Η WSJ τονίζει ότι πηγή του προβλήματος αποτελούν οι ίδιοι οι Έλληνες. Παραθέτοντας, μάλιστα μία σειρά από παραδείγματα και μαρτυρίες, το ρεπορτάζ αποδεικνύει το παραπάνω. Την αρχή κάνει η Κατερίνα Δερβενιώτη, η οποία το 2013 άνοιξε μπαρ στην κεντρική Αθήνα σίγουρη για ένα πράγμα: ότι δεν θα κάπνιζε κανείς. Στην ίδια ποτέ δεν άρεσε το τσιγάρο και άλλωστε το 2009 η κυβέρνηση είχε περάσει και νόμο που απαγόρευε το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους. Ωστόσο αυτό δεν συνέβη ποτέ και όπως η ίδια εξηγεί, λίγες μόλις ώρες αφού άνοιξε το μαγαζί της κατάλαβε ότι «οι Έλληνες πιστεύουν ότι οι κανόνες υπάρχουν για να τους σπάμε». Σήμερα και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, οι πελάτες στο μπαρ της καπνίζουν όσο θέλουν, λέει η ίδια στη WSJ, ξεκινώντας από νωρίς το πρωί με τον καφέ και τελειώνοντας αργά τη νύχτα με ένα κοκτέιλ.
Συνεχίζοντας, το ρεπορτάζ εξηγεί ότι ακόμη και μεγάλοι αθλητές γιορτάζουν τα πρωταθλήματα ανάβοντας τσιγάρο και φέρνει ως παράδειγμα τον Γιάννη Μπουρούση του Παναθηναϊκού ο οποίος κάπνιζε πούρο σε μπουζούκια μετά από μία μεγάλη νίκη. Αναφορά γίνεται στους οδηγούς ταξί, οι οποίοι, όπως σημειώνεται, κρατούν το τσιγάρο έξω από ανοιχτό παράθυρο μόνο όταν έχουν επιβάτες.
Σε άλλη μαρτυρία διαπιστώνεται ότι ο αντικαπνιστικός νόμος δεν ισχύει ούτε στις δημόσιες υπηρεσίες. Ειδικότερα, μιλώντας στην εφημερίδα, ο Amin Mohamed εξηγεί ότι σε επίσκεψή του σε γραφεία του δήμου του προκειμένου να τακτοποιήσει ορισμένα γραφειοκρατικά ζητήματα για την επιχείρησή του, υπάλληλος που κάπνιζε αρκέστηκε απλά να ανοίξει ένα παράθυρο όταν εκείνος παραπονέθηκε για τον «πυκνό» καπνό. «Τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ», τονίζει ο κ. Mohamed.
Τα παραδείγματα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Συνεχίζονται και στους πολιτικούς, με τη δημοσιογράφο να υπενθυμίζει την περίπτωση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, ο οποίος τον περασμένο χρόνο παραβίασε το νόμο κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. «Στο υπουργείο Οικονομικών, καπνιστές πρόσφατα κάπνιζαν σε έναν διάδρομο κάτω από μία μεγάλη πινακίδα που έγραφε “Η Ελλάδα σβήνει τα τσιγάρα”», υποστηρίζει η δημοσιογράφος και καταλήγει με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος τον Οκτώβριο, σε γεύμα στη Λέσχη Αξιωματικών στη Θεσσαλονίκη, άναψε ένα μικρό πούρο. «Ο δήμαρχος της πόλης και ένα μεγάλο μέρος των παρευρισκομένων τον συνόδευσαν», τονίζει.
Ο αντικαπνιστικός νόμος, όμως, φαίνεται να μην ισχύει ούτε και στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Σύμφωνα με το άρθρο, πέρυσι το Κοινοβούλιο της Ελλάδας συμπλήρωσε τους κανονισμούς για το κάπνισμα ψηφίζοντας την απαγόρευση χρήσης ηλεκτρονικών τσιγάρων σε δημόσιους χώρους. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, όμως, ορισμένοι βουλευτές σημείωσαν την ειρωνεία της ψήφου ενός νέου νόμου από μια αίθουσα που αγνοεί την αρχική. «Αίθουσα συσκέψεων, γραφεία κομμάτων, γραμματείες, διάδρομοι, τουαλέτες – τα τσιγάρα είναι παντού», είχε δηλώσει τότε η κεντροδεξιά βουλευτής Νίκη Κεραμέως. «Αν δεν θέσουμε ως παράδειγμα την τήρηση των νόμων, πώς περιμένουμε οι πολίτες να το κάνουν;», διερωτήθηκε.
«Οι Έλληνες βλέπουν το κράτος ως διεφθαρμένο και αναξιόπιστο», σημειώνει το άρθρο, εξηγώντας ότι αυτό αποδεικνύεται από την ευρεία άρνηση να πληρώσουν τους φόρους. «Επίσης δεν τους αρέσουν οι κανόνες καθημερινής συμπεριφοράς: τα αυτοκίνητα δεν σταματούν στις διαβάσεις πεζών, οι μοτοσικλέτες δεν ενοχλούνται με τις λωρίδες, τα σκουπίδια εκτοξεύονται από κινούμενα οχήματα. Η διπλοστάθμευση είναι διαδεδομένη -παραδόξως, ένας από τους κανόνες στον οποίο υπακούν οι Έλληνες είναι το “καφάσι στον δρόμο”, σημάδι ότι ένας γείτονας φυλάει χώρο πάρκινγκ, και το καφάσι παραμένει ανέγγιχτο», περιγράφει το άρθρο.
