Μην πιστεύετε τους ενθουσιασμούς -ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε λίγες αλλαγές
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, φαινόταν σαν μια στιγμή μετασχηματισμού για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Σίγουρα τώρα η Ευρώπη θα διαχειριζόταν τα θέματά της στον τομέα της άμυνα. Αλλά καθώς ο πόλεμος εισέρχεται στον δεύτερο χρόνο του, μια τέτοια μεταμόρφωση δεν έχει υλοποιηθεί. Για την συνεχιζόμενη στασιμότητα ευθύνονται πολλά μέρη -τα ευρωπαϊκά κράτη, το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες- τα οποία έχουν υποκύψει στις άνετες πρακτικές του παρελθόντος με την ελπίδα να διατηρήσουν ένα status quo που δεν γίνεται να διατηρηθεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν έχει αλλάξει από τον πόλεμο. Οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι ηγέτες τους έχουν συσπειρωθεί υπέρ της Ουκρανίας και διατήρησαν την υποστήριξή τους παρά την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και τον υψηλό πληθωρισμό. Οι ευρωπαϊκές χώρες παρείχαν τεράστιες ποσότητες όπλων στην Ουκρανία, αν και όχι τόσο όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η Φινλανδία και η Σουηδία υπέβαλαν αίτηση για να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Η ΕΕ έχει παράσχει δισεκατομμύρια σε θανατηφόρο εξοπλισμό στην Ουκρανία και εκπαιδεύει τις ουκρανικές δυνάμεις. Και η αίσθηση σοκ και επείγοντος που ένιωσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ως απάντηση στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αντικατοπτρίζεται σαφώς στις αυξήσεις των αμυντικών δαπανών. Τώρα οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ πλησιάζουν τον στόχο του οργανισμού να δαπανούν όλα τα μέλη τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, με ορισμένες χώρες όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής να δαπανούν πολύ περισσότερα.
Αλλά αν κοιτάξετε πιο προσεκτικά, οι αλλαγές αυτές δεν φαίνονται και τόσο μετασχηματιστικές. Μολονότι ο τρέχων χρηματοδοτικός πακτωλός των δαπανών μπορεί να υποδηλώνει μετασχηματισμό, ίσως να αποδειχθεί λίγος αν τα βασικά ζητήματα που ταλανίζουν την ευρωπαϊκή άμυνα παραμείνουν ανεπίλυτα.
Αντί να χαλυβδώσει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των βαθιών διαρθρωτικών προβλημάτων της ευρωπαϊκής άμυνας, ο πόλεμος τα ενίσχυσε. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από όσο πιστεύαμε προηγουμένως, και τα αποθέματα όπλων έχουν αναγκαστικά εξαντληθεί για την υποστήριξη της Ουκρανίας. Καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να επανεξοπλιστεί, διαπιστώνει ότι οι αμυντικές της βιομηχανίες δεν είναι κατάλληλες για τον σκοπό τους. Οι προσπάθειες συντονισμού των ευρωπαϊκών προμηθειών δεν λειτουργούν, με τις χώρες να ακολουθούν όλες τους δικούς τους ξεχωριστούς δρόμους, αυξάνοντας την γενική δυσλειτουργία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιδείξει πως είναι αναντικατάστατες για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και έχουν επιβεβαιώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από την Ουάσινγκτον. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να το έχουν αποδεχθεί αυτό ως την φυσική κατάσταση των πραγμάτων, με πολλούς να κηρύσσουν νεκρή την επιδίωξη της ευρωπαϊκής «στρατηγικής αυτονομίας» και να γυρίζουν την πλάτη στην συνεργασία με άλλες χώρες της ΕΕ. Η δυναμική υπέρ των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών που είχε δημιουργηθεί την τελευταία δεκαετία φαίνεται να έχει εξαφανιστεί.
Αν και υπάρχουν προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, καμία δεν προσφέρει το είδος της σαρωτικής πρωτοβουλίας που θα ήταν απαραίτητη για την επίλυσή τους. Εν ολίγοις, επικρατεί ένα χαλασμένο status quo.
