Μπορεί η ρωσική Gazprom να έβγαλε και επισήμως την Ελλάδα έξω από τα στρατηγικά της σχέδια, ωστόσο έκανε «απόβαση» στην καρδιά της Ευρώπης. Η ρωσική «απόβαση» δεν έχει σχέση με δραστηριότητες στη μεταφορά και εμπορίας αερίου μέσω αγωγών, γιατί αυτή έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά με την απόκτηση εργοστασίου ηλεκτροπαραγωγής. Η είδηση λοιπόν είναι ότι η ρωσική εταιρεία φυσικού αερίου, συμφώνησε με την ιταλική ENEL (η αντίστοιχη ΔΕΗ), να εξαγοράσει μονάδα ηλεκτροπαραγωγής ιδιοκτησίας της ιταλικής εταιρίας στο Marcinelle του Βελγίου (Βαλονία).
Η μονάδα είναι κατακαίνουργια, καθώς άρχισε να λειτουργεί μόλις το 2011. Ο CEO της ENEL Fulvio Conti, αιτιολόγησε την απόφαση για την πώληση, δηλώνοντας ότι εντάσσεται στο σχέδιο αποεπένδυσης της εταιρείας από το Βέλγιο και γενικότερα στο σχέδιο εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, από το οποίο εκτιμά ότι θα εισπράξει περίπου 6 δις ευρώ μέχρι το 2017. Ωστόσο τα πράγματα δεν έχουν να κάνουν απλώς με ανακατανομές περιουσιακών στοιχείων των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών, αλλά με τα νέα δεδομένα στην αγορά ενέργειας στην Ευρώπη.
Τον τελευταίο χρόνο, η ζωή των μονάδων φυσικού αερίου έχει γίνει δύσκολη στην Ευρώπη και πολλές εταιρείες αναγκάζονται να τις κλείσουν. Η μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ, έχει περιορίσει το χρόνο λειτουργίας τους, ενώ το βασικό τους πλεονέκτημα που ήταν η χαμηλή επιβάρυνση της παραγωγής τους λόγω ρύπων δεν υφίσταται, αφού οι τιμές δικαιωμάτων ρύπων έχουν καταρρεύσει. Ταυτόχρονα, η στροφή της βιομηχανίας των ΗΠΑ στο πολύ φθηνό αέριο (αέριο σχιστόλιθου), αποδέσμευσες τεράστιες ποσότητες λιθάνθρακα οι οποίες κατευθύνονται στην Ευρώπη. Λόγω της μεγάλης προσφοράς, οι τιμές του λιθάνθρακα και αυτές έχουν μειωθεί σημαντικά και έτσι αντισταθμίζουν το κόστος αγοράς ρύπων, που έτσι και αλλιώς είναι αμελητέο.
Από την άλλη πλευρά, η Gazprom υποχρεώθηκε υπό την πίεση των Ευρωπαίων πελατών της, να ρίξει τις τιμές φυσικού αερίου και μάλιστα αναδρομικά (συνολικά θα πληρώσει περίπου 4 δις. δολάρια σε επιστροφές), ενώ και οι πωλήσεις φυσικού αερίου προς τις Ευρωπαϊκές Χώρες μειώνονται. Έτσι από τα πράγματα αναγκάζεται να επενδύσει στην «μεταποίηση» του δικού της προϊόντος, του φυσικού αερίου, ώστε να διατηρήσει την κατανάλωση και να κερδίσει από τα όποια περιθώρια προσφέρει η ηλεκτροπαραγωγή, αφού έτσι κι αλλιώς η ίδια είναι παραγωγός της πρώτης ύλης, δηλαδή του φυσικού αερίου.