Γράφει ο Ceteris Paribus
Τα εθνικά μας… αισθήματα προς τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κυμάνθηκαν μεταξύ δύο πολύ γνωστών άκρων: από τη μια, της… απέχθειας προς αυτόν που φάνταζε σαν ο βασανιστής της χώρας και από την άλλη του «βάστα, Σόιμπλε!». Ήρθε λοιπόν η ώρα, ύστερα από τις σημερινές εκλογές, ο «πολύς» κ. Σόιμπλε να μείνει εκτός γερμανικής κυβέρνησης; Οι πιθανότητες φαίνονται πολλές, και ο βασικός λόγος δεν είναι ότι οι πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι της κ. Μέρκελ θα απαιτήσουν το υπουργείο Οικονομικών…
Ο Σόιμπλε αναμφίβολα ανήκει σε αυτή την κατηγορία των κυβερνητικών στελεχών που «αφήνουν εποχή», δηλαδή που οι χειρισμοί τους και εν γένει η θητεία τους αποτελούν ορόσημα και χαρακτηρίζουν την εποχή της δημόσιας παρουσίας τους. Οι «εποχές» όμως δεν είναι άχρωμες ούτε ουδέτερες. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε για την «εποχή» Σόιμπλε: ποια ήταν και γιατί τον ανέδειξε; – ανεξάρτητα από τη γνώμη, θετική ή αρνητική, που έχει καθείς γι’ αυτόν.
Αν θέσουμε έτσι το ερώτημα, τότε η απάντηση είναι η εξής: ο Σόιμπλε ανέδειξε τα «προσόντα» του και έγινε εμβληματική πολιτική φυσιογνωμία στην Ευρώπη στα χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης. Και αν υπάρχει ένας σοβαρός λόγος να απέλθει «δόξη και τομή», αυτός είναι ότι περάσαμε από την εποχή των «εκκαθαριστικών» λειτουργιών της κρίσης στην εποχή της οικοδόμησης μιας νέας «αρχιτεκτονικής» για την Ευρωζώνη. Αν ο Σόιμπλε σηματοδότησε την «εκκαθαριστική» περίοδο της κρίσης, τότε, εντελώς λογικά και αναμενόμενα, δεν είναι ο κατάλληλος για να σηματοδοτήσει την εποχή της νέας «αρχιτεκτονικής» – ακόμη και αν βασικές ιδέες γι’ αυτή τη νέα «αρχιτεκτονική» είναι δικές του…
Από την εξαναγκαστική συναίνεση, στην ηγεμονία;
Η γερμανική πολιτική στα χρόνια ύστερα από το 2009, που η κρίση χτύπησε την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. ύστερα από το ξέσπασμά της στις ΗΠΑ το 2008, εμπνεόταν από το δόγμα των πολιτικών έκτακτης ανάγκης ή, με μια άλλη ανάγνωση, το δόγμα του σοκ: οι πιο αδύναμοι κρίκοι της κρίσης έπρεπε να ανακτήσουν τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα μέσα από την «εσωτερική υποτίμηση»: μια υφεσιακή διαδικασία υποτίμησης όλων των εθνικών αξιών, μια διαδικασία «κρατικοποίησης» ζημιών του ιδιωτικού τομέα (κυρίως των τραπεζών) και μια διαδικασία σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας. Δίπλα στην πίεση για τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ από όλες τις χώρες, προστέθηκε και ένας μηχανισμός επιβολής της εσωτερικής υποτίμησης μέσω μνημονίων, ένας μηχανισμός που όμως ήταν εκτός ευρωπαϊκών συνθηκών, άρα παράτυπος αν όχι «παράνομος» με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Ως η πιο «υγιής» δημοσιονομικά σε σχέση με τις άλλες ισχυρές χώρες, αλλά και πιο σφριγηλή οικονομικά (χάρη στα πρωτεία της στην παραγωγικότητα και το δυναμικό εξαγωγικό της τομέα), η Γερμανία κέρδισε πολλά οφέλη από τις έκτακτες πολιτικές μέσα στην κρίση: επέβαλε ντε φάκτο την ηγεμονία της, μείωσε το επιτόκιο δανεισμού της σε μηδενικά επίπεδα, κέρδισε έδαφος σε σχέση με τις άλλες ισχυρές οικονομικές δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία).