Όμως η σημερινή κατάσταση δεν είναι βιώσιμη. Ο Τζο Μπάιντεν ίσως να είναι ο τελευταίος πραγματικά διατλαντικός πρόεδρος των ΗΠΑ, καθώς τελικά θα επέλθει μια αλλαγή γενεών στην αμερικανική πολιτική. Ενώ οι Αμερικανοί ηγέτες εθνικής ασφάλειας που μεγάλωσαν τον εικοστό αιώνα αναλώθηκαν στην ευρωπαϊκή ασφάλεια -από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι την επέκταση του ΝΑΤΟ και τους Bαλκανικούς πολέμους-, μια νεότερη γενιά επικεντρώθηκε αντ’ αυτού στην Μέση Ανατολή, την αντιτρομοκρατία, και τώρα στην Κίνα. Αν οι Ευρωπαίοι δεν μεταρρυθμίσουν τώρα τις κατακερματισμένες αμυντικές τους δυνάμεις και τα συστήματα προμηθειών τους, σύντομα θα βρεθούν πάλι εκεί από όπου ξεκίνησαν πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η ευκαιρία για τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής άμυνας απομακρύνεται.
ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΟΣΟ ΦΟΒΟΜΑΣΤΑΝ
Ο πόλεμος αποκάλυψε την φρικτή κατάσταση της ευρωπαϊκής άμυνας. Η Ευρώπη δεν έχει επενδύσει επαρκώς στις ένοπλες δυνάμεις της τα τελευταία 20 χρόνια, και η ελάχιστη χρηματοδότηση που διέθεσε επικεντρώθηκε στην δημιουργία δυνάμεων για ανθρωπιστικές, αντιεξεγερτικές, και αντιτρομοκρατικές αποστολές μακριά από την ήπειρο, όπως στο Αφγανιστάν. Έτσι, οι ευρωπαϊκοί στρατοί στερούνται τα βασικά στοιχεία που απαιτούνται για συμβατικό πόλεμο στα εδάφη τους. Οι περισσότερες χώρες δεν διαθέτουν βασικά αποθέματα πυρομαχικών. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, για παράδειγμα, διαθέτουν αποθέματα πυρομαχικών μόνο για λίγες ώρες ή ημέρες μάχης. Οι στόλοι αρμάτων μάχης σε όλη την Ευρώπη έχουν ατροφήσει τόσο σε αριθμό όσο και σε ετοιμότητα. Η Γερμανία διαθέτει 300 άρματα μάχης Leopard 2 στα χαρτιά, αλλά μόνο 130 είναι λειτουργικά. Και δεν είναι μόνο η Γερμανία: η Ισπανία διαθέτει επίσης περισσότερα από 300 άρματα Leopard, αλλά το ένα τρίτο από αυτά δεν είναι πλέον ενεργά και χρήζουν επισκευών σε μεγάλο βαθμό. Οι Ευρωπαίοι δεν διαθέτουν επαρκείς ποσότητες πυροβολικού και ως εκ τούτου εξαντλούν σε μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις τους για να υποστηρίξουν την Ουκρανία. Η Γαλλία, για παράδειγμα, έχει στείλει πάνω από το ένα τρίτο των οβιδοβόλων της (howitzers) στην Ουκρανία, ενώ η Δανία έχει στείλει σχεδόν όλο το πυροβολικό της. Αν και τα ευρωπαϊκά κράτη, προς μεγάλη αναγνώρισή τους, δεσμεύτηκαν νωρίτερα φέτος να στείλουν άρματα μάχης Leopard στην Ουκρανία, δεν είναι σαφές πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να τα καταστήσουν ετοιμοπόλεμα.
Στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη το περασμένο καλοκαίρι, η Συμμαχία εστίασε εκ νέου στην απειλή της Ρωσίας και στις απαιτήσεις του συμβατικού πολέμου. Το ΝΑΤΟ συμφώνησε στον στόχο της δημιουργίας μιας δύναμης ετοιμότητας 300.000 ατόμων, από 40.000 που είναι σήμερα. Αλλά ως πολυμερής οργανισμός, το ΝΑΤΟ θέτει στόχους που ελπίζει ότι τα κράτη-μέλη του θα επιτύχουν μόνα τους -και κανείς δεν εξήγησε το πώς ο οργανισμός θα επιτύχει συλλογικά έναν τόσο φιλόδοξο στόχο. Και ακόμη και εκείνοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες που είναι αποφασισμένοι να υποστηρίξουν την Ουκρανία και να αυξήσουν τις δικές τους δυνατότητες για την αποτροπή της Ρωσίας δεν διαθέτουν το είδος των οπλοστασίων, των αλυσίδων εφοδιασμού, των παραγωγικών δυνατοτήτων, και των διαδικασιών προμηθειών που απαιτεί το συγκεκριμένο έργο.
Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση, εν τω μεταξύ, έχει καταρρεύσει. Η βασική αιτία είναι οι χαμηλές ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες. Αλλά ένα ευρύτερο ζήτημα είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει μια κοινή αμυντική αγορά που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Αυτό που έχει είναι περισσότερα από 25 διαφορετικά Πεντάγωνα, το καθένα με τις δικές του εθνικές προμήθειες. Αυτό το διάσπαρτο τοπίο καθιστά την ουσιαστική συνεργασία στον τομέα των προμηθειών ένα τεράστιο πολιτικό και γραφειοκρατικό εγχείρημα. Οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες είναι συνεπώς σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένες και συχνά κατευθύνονται στην υποστήριξη των εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων.
Ο ρόλος που διαδραματίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδεινώνει την κατάσταση. Οι προσπάθειες για την βελτίωση της αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας, ιδίως από την ΕΕ, έχουν συχνά συναντήσει την έντονη αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλωστε, οι αμερικανικές αμυντικές εταιρείες επωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από την σύναψη συμβάσεων σε όλη την Ευρώπη, οι οποίες στερούν από τις ευρωπαϊκές εταιρείες την επιχειρηματική δραστηριότητα. Έτσι, οι προσπάθειες της Ευρώπης να βάλει σε τάξη την βιομηχανική της δράση συναντούν σθεναρή αντίσταση από τις αμερικανικές διοικήσεις, οι οποίες διοχετεύουν τις ανησυχίες των αμερικανικών εταιρειών για τον αποκλεισμό τους από την ευρωπαϊκή αγορά. Για παράδειγμα, αφού η ΕΕ ανακοίνωσε τα σχέδιά της για ένα νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας και μια πρωτοβουλία για την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Jim Mattis, και άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ διαφώνησαν έντονα και άσκησαν επιθετικές πιέσεις ώστε οι αμερικανικές εταιρείες να έχουν πρόσβαση στα πενιχρά κονδύλια της ΕΕ. Αυτή η μάλλον ασήμαντη ανησυχία, η πρόσβαση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή αμυντική αγορά, δεν έχει εξαφανιστεί υπό τον Μπάιντεν. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μπάιντεν άσκησε επίσης έντονες πιέσεις στα κράτη-μέλη της ΕΕ σχετικά με τις αμυντικές πρωτοβουλίες. Ακόμη και με τον πόλεμο σε εξέλιξη, το κύριο επίκεντρο του διαλόγου ΗΠΑ-ΕΕ για την ασφάλεια ήταν, κατόπιν επιμονής της Ουάσινγκτον, η οριστικοποίηση μιας αθώας «διοικητικής ρύθμισης» που παρέχει στις Ηνωμένες Πολιτείες δυνητική πρόσβαση σε περισσότερα αμυντικά ευρώ της ΕΕ.
Η αντίθεση των ΗΠΑ είχε σημαντική ανασταλτική επίδραση στις προσπάθειες βελτίωσης του συντονισμού. Χρειάζονται μόνο μερικά επιφυλακτικά κράτη-μέλη της ΕΕ, που ανησυχούν για την αντίδραση του εγγυητή ασφαλείας τους, για να φρενάρουν τις συλλογικές προσπάθειες της ΕΕ. Εν μέρει λόγω αυτής της παρεμπόδισης, η ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία έχει μειωθεί κατά την τελευταία δεκαετία. Το 2021, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, οι συνεργατικές δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό -δηλαδή τα κράτη-μέλη που συγκεντρώνουν τα χρήματά τους για την από κοινού προμήθεια όπλων- αντιπροσώπευαν μόλις το 18% της συνολικής προμήθειας αμυντικού εξοπλισμού από τις εμπλεκόμενες χώρες. Αυτό υπολείπεται κατά πολύ του στόχου της ΕΕ για το 35% για τις συνεργατικές προμήθειες. Υπό αυτήν την έννοια, ο αμυντικός τομέας βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με άλλους ευρωπαϊκούς οικονομικούς τομείς, οι οποίοι έχουν εναρμονιστεί σε μεγάλο βαθμό μέσω της δημιουργίας της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις χρησιμοποιούν διαφορετικό εξοπλισμό, γεγονός που καθιστά πολύ πιο δύσκολη την συνεργασία των δυνάμεων. Οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν 29 διαφορετικά αντιτορπιλικά, 17 άρματα μάχης ή οχήματα μεταφοράς προσωπικού, και 20 μαχητικά αεροσκάφη -έναντι των τεσσάρων, ενός, και έξι, αντίστοιχα, για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δημιουργεί δυσανάλογα κενά στο επίπεδο των δυνατοτήτων τους, ιδίως στις μεταφορές, την αναγνώριση και την επιτήρηση, και την αεράμυνα. Στην συνέχεια, εναπόκειται στις Ηνωμένες Πολιτείες να καλύψουν αυτά τα κενά, πράγμα που σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί στρατοί παραμένουν εξαρτημένοι από την Ουάσινγκτον ακόμη και για τα πιο βασικά στρατιωτικά καθήκοντα. Για παράδειγμα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες απέσυραν το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν το 2021, οι Ευρωπαίοι βασίστηκαν στα αμερικανικά στρατεύματα για την αερομεταφορά των Ευρωπαίων που αποχωρούσαν.
ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΙ
Σε τελική ανάλυση, βέβαια, για την επικίνδυνη κατάσταση των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων ευθύνονται οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αλλά ο ρόλος του ΝΑΤΟ στην πρόκληση αυτής της κατάστασης αξίζει επίσης να εξεταστεί. Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν βρίσκεται σε αταξία επειδή η ΕΕ έχει «αντιγράψει» τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ. Με την ΕΕ να έχει ευνουχιστεί ως αμυντικός παράγοντας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ευρωπαϊκή άμυνα είναι υπόθεση του ΝΑΤΟ και των κρατών-μελών του. Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους.
Το ΝΑΤΟ μπορεί να συντονίσει και να ενσωματώσει δυνάμεις, συγκεντρώνοντας μονάδες από τους στρατούς διαφορετικών χωρών και σχηματίζοντας έναν συνεκτικό οργανισμό που μπορεί να πολεμήσει αποτελεσματικά. Αλλά έχει αποδειχθεί ανίκανο να ενσωματώσει πάνω από 25 διαφορετικά ευρωπαϊκά Υπουργεία Άμυνας και διευθύνσεις εξοπλισμών. Και η τάση του ΝΑΤΟ να υπερασπίζεται την δική του δύναμη και ενότητα τείνει να συγκαλύπτει την εξαθλίωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Για το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λύση σε αυτά τα κενά δυνατοτήτων ήταν να καταστήσουν την ευρωπαϊκή άμυνα ουσιαστικά μια αμερικανική ευθύνη, απαιτώντας παράλληλα περισσότερες δαπάνες από τους Ευρωπαίους. Αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες τείνουν να μην δίνουν προτεραιότητα στις επενδύσεις σε συστήματα που θα μετρίαζαν την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον. Για παράδειγμα, το Zeitenwende (σημείο καμπής) της Γερμανίας δεν οδήγησε σε ανακοινώσεις για νέα εναέρια τάνκερ. Αυτό παραμένει ένα καθήκον που αφήνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντ’ αυτού, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δίνουν προτεραιότητα στις αγορές από εγχώριες επιχειρήσεις ή προμηθευτές τρίτων χωρών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να ενισχύσουν τους αμυντικούς δεσμούς με την Ουάσινγκτον.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ;
Η βασική αποστολή του ΝΑΤΟ είναι να οργανώσει τους διάφορους στρατούς της συμμαχίας για να πολεμήσουν από κοινού. Το ΝΑΤΟ δεν προμηθεύεται όπλα, δεν καθορίζει τα επίπεδα των δαπανών, ούτε ζητά από τα Υπουργεία Άμυνας να συνεργάζονται περισσότερο. Σε αυτό, ωστόσο, μπορεί να βοηθήσει η ΕΕ. Η ΕΕ είναι απολύτως κατάλληλη για να ενσωματώσει, να συντονίσει, και να συμπληρώσει τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες -όπως ακριβώς έχει κάνει και σε άλλους ευρωπαϊκούς οικονομικούς τομείς. Η ΕΕ θα πρέπει να κατευθύνει και να ενθαρρύνει τις ευρωπαϊκές εξοπλιστικές προσπάθειες για να διασφαλίσει ότι οι χώρες προμηθεύονται διαλειτουργικά συστήματα και δεν σνομπάρουν τις ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες υπέρ των προμηθευτών τρίτων χωρών σε όλους τους τομείς.