Γράφει ο Ceteris Paribus
Οι επιστήμονες «υπογράφουν» αυτό που τείνει να γίνει η πικρή εμπειρία εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών στην Ελλάδα και εκατοντάδων εκατομμυρίων αν όχι δισεκατομμυρίων σε όλο τον πλανήτη: «ο καιρός τρελάθηκε», η κλιματική αλλαγή πλησιάζει στο σημείο πέρα από το οποίο κάθε «επιστροφή» θα είναι αδύνατη, οι κληρονομημένες δημόσιες υποδομές είναι αδύνατον να αντιμετωπίσουν τα νέα προβλήματα που γεννά μια διαδικασία η οποία φαίνεται αναπότρεπτη.
Οι φονικές πλημμύρες στη Δυτική Αττική, πέρα από τις άμεσες, ανθρώπινες και εντελώς πρακτικές παραμέτρους τους, είναι μια καλή ευκαιρία να σκύψουμε πάνω από ένα πρόβλημα που από τις φονικές πυρκαγιές στην Καλιφόρνια και την Πορτογαλία μέχρι τη βύθιση διάσημων αμμουδιών στη Χαβάη ή και τη δρομολογημένη βύθιση παράλιων περιοχών ή και νησιών σε όλη την έκταση του πλανήτη, έχει «εκραγεί» και βοά για την ανάγκη ριζικής αντιμετώπισης.
Όμως -φευ!- είναι το πρόβλημα που κατεξοχήν απαιτεί λύσεις οι οποίες έρχονται σε ευθεία αντίθεση με ισχυρά οικονομικά και πολιτικά «δόγματα»… και συμφέροντα.
Όταν η Κριστίν Λαγκάρντ μιλά σαν… Κασσάνδρα
Στις 24 Οκτωβρίου, η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ επέλεξε το βήμα οικονομικού συνεδρίου στη Σαουδική Αραβία για να μιλήσει μα «ακραίες» διατυπώσεις που δεν συνηθίζει, για το «σκοτεινό» μέλλον της ανθρωπότητας αναφερόμενη σε δύο βασικές αιτίες: την κλιματική αλλαγή και την ανισότητα.
«Εάν δεν αντιμετωπίσουμε αυτά τα ζητήματα, θα έχουμε ένα σκοτεινό μέλλον σε 50 χρόνια», δήλωσε. «Θα ψηθούμε ζωντανοί εάν δεν λάβουμε κομβικές αποφάσεις στο θέμα της κλιματικής αλλαγής»!
Οι δηλώσεις αυτές είναι πασίγνωστες και προφανώς δεν απευθύνονταν στους… Σαουδάραβες πρίγκιπες -οι περισσότεροι των οποίων είναι σήμερα στις φυλακές- αλλά στους οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς του πλανήτη. Όταν η διευθύντρια ενός οικονομικού οργανισμού που έχει δεχθεί σκληρές για οικονομικό αμοραλισμό και σκληρότητα, αναδεικνύει σε μείζονες αιτίες για το «σκοτεινό» μέλλον του κόσμου την κλιματική αλλαγή και την ανισότητα, κάτι πολύ σοβαρό πρέπει να συμβαίνει. Στο παρόν άρθρο θα με απασχολήσει η πρώτη αιτία, αν και θα κάνω μια αναφορά και σε ό,τι αυτή έχει κοινό με τη δεύτερη.
Ο μακρύς κατάλογος με τις σύγχρονες «πληγές του Φαραώ»
Διακεκριμένοι επιστήμονες και πολυάριθμες μελέτες πιστοποιούν πλέον ότι οι μεγάλοι κίνδυνοι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής πλησιάζουν σε απόσταση 2 έως 3 δεκαετιών. Ο κατάλογος είναι πραγματικά μεγάλος και… εντυπωσιακός. Μεταξύ άλλων, η κλιματική αλλαγή απειλεί με:
-Άνοδο της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας ικανή να επιταχύνει επικίνδυνα το λιώσιμο των πάγων της Ανταρκτικής και άρα την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, με πολλαπλά αποτελέσματα: βύθιση παράκτιων περιοχών, νησιών κ.λπ., οικονομικές καταστροφές και πρόκληση μεταναστευτικών ρευμάτων εξαιτίας τους κ.λπ., αποσταθεροποίηση της τουριστικής βιομηχανίας εξαιτίας βύθισης παραλιών και τουριστικών υποδομών.
-Αύξηση συχνότητας και έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων, με ανάλογη αύξηση των καταστροφικών κοινωνικών και οικονομικών τους συνεπειών.
-Αλλαγή κλιματικών ζωνών, ερημοποίηση μεγάλων περιοχών και όξυνση των προβλημάτων λειψυδρίας (ακόμη και μεταναστατευτικά ρεύματα εξαιτίας της ερημοποίησης αλλά πολέμους για το νερό, προβλέπουν πλέον αρκετοί αναλυτές).
