Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Είναι πρόδηλο πως οι ελίτ της ΕΕ, όπως και η διαπλοκή στο εσωτερικό της Ελλάδας ποντάρουν σε αυτές τις εκλογές στον Αλέξη Τσίπρα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκλογές πριν από πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τι άλλαξε μέσα σε έξι μήνες για μια τόσο σοβαρή μεταστροφή του σύγχρονου ευρωπαϊκού και εθνικού παράγοντα ηγεμονίας; Γιατί, με μια κουβέντα, οι πακτωμένες ελίτ στο ευρωπαϊκό σύστημα και στην Ελλάδα ποντάρουν σήμερα στον Αλέξη, σε αντίθεση με τη στάση των περισσοτέρων από αυτούς κατά την προηγούμενη προεκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα;
Θα επιχειρήσω να απαντήσω αφάνταστα λιτά σε αυτό το κρίσιμο με όρους ηγεμονίας και προοπτικής για την Ελλάδα, ερώτημα. Διότι ποντάροντας στον Αλέξη, οι ελίτ και οι διαπλεκόμενοι έρχονται να ικανοποιήσουν μία πλειάδα στόχων.
Μέσω της στρατηγικού χαρακτήρα υποστήριξης του Αλέξη Τσίπρα, έτσι ώστε να είναι αυτός – σε αντίθεση με την περίπτωση του Γιώργου Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά – που παρά την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου για την Ελλάδα και την υποταγή του στη λογική και στους όρους της τρόικας για να συνεχιστεί και να επεκταθεί η δανειακή σχέση της Ελλάδας με τους εταίρους της στην ευρωζώνη, να συνεχίσει ως πρωθυπουργός και την επόμενη μέρα, επιλύεται το ζήτημα της αντιπολίτευσης και σταθεροποιείται ο μονόδρομος που χάραξε η τρόικα στην διαμόρφωση των ελληνικών πολιτικών.
Άρα, αν κερδίσει τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας, σταθεροποιείται με όρους εμπειρισμού το καθεστώς που επέβαλλε στην Ελλάδα η τρόικα και το οποίο, παρά τις απειλές και τους κλυδωνισμούς, δεν επηρέασε σοβαρά το καθεστώς διαπλοκής που ορίζει την ελληνική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Εάν μετά τις εκλογές σχηματίσει κυβέρνηση ο Αλέξης Τσίπρας, ασχέτως αν συμπράξουν αναγκαστικά σε αυτήν κεντροαριστερές και κεντροδεξιές δυνάμεις, θα συνεχίσει να μην έχει αντιπολίτευση από τους «μνημονιακούς» αυτούς χώρους. Και έτσι η μοναδική αντιπολίτευση θα προέρχεται από λιγότερο ή περισσότερο συκοφαντημένους και απαξιωμένους αντιευρωπαϊστές είτε της αριστεράς, είτε της δεξιάς, οι οποίοι στο πλαίσιο του νέου κεντρικού πολιτικού αφηγήματος των Βρυξελλών, θα ταυτίζονται ως τα αντιδραστικά άκρα που από κοινού αποσκοπούν στην αποσταθεροποίηση της Ευρώπης και στην διάλυση του ενωτικού εγχειρήματος μετά την κατάρρευση του διπολισμού.
Αντίθετα, εάν αποτύχει ο Αλέξης Τσίπρας να σχηματίσει κυβέρνηση και βρεθεί στην αντιπολίτευση, θα συνεχίσουν οι αριστερές και γνήσια προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες δομούν την ταυτότητά τους στο πλαίσιο μίας κοινωνικής θεωρίας και πρακτικής για τον ευρωπαϊσμό, να αποτελούν την κύρια πηγή αντιπολίτευσης στην Ελλάδα και να εμπνέουν για την δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού και παγκόσμιου κινήματος για μια Ευρώπη των λαών, των γνήσια σοσιαλ-δημοκρατικών πολιτικών και του αγώνα εναντίον του αυταρχικού φιλελευθερισμού, που αποτελεί τον αιτιατό μηχανισμό εμπέδωσης της γερμανικής νεοηγεμονίας σε συνεργασία με το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Με μια κουβέντα, αν κερδίσει ο Αλέξης Τσίπρας, οι βέβαιοι ηττημένοι θα είμαστε εμείς, οι αριστεροί ευρωπαϊστές, που θα συνθλιβούμε έως εξαφανίσεως, μεταξύ του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου» – στον οποίο εκών άκων εντάσσεται ο Αλέξης Τσίπρας και το νέο στην ουσία, κόμμα του, μετά φυσικά από τους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς – και τους ευρωσκεπτικιστές, οι οποίοι εμφορούνται περισσότερο από ένα αντιδυτικό/αντιδιαφωτιστικό ιδεολόγημα και πάθος και αντίστοιχη κοσμοαντίληψη, παρά από αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό!
Η επικράτηση του Αλέξη Τσίπρα σημαίνει, λοιπόν, την ουσιαστική αποδυνάμωση ενός νέου, φιλόδοξου, προοδευτικού ευρωπαϊκού κινήματος για την Πολιτική Ένωση της Ευρώπης, με όρους Δημοκρατίας και Ομοσπονδίας Δικαίου και Ευημερίας, στη θέση του Κράτους μιας αυταρχικής μονοπωλιακής αγοράς και ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που δομεί ως πραγματικότητα η σύγχρονη γερμανική νεοηγεμονία σε σύμπραξη με τους τραπεζίτες. Και το παράδοξο του πράγματος είναι πως το κίνημα αυτό «επένδυσε» τις ελπίδες του ακριβώς στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία της Ελλάδας, η οποία επλήττετο και ασφαλώς ακόμη πλήττεται περισσότερο από όλους, από την πολιτική πρακτική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού των Βρυξελλών!
