Για πολλά χρόνια, η μεγαλύτερη απειλή για τους πελάτες και τους ιδιοκτήτες των ΑΤΜ ήταν τα λεγόμενα skimmers, δηλαδή ειδικές συσκευές που συνδέονται σε ένα ΑΤΜ για να υποκλέψουν δεδομένα από τις μαγνητικές ταινίες των καρτών. Καθώς όμως οι κακόβουλες τεχνικές έχουν εξελιχθεί, τα ΑΤΜ έχουν εκτεθεί σε μεγαλύτερους κινδύνους.
Το 2014, οι ερευνητές της Kaspersky Lab ανακάλυψαν το Tyupkin, ένα από τα πρώτα ευρέως γνωστά παραδείγματα κακόβουλου λογισμικού για ΑΤΜ. Το 2015, οι ειδικοί της εταιρείας αποκάλυψαν τη συμμορία Carbanak, η οποία, μεταξύ άλλων, μπορούσε να βγάλει κέρδη από τα ΑΤΜ, παραβιάζοντας τις τραπεζικές υποδομές. Και οι δύο επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν γιατί οι εγκληματίες κατάφεραν και εκμεταλλεύθηκαν διάφορες κοινές αδυναμίες στην τεχνολογία των ΑΤΜ και στην υποδομή που τα υποστηρίζει. Και αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Σε μια προσπάθεια να χαρτογραφηθούν όλα τα θέματα ασφάλειας των ATM, οι ειδικοί δοκιμών διείσδυσης της Kaspersky Lab έχουν διεξάγει έρευνες, με βάση τη διερεύνηση πραγματικών επιθέσεων, καθώς και τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ασφάλειας των ATM για αρκετές διεθνείς τράπεζες.
Η έρευνα των ειδικών της εταιρείας καταλήγει ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν επιθέσεις κακόβουλου λογισμικού εναντίον των ΑΤΜ, λόγω των αρκετών ζητημάτων ασφάλειας. Αρχικά, όλα τα ΑΤΜ είναι υπολογιστές που λειτουργούν με πολύ παλιές εκδόσεις λειτουργικών συστημάτων, όπως τα Windows XP. Αυτό τα καθιστά ευάλωτα σε «μολύνσεις» από κακόβουλα προγράμματα και επιθέσεις μέσω exploits. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, το ειδικό λογισμικό που επιτρέπει στον υπολογιστή του ΑΤΜ να αλληλεπιδρά με τις τραπεζικές υποδομές και τις μονάδες hardware, για την επεξεργασία συναλλαγών με μετρητά και πιστωτικές κάρτες, βασίζεται στο πρότυπο XFS.
Πρόκειται για μια αρκετά παλιά και επισφαλή τεχνολογική προδιαγραφή, που δημιουργήθηκε αρχικά για να τυποποιήσει το λογισμικό των ATM, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σε οποιοδήποτε εξοπλισμό, ανεξάρτητα από τον κατασκευαστή. Μόλις το κακόβουλο λογισμικό «μολύνει» επιτυχώς ένα ΑΤΜ, λαμβάνει σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες ελέγχου του μηχανήματος. Για παράδειγμα, μπορεί να μετατρέψει το πληκτρολόγιο PIN και το card reader του ATM σ’ ένα «φυσικό» skimmer ή απλά να παραδώσει όλα τα χρήματα που βρίσκονται αποθηκευμένα στο ΑΤΜ, κατόπιν εντολής του χάκερ του.
Σε πολλές περιπτώσεις που μελετήθηκαν από τους ερευνητές της Kaspersky Lab, οι εγκληματίες δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούν κακόβουλο λογισμικό για να «μολύνουν» το ΑΤΜ ή το δίκτυο της τράπεζας στο οποίο είναι συνδεδεμένο. Αυτό γίνεται λόγω της έλλειψης φυσικής ασφάλειας για τα ίδια τα ΑΤΜ – ένα πολύ κοινό πρόβλημα για αυτές τις συσκευές. Πολύ συχνά, τα ΑΤΜ κατασκευάζονται και τοποθετούνται με τρόπο που σημαίνει ότι τρίτοι μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση στον υπολογιστή που βρίσκεται μέσα στο ΑΤΜ ή στο καλώδιο δικτύου που συνδέει το μηχάνημα στο Διαδίκτυο.