-Μεγάλη αύξηση, επέκταση και επιδημιοποίηση προβλημάτων υγείας (από ασθένειες που επιστρέφουν σε αναπτυγμένες χώρες, όπως η ελονοσία και ο διάγγειος πυρετός) μέχρι διάφορες μεταδιδόμενες ασθένειες, διατροφικές ασθένειες, αναπνευστικά προβλήματα (που πλήττουν ιδιαίτερα τα παιδιά), αλλεργίες, καρδιαγγειακές και ψυχικές παθήσεις, ασθένειες που προκαλούνται από την κατανάλωση μη πόσιμου νερού, νεφρικές παθήσεις, καρκίνος κ.λπ. και όλα αυτά δεν επίκεινται αλλά συμβαίνουν σήμερα που μιλάμε…
-Απώλεια οικοσυστημάτων και βιοποικιλότητας.
Αυτές οι σύγχρονες «πληγές του Φαραώ» είναι οι συνέπειες του γεγονότος ότι ο πλανήτης τείνει να «σκάσει», μη αντέχοντας τις συνέπειες ενός ανταγωνιστικού και ενεργοβόρου βιομηχανικού μοντέλου που προσπαθεί να θρέψει έναν ραγδαία αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό με «ανορθόδοξα» μέσα και μεθόδους.
Η Ελλάδα, στο «μάτι του κυκλώνα»
Σε αυτή την «αλυσίδα», η Ελλάδα συγκαταλέγεται ξανά στους αδύναμους κρίκους. Έχοντας την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται μεταξύ της αφρικανικής ερήμου και της εύκρατης Ευρώπης, με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακρογραμμής (16.300 χλμ. Περίπου, όσο περίπου το 1/3 της περιφέρειας της Γης!) εκ των οποίων τα 1.000 χλμ. είναι περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή, με εξαιρετικά πολύπλοκο ανάγλυφο που έχει αποτέλεσμα η δυτική πλευρά της Ελλάδας να δέχεται σημαντικές βροχές, ενώ οι περιοχές των Κυκλάδων και της ανατολικής Στερεάς να πάσχουν από λειψυδρία.
Τα αποτελέσματα είναι πλέον υπόθεση του κοινού βιώματος: ακραία καιρικά φαινόμενα που προσιδιάζουν σε ημι-τροπικές ζώνες («κατακλυσμοί» και κυκλώνες), ακραίες μεταπτώσεις θερμοκρασίας και καιρικών συνθηκών, αρχή ερημοποίησης περιοχών (ανατολική Κρήτη, περιοχές της Πελοποννήσου), ανισοκατανομή υδάτινων πόρων ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά της χώρας, μετρήσιμες επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού κ.λπ. κ.λπ.
Τις επιπτώσεις και τους κινδύνους διεκτραγωδεί έκθεση της ΤτΕ που δημοσιεύτηκε το 2011, επί διοίκησης Γ. Προβόπουλου, η οποία προσπάθησε να προσεγγίσει και τα οικονομικά κόστη, αλλά και τα κόστη από την αδράνεια στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ωστόσο, όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση… είχαν έρθει ήδη τα μνημόνια, και οι προτεραιότητες ήταν άλλες…
Ένας πλανήτης στο όριο, ένας κόσμος σε ασφυξία…
Η πιο επιπόλαιη σκέψη θα ήταν να αναθέσουμε τη λύση των προβλημάτων στον υποτιθέμενο «υπέρτατο ρυθμιστή», την αγορά. Να ελπίσουμε δηλαδή ότι η μείωση των αποθεμάτων σε ορυκτά καύσιμα θα στρέψει εκ του ασφαλούς την οικονομική δραστηριότητα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ότι αυτή η αλλαγή «ενεργειακού υποδείγματος» θα προλάβει το κακό. Η κρίση του 2008 απέδειξε περίτρανα ότι η αγορά δεν μπορεί από μόνη της ούτε τα στενά δικά της ζητήματα να ρυθμίσει – πολύ περισσότερο ένα πρόβλημα ιστορικών διαστάσεων.
Εδώ απαιτείται ένας συνδυασμός «αμυντικών» (δημόσιες υποδομές πάσης φύσεως: από αναβάθμιση των συστημάτων υγείας μέχρι αντιπλημμυρικά έργα και υπηρεσίες άμεσης παρέμβασης σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων) και «επιθετικών» (π.χ. δραστικός περιορισμός των βιομηχανιών άνθρακα, σχεδιασμός και γενναία χρηματοδότηση – ενίσχυση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) δράσεων, με βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σε πλανητική κλίμακα και άρα το λόγο έχουν τα κράτη και οι διεθνείς θεσμοί.