Η μεταστροφή του Αλέξη Τσίπρα, με την έννοια ασφαλώς της πολιτικής του πρακτικής και όχι του λόγου του, καθώς και ο απίθανα επιπόλαιος και καιροσκοπικός τρόπος που χειρίστηκε ως πρωθυπουργός την δήθεν διαπραγμάτευση του ελληνικού ζητήματος σε ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, έρχεται να προσβάλλει στην καρδιά του τον αριστερό ευρωπαϊσμό και την σοβαρή πιθανότητα ανάπτυξης ενός κινήματος για μια δημοκρατική μεταμόρφωση της ΕΕ σε μία γνήσια δημοκρατική, πολιτική και οικονομική ένωση. Για να καταλήξουμε έτσι στον παραδοσιακό και απολύτως φαρσοειδή, με ιστορικούς όρους, διαχωρισμό μεταξύ ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικιστών. Μία διχοτομία που δίνει πολιτικό χώρο στην άσκηση του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και καταλήγει, παραμορφώνοντας την ιστορία, στο τελεολογικό ερώτημα «ολοκληρωτικός καπιταλισμός ή λαϊκή επανάσταση», το οποίο με την σειρά του λαμβάνει διάφορες επιμέρους μορφές, δείχνοντας ως μορφή διεξόδου πολιτικές φάρσες από τον εθνικοσοσιαλισμό μέχρι τον λενινισμό διαφόρων μορφών, νομιμοποιώντας τον αλλόφρονα ακροδεξιό ή ακροαριστερό λαϊκισμό.
Από την άλλη μεριά, η σαφής ήττα των ευρωπαϊστών της αριστεράς επιτρέπει στην διαπλοκή της Ελλάδας να αγκαλιάσει τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, «πασοκοποιούμενος» απολύτως, έρχεται να υπηρετήσει ακριβώς τα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα τα οποία αποτέλεσαν τον κύριο εσωτερικό του αντίπαλο στις προηγούμενες εκλογές. Και το χειρότερο: διατηρώντας ως προς την διαπλοκή την ίδια ακριβώς ρητορεία με αυτήν των προηγούμενων εκλογών… προκαλώντας τουλάχιστον, θυμηδία! Είναι σε κάθε περίπτωση τρομερά λυπηρό και αντιαισθητικό να βλέπεις ένα νέο πολιτικό του προοδευτικού κινήματος να υποκρίνεται τόσο πολύ!
Η μοναδική αλήθεια είναι πως η πρώτη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα προστάτευσε την διαπλοκή την ώρα που την κατήγγειλε και την «απειλούσε», ενώ αν πετύχει να σχηματίσει ο ίδιος την επόμενη κυβέρνηση είναι πρόδηλο ότι δεν πρόκειται να την απογοητεύσει. Μέσω αυτού είναι που η διαπλοκή ανανεώνει την ελπίδα της, ενώ ο ελληνικός λαός παραμένει παγωμένος. Κάπως έτσι, μια νέα ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα από τον ελληνικό λαό, σημαίνει μια νέα ευκαιρία στα διαπλεκόμενα συμφέροντα που ασκούν την πραγματική ηγεμονία στην Ελλάδα, για αναδιοργάνωση και κυριαρχία τις επόμενες δεκαετίες. Σαφή δείγματα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση έχει δώσει ήδη ο κ. Τσίπρας και το κυβερνητικό του περιβάλλον, μέρος του οποίου είναι ακόμη και η διάθρωση της υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Και τι κάνουμε τώρα, τουλάχιστον οι αριστεροί και προοδευτικοί ευρωπαϊστές; Εκλιπαρούμε τον κ. Τσίπρα να «συνέλθει»; Κινούμαστε έτσι ώστε να κερδίσει τις εκλογές η ΝΔ; Ή μήπως θα πρέπει να συνταχθούμε με τις δυνάμεις του αριστερού ευρωσκεπτικισμού και του πρόδηλου αντιδυτικισμού; Καλό θα ήταν να αντιληφθούμε την πραγματικά δύσκολη θέση μας αυτή την στιγμή, που δεν προκύπτει από αντικειμενικά κοινωνικά στοιχεία, αλλά από πολιτικάντικες, ηγεμονικού χαρακτήρα συμπεριφορές. Δεν είμαστε ουτοπιστές, εμείς οι αριστεροί ευρωπαϊστές, είμαστε μάλλον οι πιο προσγειωμένοι στην σύγχρονη πραγματικότητα και τις δυνατότητες δημοκρατικής και ειρηνικής ανάπτυξης στην Ευρώπη και της Ευρώπης, μόνον που πάσχουμε σοβαρά από οργάνωση και ηγεσία.
Εάν δεν καλύψουμε σύντομα αυτό το κρίσιμο κενό, θα χάσει κάθε έννοια η ύπαρξή μας και ο ελληνικός λαός, όπως και οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί, μία σοβαρή πιθανότητα ιστορικής συνέχειας εκδημοκρατισμού και διαρκούς παραγωγικής ανασυγκρότησης, ούτως ώστε οι καπιταλιστικές κρίσεις να διαρκούν λιγότερο, να επαναλαμβάνονται πιο αραιά και να μην καταστρέφουν ζωές και ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο. Και αφού καταλάβουμε την πραγματικά δύσκολη θέση που δεν απέχει καθόλου από ένα πλαίσιο συκοφαντίας στο οποίο μας έριξε η απόλυτη αντίθεση πολιτικής ρητορείας και πολιτικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα, να πράξουμε προεκλογικώς αυτά που πιστεύουμε ο καθένας πως θα κάνουν τη μικρότερη ζημία.