Με την απόκτηση έστω και μερικής φυσικής πρόσβασης στο ΑΤΜ, οι εγκληματίες δυνητικά μπορούν να:
Εγκαταστήσουν ειδικά προγραμματισμένο microcomputer (το επονομαζόμενο μαύρο κουτί) στο εσωτερικό του ΑΤΜ, το οποίο θα δώσει στους επιτιθέμενους απομακρυσμένη πρόσβαση στο ΑΤΜ.
Επανασυνδέσουν το ΑΤΜ σε ένα ψεύτικο «κέντρο επεξεργασίας».
Το ψεύτικο «κέντρο επεξεργασίας» είναι λογισμικό που επεξεργάζεται τα δεδομένα πληρωμών και είναι ταυτόσημο με το λογισμικό της τράπεζας, παρά το γεγονός ότι δεν ανήκει στην τράπεζα. Μόλις το ΑΤΜ συνδεθεί με ένα ψεύτικο κέντρο επεξεργασίας, οι επιτιθέμενοι μπορούν να εκδώσουν οποιαδήποτε εντολή επιθυμούν. Και το ΑΤΜ απλά θα την εκτελέσει.
Η σύνδεση μεταξύ ΑΤΜ και κέντρου επεξεργασίας μπορεί να προστατεύεται με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιεί hardware ή λογισμικό VPN, κρυπτογράφηση SSL/TLS, firewall ή MAC ταυτοποίηση, που εφαρμόζονται στα πρωτόκολλα xDC. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν εφαρμόζονται συχνά. Όταν εφαρμόζονται, είναι συχνά εσφαλμένα – ακόμη και ευάλωτα. Αυτό θα μπορούσε να ανακαλυφθεί μόνο κατά τη διάρκεια αξιολόγησης ασφάλειας ενός ATM. Ως αποτέλεσμα, οι εγκληματίες δεν χρειάζεται να χειραγωγήσουν το hardware, αλλά απλώς να εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία στην επικοινωνία του δικτύου μεταξύ του ATM και των τραπεζικών υποδομών.
Πως θα σταματήσει η παραβίαση των ΑΤΜ
Αν και τα θέματα ασφάλειας που αναφέρονται παραπάνω επηρεάζουν πιθανότατα πολλά ΑΤΜ σε όλο τον κόσμο, αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση δεν μπορεί να διορθωθεί. Οι κατασκευαστές ΑΤΜ μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο επίθεσης στα μηχανήματα, με την εφαρμογή των ακόλουθων μέτρων:
Πρώτον, είναι απαραίτητο να αναθεωρηθεί το πρότυπο XFS με έμφαση στην ασφάλεια, καθώς και να εισαχθεί έλεγχος ταυτότητας δύο παραγόντων μεταξύ συσκευών και νόμιμου λογισμικού. Αυτό θα βοηθήσει να μειωθεί η πιθανότητα μη εξουσιοδοτημένης ανάληψης χρημάτων με τη χρήση προγραμμάτων Trojan και οι επιτιθέμενοι να αποκτήσουν άμεσο έλεγχο των μονάδων ΑΤΜ.
Δεύτερον, είναι αναγκαία η εφαρμογή «χορήγησης ταυτοποιημένης πρόσβασης» για να αποκλειστεί η πιθανότητα επιθέσεων μέσω ψεύτικων κέντρων επεξεργασίας.
Τρίτον, είναι αναγκαία η εφαρμογή κρυπτογραφημένης προστασίας και ελέγχου της ακεραιότητας των δεδομένων που μεταδίδονται μεταξύ όλων των μονάδων του hardware και των υπολογιστών στο εσωτερικό των ΑΤΜ.