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν το έχει καταφέρει. Έχοντας στείλει τεράστιες ποσότητες εξοπλισμού στην Ουκρανία, τα μέλη της ΕΕ που έχουν ξεκινήσει τις αμυντικές δαπάνες αναζητούν τώρα δικαιολογημένα γρήγορες λύσεις, θεωρώντας ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν από τους Ευρωπαίους παραγωγούς να ολοκληρώσουν τα σχέδια για τα νέα συστήματα και να αυξήσουν την παραγωγή. Αντ’ αυτού, οι ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν να ανανεώσουν γρήγορα τα οπλοστάσιά τους και να αντικαταστήσουν τον εξοπλισμό που στάλθηκε στην Ουκρανία με συστήματα που μπορούν να αγοράσουν εύκολα από κατασκευαστές σε χώρες εκτός Ευρώπης. Η Πολωνία, για παράδειγμα, επέλεξε να παραγγείλει άρματα μάχης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα πέρυσι αντί να περιμένει το Main Ground Combat System, ένα σχέδιο που ξεκίνησαν η Γαλλία και η Γερμανία το 2012 και έχει ως στόχο να αντικαταστήσει τα κύρια ευρωπαϊκά άρματα μάχης που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία. Το πρόβλημα είναι ότι όταν μια χώρα προμηθεύεται ένα σημαντικό οπλικό σύστημα, αναλαμβάνει μια δέσμευση να αγοράσει και να συντηρήσει αυτό το άρμα ή το αεροσκάφος για δεκαετίες, μεταθέτοντας την επόμενη ευκαιρία αλλαγής προμηθευτή και εδραιώνοντας τον ευρωπαϊκό κατακερματισμό.
Η Ευρώπη χρειάζεται επομένως ένα σχέδιο τόσο για την αύξηση της αμυντικής εναρμόνισης όσο και για την εκκίνηση της δικής της αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να δαπανήσει 530 εκατομμύρια δολάρια κατά τα επόμενα δύο χρόνια για να δώσει κίνητρα στις χώρες να αγοράσουν το ίδιο πακέτο εξοπλισμών. Αν το κάνουν, και αν αγοράσουν από Ευρωπαίους προμηθευτές, η ΕΕ θα αντισταθμίσει μέρος του κόστους της συνεργασίας. Αυτό αποτελεί συνέχεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας που δημιούργησε πρόσφατα η ΕΕ, το οποίο δίνει κίνητρα στα κράτη-μέλη να συνεργαστούν στην αμυντική έρευνα και ανάπτυξη.
Αλλά με τον τρέχοντα προϋπολογισμό του, το νέο αυτό πρόγραμμα δεν πρόκειται να αλλάξει την συμπεριφορά των κρατών-μελών. Η Επιτροπή έχει παρουσιάσει αυτό το ταμείο προμηθειών ως ένα πιλοτικό πρόγραμμα για να θέσει τις βάσεις για ένα ευρύτερο, πιο φιλόδοξο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Επενδύσεων στην Άμυνα, το οποίο πιθανότατα θα περιλαμβάνει μεγαλύτερο προϋπολογισμό και πρόσθετα μέτρα, όπως φορολογικές απαλλαγές για κοινά προγράμματα προμηθειών. Αλλά ένα μικρό πιλοτικό πρόγραμμα δύσκολα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της παρούσας στιγμής. Το πρόβλημα είναι ότι ο τρέχων επταετής προϋπολογισμός της ΕΕ καθορίστηκε πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφήνοντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με λίγα κεφάλαια από τα οποία μπορεί να αντλήσει. Σε μια επερχόμενη αναθεώρηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να διαθέσουν περισσότερους πόρους για την άμυνα, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει μεγάλη δυναμική για μια μαζική εισροή κεφαλαίων. Η ΕΕ δανείστηκε 800 δισεκατομμύρια δολάρια για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, αλλά δεν έχει κάνει το ίδιο για την αντιμετώπιση του πολέμου. Αντί να πιέσουν την ΕΕ να αυξήσει τον προϋπολογισμό και να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να συνεργαστούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν παρασκηνιακές πιέσεις για να διασφαλίσουν ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα έχουν πρόσβαση στην χρηματοδότηση.