Ωστόσο, από τα τέλη του 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017 η οικονομική και πολιτική συγκυρία άλλαξαν: η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρωζώνη, η αντιμετώπιση κινδύνων όπως του αποπληθωρισμού και των τραπεζών, η αντιμετώπιση του «πολιτικού κινδύνου» ύστερα από τις εκλογικές αποτυχίες της ακροδεξιάς σε Αυστρία, Ολλανδία και Γαλλία, η επερχόμενη «αρχή του τέλους» στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων του ευρώ και της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κ.λπ. «απαγορεύουν» τη συνέχιση της πολιτικής με την οποία ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει συνδέσει τη φήμη του. Τώρα, η γερμανική πολιτική θα επενδύσει στην ανάκαμψη και σε ένα σχέδιο τροποποίησης-συμπλήρωσης της ευρωπαϊκής «αρχιτεκτονικής». Η νίκη του Εμάνουελ Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Η απειλή του «αναπάντεχου» στις επερχόμενες ιταλικές εκλογές σε μερικούς μήνες, επιβάλλει την επίσπευση της εφαρμογής του σχεδίου.
Ο άξονας της γερμανικής πολιτικής μετατοπίζεται έτσι από την «κυριαρχία» στην «ηγεμονία», από τις βίαιες «εκκαθαριστικές» πολιτικές της περιόδου της ύφεσης ή της αναιμικής ανάπτυξης στις πολιτικές οικοδόμησης μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, όχι με τη λογική μόνη εναντίον όλων αλλά με τη λογική των ηγεμονικών συμμαχιών.
Ο Σόιμπλε, ο άνθρωπος που συμβόλισε όσο κανένας άλλος τις πολιτικές της προηγούμενης περιόδου και ο οποίος ευθύνεται με τη δημιουργίας συνθηκών κρίσης εμπιστοσύνης στις σχέσεις του Βερολίνου όχι μόνο με τον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και με το Παρίσι, τη Ρώμη κ.λπ., δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη νέα φάση και τη νέα στοχοθεσία της γερμανικής πολιτικής ούτε για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη σε μια νέα ηγεμονική συμμαχία.
Αυτό λέει η λογική, αλλά ο «διάβολος» της πολιτικής έχει πολλά ποδάρια…
Η «διαθήκη» Σόιμπλε
και τα ανοιχτά ζητήματα
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας άνθρωπος με προνοητικότητα και στρατηγική αίσθηση, δεν αρνείται την αλλαγή φάσης ούτε την αλλαγή-τροποίηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Θεωρεί ότι η πολιτική του στα χρόνια της κρίσης και της αστάθειας αποδεικνύεται όχι μόνο επωφελής για τη Γερμανία αλλά και ορθή και επωφελής για την Ευρώπη συνολικά. Με τις δηλώσεις και δημόσιες παρεμβάσεις του, «δηλώνει» πως «χάρη στην πολιτική μου η Ευρώπη βγήκε από την κρίση». Εντελώς φυσιολογικά, λοιπόν, θεωρεί πως η «επόμενη μέρα» της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής πρέπει να οικοδομεί πάνω στα κεκτημένα της έως σήμερα πολιτικής του.
Αν ισχύει -και κατά τη γνώμη μου ισχύει- ότι μεταξύ Μέρκελ και Μακρόν υπάρχει μια καταρχήν συμφωνία στα βασικά σημεία της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, ο Σόιμπλε είναι ο αρχιτέκτονας των δύο βασικότερων εξ αυτών: της μετατροπής του ESM σε «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» και της προικοδότησής του με τη δυνατότητα να χορηγεί στα κράτη-μέλη φτηνά αναπτυξιακά δάνεια. Ακόμη και να ο κ. Σόιμπλε δεν περιλαμβάνεται στο νέο υπουργικό συμβούλιο της κ. Μέρκελ, θα έχει αφήσει ένα σημαντικό «πολιτικό υστερόγραφο», κάτι σαν «διαθήκη», ένα αποτύπωμα των ιδεών του στη νέα περίοδο.
Εκτός όμως από τις δύο βασικές ιδέες του κ. Σόιμπλε, υπάρχουν και άλλα ευαίσθητα ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν μέσα από λεπτές διαπραγματεύσεις: όπως το ζήτημα ενός προϋπολογισμού της Ευρωζώνης, των δικαιοδοσιών ενός υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης, της θέσμισης νέων ευρωπαϊκών οργάνων σε επίπεδο Ευρωζώνης (Κοινοβούλιο Ευρωζώνης). Οι θέσεις του κ. Σόιμπλε σε όλα αυτά είναι -για να το πούμε κομψά- πολύ συντηρητικές, ενώ και ο ίδιος ως ιδιοσυγκρασία κάθε άλλο παρά υπόσχεται ευελιξία, «πλαστικότητα» και διάθεση εξεύρεσης συναινέσεων…
Η περίπλοκη «άλγεβρα» του νέου κυβερνητικού συνασπισμού
Για τη σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού ύστερα από τις σημερινές εκλογές έχει χυθεί πολύ μελάνι στο διεθνή αλλά και τον εγχώριο Τύπο. Η κρισιμότητα του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών έγκειται κατεξοχήν σε αυτό, αλλά και σε κάτι ακόμη: στο αν θα επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που λένε ότι η ξενοφοβική άκρα δεξιά (AfD) θα επιστρέψει στο Ράιχσταγκ σαν τρίτη πολιτική δύναμη για πρώτη φορά ύστερα από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Επιπρόσθετα, θα είναι κρίσιμο το ποσοστό του κλίνοντος προς τον ευρωσκεπτικισμό FDP (Φιλελεύθεροι), του αριστερού Die Linke (που για τα μέτρα της Γερμανίας είναι… ακροαριστερό) και του κόμματος των Πρασίνων. Τα αποτελέσματα θα δώσουν μια γενική εικόνα για το μέγεθος της πολιτικής «απειλής» που συνιστούν η ακροδεξιά και ο ευρωσκεπτικισμός στη Γερμανία, αλλά και για το μέγεθος της αποδυνάμωσης του πανίσχυρου άξονα των συστημικών και φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Μέτρο αυτής της αποδυνάμωσης είναι το γεγονός ότι η αθροιστική εκλογική επιρροή των κομμάτων του έως σήμερα κυβερνητικού «μεγάλου συνασπισμού», των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, αναμένεται να μειωθεί από το καταλυτικό 80% σε περίπου 60%.
