαλού τους φοβούνται τη δήθεν «θυματοποίηση» – όχι απλά των ίδιων των δραστών και της συγκεκριμένης οργάνωσης που τους εμπνέει – αλλά των τετρακοσίων είκοσι έξι χιλιάδων ψηφοφόρων της (εκλογές Ιουνίου 2012) και των τυχόν νέων οπαδών της που η πολύπλευρη ελληνική κρίση συνεχίζει να τους εγκλωβίζει στην απελπισία και την αγανάκτηση. Μα τους περισσότερους από αυτούς, «απολωλότες» πελάτες της παραδοσιακής Δεξιάς, τους κερδίζει ψηφοθηρικά η συντηρητική παράταξη μόνο με πολιτικές λαϊκής ανακούφισης και ανάταξης. Και όχι με διαιώνιση της παραπλάνησης και ομηρίας τους στο ρατσιστικό και αντιδημοκρατικό κατήφορο που ευνοεί η ισχύουσα ήπια ποινική μεταχείριση.
Η διστακτικότητα και η επαμφοτερίζουσα στάση του πιο ισχυρού πόλου της τρικομματικής συγκυβέρνησης στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του νεοφασιστικού φαινομένου εμβάλλει σε σκέψεις κάθε καλοπροαίρετο. Φαίνεται πως σε μερικούς ο φόβος από μία ενδεχόμενη μελλοντική επικράτηση της Αριστεράς ξυπνάει και πάλι παραδοσιακά αντανακλαστικά. Μήπως, τάχα μου, και πάρουν τη ρεβάνς οι ηττημένοι του παρελθόντος. Αναζητούνται έτσι εφεδρείες μελλοντικής προστασίας του συστήματος, όταν αυτό τεθεί σε διακινδύνευση; Στη λογική αυτή, όσοι σήμερα ξέρουν καλά να «πουλούν προστασία» κάλλιστα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και ως στιβαροί προστάτες του καθεστώτος προσεχώς. Ούτε είναι τυχαία η μεθοδικά καλλιεργούμενη ανιστόρητη θεωρία του συμψηφισμού των άκρων και του «διμέτωπου» αγώνα που μας γυρίζει σε άλλες εποχές.
Η αναπαραγωγή, όμως, ενός καταδικασμένου εμφυλιοπολεμικού κλίματος είναι η χειρότερη υπηρεσία που οι κύκλοι αυτοί μπορούν να προσφέρουν στο έθνος και την πατρίδα σήμερα.