Συνεπώς, αντί ο πόλεμος να λειτουργήσει ως μετασχηματιστική στιγμή, οι ευρωπαϊκές χώρες εντείνουν την εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αποτυγχάνουν να συντονιστούν. Η ΕΕ έχει έξυπνες ιδέες, αλλά δεν εξασφαλίζει την χρηματοδότηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν την λάμψη της κατάδειξης της αναγκαιότητάς τους, ενώ υπονομεύουν διακριτικά τις κοινές ευρωπαϊκές προσπάθειες που μπορεί να σημαίνουν λιγότερα κέρδη για τις αμερικανικές αμυντικές εταιρείες. Και το ΝΑΤΟ είναι απασχολημένο με την δημιουργία της ψευδαίσθησης της ισχύος θέτοντας ανέφικτους στόχους, όπως μια έτοιμη δύναμη 300.000 μελών, όταν σχεδόν κανένα από τα τανκς της Ευρώπης δεν φαίνεται να λειτουργεί.
Τελικά, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μπορούν να επηρεάσουν την συμπεριφορά των κρατών-μελών μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Τα οικονομικά κίνητρα φτάνουν μόνο στον βαθμό που τα κράτη-μέλη δεν είναι πρόθυμα να ξεπεράσουν τα προστατευτικά τους ένστικτα και να κάνουν ένα πιο τολμηρό βήμα προς την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική συνεργασία. Ορισμένα [κράτη] έχουν κάνει την αλλαγή. Η Εσθονή πρωθυπουργός, Kaja Kallas, για παράδειγμα, πρότεινε ένα σχέδιο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προμηθευτούν από κοινού βλήματα πυροβολικού 155 χιλιοστών αξίας 4,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ειρήνης. Αυτό το νέο ταμείο βοήθειας για την ασφάλεια της ΕΕ έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την παροχή 3,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα μέλη της ΕΕ που στέλνουν στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, υποστήριξε [8] την εσθονική πρόταση στην Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια τον Φεβρουάριο, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ πρέπει να αναλάβει κοινή δράση, όπως έκανε κατά την διάρκεια της πανδημίας, όταν απέκτησε εμβόλια ως ένα ενιαίο μπλοκ. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σημαντικό βήμα, διότι αν η ΕΕ μπορεί να προμηθεύεται από κοινού πυρομαχικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να λάβει παρόμοια μέτρα για την από κοινού απόκτηση πυροβολικού ή για την ενίσχυση της παραγωγής αρμάτων μάχης Leopard. Συγκλονίζει το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει αρκετές παραγγελίες για νέα Leopard ώστε να αυξηθεί η παραγωγή, παρόλο που ο Ralf Ketzel, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας κατασκευής αρμάτων, KMW, με έδρα το Μόναχο, δήλωσε ότι έχει την δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγή. «Κανείς δεν μας έχει δώσει μέχρι στιγμής το σήμα», δήλωσε στο Μόναχο τον περασμένο μήνα.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΟΠΛΑ
Για να δεσμευτούν για κοινές εξαγορές, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της θα πρέπει να διαθέσουν τα κεφάλαια. Σε αυτό το σημείο η ενθάρρυνση της Ουάσινγκτον είναι κρίσιμη. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν αξίζει μεγάλο έπαινο για την δέσμευσή της με την Ευρώπη και την ηγετική της θέση ως απάντηση στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν πιέσει για σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αντίθετα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιδιώξει κυρίως πρωτοβουλίες που έχουν διευρύνει τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ήπειρο. Η Ουάσινγκτον αύξησε τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων που έχουν τοποθετηθεί στην Ευρώπη, προσθέτοντας δυνάμεις στην ανατολική πτέρυγα, δημιουργώντας μια βάση στην Πολωνία, και επεκτείνοντας την αμερικανική ναυτική παρουσία στην Ισπανία. Όλα αυτά τα βήματα ήταν λογικά και έγιναν δεκτά με ευγνωμοσύνη από τους Ευρωπαίους. Αλλά η βιωσιμότητα των αυξημένων στρατευμάτων που αναπτύσσονται στην Ευρώπη δεν είναι σαφής, ιδίως καθώς το Πεντάγωνο επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην Κίνα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται πλέον όλο και περισσότερο να στερείται ιδεών για το πώς θα καταστήσει την Ευρώπη λιγότερο εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διχάζονται μεταξύ των αντιφατικών στόχων της διατήρησης της αναγκαιότητάς τους στην Ευρώπη και της μείωσης της εξάρτησης της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παγιδευμένη από αυτήν την σύγχυση, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει υποχωρήσει στην παραδοσιακή απαίτηση των ΗΠΑ να ξοδεύουν οι ευρωπαϊκές χώρες περισσότερα χρήματα για την άμυνα (αλλά να αγοράζουν αμερικανικούς εξοπλισμούς και όχι μέσω της ΕΕ). Τώρα που οι ευρωπαϊκές χώρες θα ξοδέψουν τελικά το ισοδύναμο του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, γίνεται λόγος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν για έναν νέο στόχο δαπανών του ΝΑΤΟ που θα είναι ενδεχομένως 3%. Αλλά αν οι δαπάνες παραμείνουν ασυντόνιστες, θα έχουν οριακό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή άμυνα. Ταυτόχρονα, ένας νέος, μη πρακτικός στόχος θα χρησιμεύσει μόνο ως πηγή έντασης και απογοήτευσης στο εσωτερικό της Συμμαχίας.