Η σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού θα κριθεί από το συνυπολογισμό τέτοιων δεδομένων και όχι με αριθμητικά κριτήρια εκλογικών ποσοστών και εδρών στη Βουλή!
Το κυρίαρχο δίλημμα θα είναι: η επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες θα λειτουργήσει ή θα καλλιεργήσει περαιτέρω την ενίσχυση των άκρων; Το αμέσως επόμενο δίλημμα θα είναι: είναι τόσο επίφοβα τα αποτελέσματα των εκλογών όσον αφορά την ενίσχυση των πολιτικών άκρων, ώστε τα εσωτερικά πολιτικά δεδομένα να υπερισχύσουν των ευρωπαϊκών διακυβεύσεων; Από τις απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα διλήμματα, θα κριθεί και η τύχη του κ. Σόιμπλε!
Η πολιτική λογική λέει ότι η πιθανότερη λύση είναι η επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού. Η συμμαχία με τους Φιλελεύθερους θα ήταν ένα πολύ αρνητικό μήνυμα για τις ευρωπαϊκές διεργασίες και θα έδειχνε ότι η γερμανική πολιτική υποκύπτει στις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, ότι το ακροδεξιό AfD «ρυμουλκεί» τον πολιτικό άξονα της Γερμανίας προς τα δεξιά.
Σε κάθε περίπτωση, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι βέβαιο ότι αυτή τη φορά θα απαιτήσουν το υπουργείο Οικονομικών ή, το λιγότερο, τη μη παραμονή του κ. Σόιμπλε σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ γενικά οι Σοσιαλδημοκράτες και ιδιαίτερα ο κ. Σουλτς ήταν πολύ προσεκτικοί απέναντι στους Χριστιανοδημοκράτες γενικά, απέναντι στον κ. Σόιμπλε ειδικά, ήταν εξαιρετικά επιθετικοί – ολόκληρη επικοινωνιακή «καμπάνια» έκαναν εναντίον του. Στην ουσία διεμήνυσαν ότι αν είναι γενικά δύσκολη η επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού, με τον κ. Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών είναι αδύνατη… Οι Φιλελεύθεροι από την άλλη, ζητούν επίσης το υπουργείο Οικονομικών.
Όχι μόνο, λοιπόν, η νέα ευρωπαϊκή συγκυρία και οι διακυβεύσεις της, αλλά και η περίπλοκη «άλγεβρα» της σύνθεσης του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα: την αποχώρηση του κ. Σόιμπλε από το υπουργείο Οικονομικών.
Μια δήλωση της κ. Μέρκελ με αφορμή τα 75α γενέθλια του «αγαπητού Βόλφγκανγκ», ότι πρέπει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην οικογένειά του, διαβάστηκε σαν προαναγγελία μιας τέτοιας αποχώρησης. Όμως, ακόμη και αν αποχωρήσει από το υπουργείο Οικονομικών, ο κ. Σόιμπλε δεν είναι από αυτούς που θα «συνταξιοδοτηθεί» έτσι απλά: μια θέση στρατηγικού συμβούλου δίπλα στην κ. Μέρκελ είναι πιθανή – και ο ρόλος αυτός δεν θα είναι «άχρωμος»…
Ανεξαρτήτως, πάντως, της τύχης του κ. Σόιμπλε, η Ευρώπη και η Ελλάδα δεν θα «ξεφορτωθούν» τη γερμανική πολιτική. Το ποια θα είναι αυτή η πολιτική στη νέα φάση δεν θα κριθεί από πρόσωπα – και είναι μια ξεχωριστή συζήτηση.