Μπροστά σε τέτοια καθήκοντα, τα εμπόδια είναι πολλά:
– Η εμπέδωση στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές ελίτ μιας κουλτούρας στην οποία κυριαρχεί το βραχυπρόθεσμο. Τα 20 ή 30 χρόνια μπροστά, μοιάζουν πολύ μακρινά για να καθορίσουν τις σημερινές επιλογές, ενώ απουσιάζει η αίσθηση της ιστορικότητας και δραματικότητας που έχει το πρόβλημα. Το βραχυπρόθεσμο οικονομικό κέρδος ήταν πάντα κινητήριος μοχλός για την οικονομία, αλλά αυτό το χαρακτηριστικό οξύνθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης, το δε βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος γίνεται αδήριτος κανόνας όσο πιο ασταθές είναι το υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονται οι πολιτικές ελίτ. Σε αυτόν τον κόσμο, ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και η αίσθηση της ιστορικότητας είναι… είδη προς εξαφάνιση.
– Η υποτίμηση του προβλήματος. Η οποία συντηρεί την αίσθηση πως το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο, πως όλα είναι δραματοποιήσεις των επιστημόνων ή των οικολόγων και άρα η καταστροφή θα αποφευχθεί – αίσθηση που κυριαρχεί τόσο στις ελίτ όσο και στις κοινωνίες συνολικότερα.
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν τα ακραία καιρικά φαινόμενα «χτυπούν», από την Καλιφόρνια μέχρι την Αθήνα, το σκηνικό είναι πανομοιότυπο: η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή και κυρίως για τον επείγοντα χαρακτήρα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, πνίγεται στις χαμηλές πτήσεις της συζήτησης για την κατανομή ευθυνών, για την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού κ.λπ., ενώ η κλιματική αλλαγή, δηλαδή το συνολικό πρόβλημα από το οποίο απορρέουν οι συγκεκριμένες καταστροφές, γίνεται γαρνιτούρα πολυτελείας… Έτσι, η κοινωνική και πολιτική πίεση πάνω στις ελίτ για λήψη άμεσων μέτρων παραμένει αναιμική, συντηρώντας τη γενική «νωχελικότητα».
– Η κρίση της παγκοσμιοποίησης. Για πρώτη φορά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος βιώνει μείζονες ανατροπές στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων (ραγδαία άνοδος της Κίνας, της Ινδίας και γενικά της «Ανατολής» σε βάρος των δυνάμεων της Δύσης), που οδηγούν σε κρίση τις συναινέσεις της παγκοσμιοποίησης. Τα πρώτα θύματα είναι οι συναινέσεις πάνω σε ζητήματα κλιματικής αλλαγής. Η δηλωμένη πρόθεση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση των ΗΠΑ και από αυτή την εντελώς ανεπαρκή συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, είναι εντελώς χαρακτηριστική.
– Η ανισότητα. Ανισότητα (ή, ορθότερα, ανισομέρεια) στους ρυθμούς αυξομείωσης της ισχύος σε διεθνή κλίμακα, αλλά και κοινωνική ανισότητα, εδραιωμένη τόσο στο ίδιο το οικονομικό μοντέλο όσο και στις κρατικές πολιτικές λιτότητας. Πόση αναβάθμιση των κρατικών συστημάτων υγείας και πόση αύξηση δαπανών για νέες δημόσιες υποδομές, σύσταση νέων υπηρεσιών, χρηματοδότηση της έρευνας και του τεχνολογικού μετασχηματισμού στην κατεύθυνση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας χαρούν οι πολιτικές λιτότητας; Πόσα αντιπλημμυρικά έργα «χαρούν» τα ελληνικά μνημόνια;
– Η αντίφαση ανάμεσα στην ιδιοτέλεια των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων από τη μια και στην «παγκοσμιότητα» του προβλήματος και των λύσεων που απαιτούνται, από την άλλη. Οι κλιματικές αλλαγές δεν γνωρίζουν σύνορα και απαιτούν παγκόσμια διαχείριση και παγκόσμιες λύσεις με μακροπρόθεσμο «όραμα».
Ένας κόσμος που ενώ βρίσκεται σε κίνδυνο, ασφυκτιά μέσα στις φόρμες που κληρονόμησε: τις εθνικές στρατηγικές ενώ τα προβλήματα γίνονται παγκόσμια, το βραχυπρόθεσμο όφελος (οικονομικό κέρδος, πολιτικά οφέλη κ.λπ.) όταν ζούμε σε περίοδο ιστορικών διακυβεύσεων, το «δόγμα» των καθηλωμένων κρατικών δαπανών όταν χρειαζόμαστε μια νέα γενιά υποδομών, τον περιορισμό της πρόσβασης σε βασικές βιοτικές ανάγκες όταν η κοινωνική εξέλιξη και η αιχμή της τεχνολογίας γεννούν σε καθολική κλίμακα άλλου είδους, σύγχρονες ανάγκες. Προσθέστε αν θέλετε και τα πυρηνικά, ένα ακόμη παγκόσμιο πρόβλημα, και η εικόνα ολοκληρώνεται.
Ο κόσμος κινδυνεύει ξανά από τη βιβλική Βαβέλ: μια καταστροφή εξαιτίας της «πολυγλωσσίας» οικονομικών, πολιτικών και κρατικών συμφερόντων.