«Καθώς η χώρα αντιμετωπίζει μια επταετή οικονομική ύφεση, η επιβολή όλων των τύπων παραβιάσεων είναι τυχαία. Οι περικοπές του προϋπολογισμού έχουν μειώσει κατά δύο τρίτα τον αριθμό των υπαλλήλων που μοιράζουν κλήσεις και άλλα πρόστιμα, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος, στην περιοχή της Αττικής, που περιλαμβάνει την Αθήνα. Η δημοτική αστυνομία, η οποία μπορεί επίσης να εκδώσει πρόστιμα, έχει υποβαθμιστεί. Μια τηλεφωνική γραμμή που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι πολίτες για να καλέσουν το υπουργείο Υγείας ώστε να διαμαρτυρηθούν για παραβιάσεις καπνίσματος σπάνια απαντά», συνεχίζει.
«Αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί – κανένας νόμος δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα», λέει στη WSJ ο Μένιος Στεργίου, ιδιοκτήτης ενός ολοήμερου καφέ-μπαρ κοντά στο κέντρο της Αθήνας, εξηγώντας ότι πρέπει να σεβόμαστε το κράτος, «αλλά αυτή είναι η χειρότερη δυνατή περίοδος για τους Έλληνες να το πράξουν».
Για το πρόβλημα της μη εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου παρατίθενται και οι δηλώσεις του υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού στις 31 Μαΐου, που ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καπνίσματος. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να δώσουμε την αίσθηση ότι ξαναρχίζουμε», είχε πει τότε ο κ. Ξανθός.
Όσον αφορά στα πρόστιμα, τα οποία για τις επιχειρήσεις έφταναν τα 10.000 ευρώ, το δημοσίευμα εξηγεί ότι δεν έδρασαν αποτρεπτικά για τους επιχειρηματίες και ότι είναι δύσκολή η συλλογή τους. Στην αρχή της οικονομικής ύφεσης, όταν η απαγόρευση πέρασε για πρώτη φορά και οι επιθεωρήσεις ήταν πιο συχνές, οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων έγιναν δημιουργικοί. Τα τασάκια εξαφανίστηκαν από τα τραπέζια. Αντίθετα, τοποθετήθηκαν μικρά κύπελλα ή βάζα δίπλα σε σήματα για μη καπνιστές. Εάν οι επιθεωρητές παρατηρούσαν ότι οι πελάτες έσβηναν τσιγάρα σε αυτά, τα άτομα αυτά απλώς παραβίαζαν τους κανόνες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ένα νέο κίνητρο για τη μείωση του καπνίσματος θα μπορούσαν να είναι οι νέοι φόροι που επιβλήθηκαν στα τσιγάρα τον Ιανουάριο, καθιστώντας τη συνήθεια ακόμα πιο δαπανηρή (κατά ένα ευρώ περισσότερο από ό,τι πριν την κρίση, όπως εξηγεί). «Αυτό σημαίνει ότι ένας τακτικός καπνιστής μπορεί να ξοδέψει πάνω από 100 ευρώ μηνιαίως για συνήθεια, ένα υψηλό κόστος, δεδομένου ότι οι μηνιαίοι μισθοί της Ελλάδας είναι περίπου 700 ευρώ», σχολιάζει το άρθρο, ενώ τονίζει ότι σχεδιάζεται ένας εντατικότερος έλεγχος για τις παραβιάσεις του αντικαπνιστικού νόμου μετά το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, ένα μπαρ ή ένα εστιατόριο μπορεί να χάσει την άδειά του την τρίτη φορά που θα λάβει πρόστιμο για το κάπνισμα. «Φοβάμαι ότι θα δούμε πολλές εταιρείες να αλλάζουν ονόματα μετά το δεύτερο πρόστιμο για να αποφύγουν να κλείσουν», δήλωσε στην εφημερίδα ο αντιδήμαρχος Αθήνας Ανδρέας Βαρελάς.
Παραθέτοντας και την πλευρά των καπνιστών, η WSJ συνομίλησε και με τη Μαίρη Μαργιόλη, μία 50χρονη πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων που καπνίζει σχεδόν τρία πακέτα την ημέρα και κρατούσε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά της ενόσω βοηθούσε πελάτες με φορέματα και αξεσουάρ. «Αν δεν μπορούσα να καπνίσω με το ποτό μου, θα προτιμούσα να μείνω σπίτι», είπε η ίδια και εξήγησε ότι αν κάποιος της παραπονεθεί, του λέει να πάει απλά σε άλλο χώρο.
«Αυτό θέτει σε συναγερμό την κ. Δερβενιώτη, την ιδιοκτήτρια του καφέ, η οποία δήλωσε ότι εργάζεται στην πρωινή βάρδια για να αποφύγει τον πυκνό καπνό το βράδυ, όταν το μπαρ είναι πιο γεμάτο. Τώρα, ανησυχεί ότι το μπαρ θα υποφέρει εάν η κυβέρνηση αρχίσει να υποχωρεί», καταλήγει το ρεπορτάζ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το δημοσίευμα, επικαλούμενο έρευνα της ΕΕ από το 2016 σύμφωνα με την οποία περίπου το 37% των Ελλήνων καπνίζει, αναφέρει ότι πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος είναι 26%.