Ένας τρόπος για να βγούμε από αυτό το τέλμα θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιστρέψουν την αντίθεσή τους στις πρωτοβουλίες αμυντικής ολοκλήρωσης της ΕΕ και να ενθαρρύνουν περισσότερο την χρηματοδότηση τέτοιων προσπαθειών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να σταματήσουν να ασκούν πιέσεις για την πρόσβαση στα αμυντικά κονδύλια της ΕΕ και αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη, ιδίως στην βόρεια και ανατολική Ευρώπη, ώστε να πιέσουν τις χώρες αυτές να υποστηρίξουν την μεγαλύτερη χρηματοδότηση για τα προγράμματα προμηθειών της ΕΕ. Αν οι πρεσβείες των ΗΠΑ σε όλη την Ευρώπη χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους για να πιέσουν για αυτές τις προσπάθειες αντί για τις πωλήσεις αμερικανικών όπλων, θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση.
Έχει καταστεί σαφές ότι οι αμερικανικές πωλήσεις όπλων στην Ευρώπη είχαν κόστος για την διατλαντική συμμαχία. Κάθε πώληση όπλων στην Ευρώπη αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση στερώντας από μια ευρωπαϊκή εταιρεία την βασική της αγορά. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που μια ευρωπαϊκή χώρα αγοράζει ένα σύστημα αεράμυνας Patriot από την αμερικανική εταιρεία Raytheon αντί για ένα σύστημα SAMP/T από τον γαλλο-ιταλο-βρετανικό ανταγωνιστή της Raytheon, την MBDA˙ [αγοράζει] ένα F-16 της Lockheed Martin αντί για ένα Saab Gripen από την Σουηδία˙ ή ένα άρμα μάχης Abrams αντί για ένα βρετανικό Challenger, ένα γαλλικό Leclerc, ή ένα γερμανικό Leopard. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες θα υποστηρίξουν αναπόφευκτα την αγορά όπλων από αμερικανικές εταιρείες, όπως ακριβώς οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες υπερασπίζονται τους στρατιωτικούς εργολάβους των χωρών τους. Αλλά όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες μιλούν για την άμυνα στην Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι ακούνε. Το διπλωματικό όφελος για τις Ηνωμένες Πολιτείες από αυτές τις πωλήσεις είναι επίσης ελάχιστο, καθώς η Ουάσινγκτον βρίσκεται ήδη σε στρατιωτική συμμαχία με τις ευρωπαϊκές χώρες. Επομένως, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει να εξετάσει τον αντίκτυπο των αμερικανικών πωλήσεων όπλων στην αμυντική βιομηχανική βάση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, όταν σταθμίζει αν θα υποστηρίξει τέτοιες αγορές.
Γενικότερα, αντί να πιέζουν απλώς τις ευρωπαϊκές χώρες να δαπανούν περισσότερα για την άμυνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη μόχλευση που διαθέτουν για να ενθαρρύνουν την ευρωπαϊκή στρατιωτική συνεργασία. Αντ’ αυτού, θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν μια συντονισμένη προσπάθεια αμυντικού σχεδιασμού μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η οποία θα ενθαρρύνει την ευρωπαϊκή παραγωγή και προμήθεια ορισμένων κρίσιμων δυνατοτήτων που θεωρούνται απαραίτητες και από τους δύο οργανισμούς. Όσο οι Ευρωπαίοι αποτυγχάνουν να ενεργούν, να σκέφτονται, και να δαπανούν συλλογικά, η ήπειρος δεν θα ξεπεράσει ποτέ την υπερβολική εξάρτησή της από την Ουάσινγκτον.