Tου Αλέξανδρου Κ. Παπαναστασίου
Τα γνήσια προϊόντα της τέχνης καθώς και οι δημιουργοί της υπάρχουν για να μπορούν, εκτός των άλλων, να ερμηνεύουν, να σχολιάζουν γεγονότα, πράξεις και συμπεριφορές, να μας εμπνέουν και να μας διδάσκουν.
Παίρνω την αφορμή από δύο πρώην δεσπόζουσες «μορφές» του δημόσιου βίου. Ο πρώτος, υπουργός του χώρου των οικονομικών, και ο δεύτερος του χώρου της εθνικής άμυνας (και όχι μόνον). Ο μεν, παραπεμπόμενος (και ήδη επικοινωνιακά διαπομπευόμενος) στην αρμόδια προανακριτική επιτροπή του Κοινοβουλίου, ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το ειδικό δικαστήριο. Ο δε, υπόδικος και προφυλακισμένος (οικογενειακώς), οδεύει προς την ποινική δικαιοσύνη.
Συμπτωματικά μόνον, αμφότεροι ανήκαν στο ίδιο κόμμα. Κάποιοι άλλοι θα μπορούσαν να ήσαν στη θέση τους προερχόμενοι από την άλλη κυβερνώσα παράταξη για παρεμφερή ή άλλα αδικήματα. Εκφυλιστικά φαινόμενα και σκάνδαλα ποινικής διάστασης διέτρεξαν όλο το πλέγμα της μεταπολιτευτικής εξουσίας που τροφοδότησε τη σημερινή ελληνική κρίση.
Δεν εστιάζω στη νομική ουσία της παραβατικότητας. Άνευ δίκης και καταδίκης ουδείς ένοχος. Η ήδη καταγραμμένη, όμως, ηθική και πολιτική απαξία από την κοινωνία, η υπόνοια και μόνον τέλεσης της όποιας αδικοπραγίας, καταρρακώνουν τη δημόσια εικόνα του προσώπου. Αποδομούν και συνθλίβουν την αρχική παντοδυναμία του ανδρός.
Είναι έτσι ενδιαφέρον να γίνει προσέγγιση μιας άλλης, ευρύτερης διάστασης του θέματος. Αυτής που αφορά στην αισθητική και το ύφος της (απωλεσθείσας) εξουσίας. Όπως, άλλωστε, υπαινίσσεται και ο τίτλος του παρόντος κειμένου. Αρκεί να επαναφέρουμε στη μνήμη τα διαδοχικώς επαναλαμβανόμενα υπουργικά στιγμιότυπα και το όλον «στυλ» στην εποχή της δόξας των δύο παραδειγμάτων μας στα δελτία ειδήσεων: Ο ένας, φέρελπις νέος «τσάρος της οικονομίας», ολίγον snob και post modern πολιτικός, με το αυτάρεσκο υπομειδίαμα του πλήρους ελέγχου της κατάστασης και της αναμφισβήτητης εξουσίας του, με γρήγορο, ανάλαφρο και αποφασιστικό βηματισμό, συνήθως απασχολημένος μέσω του κινητού του να δίνει οδηγίες, εντυπωσιακά σίγουρος για την ορθότητα των επιλογών του. Ο άλλος, κυβερνητικός κυρίαρχος των εξοπλιστικών προγραμμάτων και παλαιότερα των δημοσίων έργων, ευθυτενής εγγυητής της «αριστερής» συνέπειας του Κινήματος, άνετος, ωραίος και μεγαλοπρεπής, αλλά και προσηνής, ευπροσήγορος και προσιτός επιζητούσε τάχα μου τη λαϊκή κατάφαση και εμπιστοσύνη μέσα από τη σοβαροφανή persona του.
Με αφορμή, λοιπόν, τα έργα και τις ημέρες δημοσίων προσώπων, έρχεται στο νου μου το καλλιτεχνικό σχόλιο / απαγγελία του Διονύση Σαββόπουλου:
«Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας κότσυφας που τον λέγαν Σταύρο.
Απόχτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα και τόσο περήφανος αισθάνθηκε, που βγήκε και κάθονταν στην κορυφή, καμαρωτός καμαρωτός.
Από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους: μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια.
Από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
-“Γεια σου Σταύρο.”
-“Δεν με λένε Σταύρο, μόν’ με λένε Σταύρο και κυρ’ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη.”
Αλλάζει όμως ο καιρός, να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί…πάει η φωλιά, πάν’ τα κοτσυφόπουλα, παν’ όλα, βγήκε και κάθονταν στο κλαρί, μονάχος.
Κι από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους: μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια.
Από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
-“Γεια σου Σταύρο και κυρ’ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη.”
-“Δεν με λένε Σταύρο και κυρ’ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη, μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο”».
«Σταύροι» υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί. Πλην όμως, αυτή είναι η ματαιότητα της εξουσίας και του μεγαλείου. «Sic transit gloria mundi» («έτσι παρέρχεται η δόξα αυτού του κόσμου»), σύμφωνα και με την κατάλληλη για την περίπτωσή μας λατινική φράση, που ακουγόταν κατά την τελετή ενθρόνισης του νέου Πάπα. Κι επειδή, ιδίως στο δημόσιο χώρο, η ισχύς και η δόξα είναι πρόσκαιρη, «μηδένα προ του τέλους μακάριζε.».
Σε πολλούς από τους ανθρώπους αυτούς, η πολιτική φιλοδοξία εύκολα εκφυλίζεται σε έπαρση και αλαζονεία καλλιεργώντας τους την αυταπάτη του απυρόβλητου και της αδιατάρακτης πολιτικής μακροβιότητας. Καταντούν έτσι «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, / καθένας κι’ ένα αξίωμα σαν το πουλί μές στο κλουβί του» (Γ.Σεφέρης, Τελευταίος σταθμός).
ΥΓ: Υπάρχει εν τέλει λύση; Ναι, αν ακούσουμε και πάλι τους ποιητές: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» (Οδ. Ελύτης, Σηματολόγιον).