H επέμβαση στη Συρία φαίνεται πως είναι θέμα ωρών. Ακόμα και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι πιθανό αμερικανός Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα να δίνει το «πράσινο φως» για να ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις, για τις οποίες λέγεται πως θα είναι μικρής διάρκειας και εξαιρετικά στοχευμένες. Σε έναν πόλεμο ωστόσο κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να ελέγχει όλες τις εξελίξεις.
Για την Ελλάδα δεν υπάρχει – και σωστά κατά τη γνώμη μου – κανένα δίλημμα ως προς τη στάση της. Έχει κομβική γεωστρατηγική θέση και θα παράσχει όλες τις διευκολύνσεις που θα ζητηθούν από τις δυτικές δυνάμεις που θα συμμετέχουν στην επιχείρηση. Κάθε άλλη σκέψη, που ευτυχώς στην παρούσα συγκυρία δεν διατυπώνεται, θα ήταν και αφελής και ενάντια στα εθνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα δεν θα είχε σε τίποτα να ωφεληθεί από μια στάση «ουδετερότητας» απέναντι στο άξονα: Ιράν – καθεστώς Άσαντ – Χεσμπολάχ, ο οποίος με το ένα ή τον άλλο τρόπο είναι ο πραγματικός στόχος αυτής της επιχείρησης. Όπως επίσης δεν έχει και πολλά πράγματα να περιμένει από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Συρίας, του Ρώσους, οι οποίοι κατά καιρούς εμφανίζονται με πολλά λόγια αλλά από πίτα τίποτα. Αντιθέτως μόλις πριν από λίγες ημέρες ο Πούτιν αναρωτήθηκε δημόσια γιατί κάποιοι Ρώσοι επιχειρηματίες σκέφτονται να επενδύσουν στην Ελλάδα που είναι σε άσχημη κατάσταση και όχι στη νότια Ρωσία. Όπως και να διαβάσεις μια τέτοια δήλωση, σίγουρα δεν είναι φιλική.
Αντίθετα η Ελλάδα θέλει την υποστήριξη των ΗΠΑ για το μείζον ζήτημα της διαχείρισης του δημόσιου χρέους όπως και τη καλή συνεργασία με το Ισραήλ για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου. Υπάρχουν όμως τρία ζητήματα για τα οποία οφείλει – και ελπίζω να το κάνει – να έχει μια συγκροτημένη διπλωματική στρατηγική.
Το πρώτο είναι η γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας μέσα από τα ερείπια του πολέμου στη Συρία, πολλώ δε μάλλον αν λάβει το χαρακτήρα μιας ευρύτερης περιφερειακής σύρραξης. Το δεύτερο είναι πως εξαιτίας της κατάστασης που δημιουργείται, προκαλούνται σοβαρές οικονομικές παρενέργειες. Τα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο σήμερα πέφτουν ενώ η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνει. Πλήττονται επίσης ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις που είχαν παρουσία στην ευρύτερη περιοχή. Και το τρίτο ασφαλώς είναι ένα μεταναστευτικό «τσουνάμι».
Ορθώς λοιπόν βγήκε χθες ο πρωθυπουργός και είπε πως η Ελλάδα είναι παράγοντας σταθερότητας. Όμως για να συμβαίνει αυτό στ’ αλήθεια, απαιτείται εσωτερική σταθερότητα που με τη σειρά της προϋποθέτει τη χαλάρωση των ασφυκτικών μέτρων στην οικονομία που ανακυκλώνουν την ύφεση και πυροδοτούν τον κοινωνικό θυμό.
Το στοιχειώδες λοιπόν που θα όφειλε αμέσως, εδώ και τώρα, να κάνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να διαπραγματευτεί επιτέλους. Με κεντρική θέση πως όσο η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται κάτω από έκτακτες πολεμικές συνθήκες θα πρέπει να «παγώσουν» όλες οι υποχρεώσεις του μνημονίου, καθώς τα διακυβεύματα για τον δυτικό κόσμο είναι απείρως μεγαλύτερα από το δημόσιο χρέος της Ελλάδας.
Καλώς ή κακώς οι διεθνείς σχέσεις διέπονταν πάντα από ένα πνεύμα πραγματισμού για να μη πω κυνισμού. Σίγουρα ένας πόλεμος είναι κατάρα για κάποιους. Αν μπορεί όμως να αποδειχθεί «ευλογία» για την Ελλάδα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην το προσπαθήσουμε δυναμικά και οργανωμένα και απλά να καθίσουμε στα αυγά μας και να παρακολουθούμε σαν «φτωχοί συγγενείς» τις εξελίξεις. Το οικόπεδο είναι μεν «γωνιακό» αλλά κάποιος πρέπει να αναλάβει να αποσπάσει για λογαριασμό των Ελλήνων πολιτών τις πολιτικές υπεραξίες από τη θέση αυτή.
ΥΓ: Η με οποιονδήποτε τρόπο οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, σε αυτή τη χρονική συγκυρία, θα έφερνε τη φωτιά της αποσταθεροποίησης, όχι στην αυλή αλλά κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι της Ευρώπης. Και οι πρώτοι που θα «τσουρουφλιστούν» είναι οι Γερμανοί. Αυτό λοιπόν κάποιος πρέπει να τους το πει κατάμουτρα, να τους το πει πριν από τις εκλογές τους και να τους το πει όσο θα πέφτουν βόμβες και πύραυλοι. Για να το καταλάβουν καλύτερα.